Πρόκειται για την τελευταία μεγάλη σύγκρουση του «Πολέμου των Ρόδων» που κράτησε πάνω από 30 χρόνια, με επίκεντρο του ποιά οικογένεια ευγενών θα ανέλθει στον Αγγλικό θρόνο.
To 1487 βρίσκει νικητή τον Ερρίκο Τύδωρ τον 7ο, του οίκου των Λάνκαστερ. Η χώρα απολάμβανε σχετική ηρεμία, με το μεγαλύτερο μέρος της αριστοκρατίας να έχει αποδεχθεί το αποτέλεσμα της διαμάχης. Άλλωστε ο θεωρούμενος βασικός διεκδικητής της εξουσίας εκείνη τη στιγμή από την αντίπαλη πλευρά, του οίκου της Υόρκης, ο επτάχρονος Εδουάρδος του Γουώργουϊκ, ήταν φυλακισμένος στον Πύργο του Λονδίνου.
Το ίδιο έτος όμως, ένας άγνωστος ιερέας, ο Ρίτσαρντ Σίμοντς, παρουσίασε σε μια σύναξη Γιορκιστών ένα δεκάχρονο παιδί ως τον “πραγματικό Εδουάρδο, ανηψιό του αδικοσκοτωμένου βασιλιά Ριχάρδου του 3ου”. Το παιδί ήταν ένα χωριατόπαιδο μεγαλωμένο και δασκαλεμένο στους βασιλικούς τρόπους από τον ιερέα. Πρέπει να είχε κάποια εμφανισιακή ομοιότητα με τον πραγματικό Εδουάρδο αλλά στην πραγματικότητα κανείς δεν πείστηκε από αυτήν την εξόφθαλμη απάτη.
Δεν χρειαζόταν, βέβαια, να πείσει κανέναν. Αρκούσε ένας φιλόδοξος ευγενής για να στηρίξει την ιστορία και ο “βασιλιάς” θα αναδεικνυόταν μέσα από την αγάπη του λαού και τις λόγχες των ιπποτών. Ο ευγενής αυτός βρέθηκε στο πρόσωπο του Ιωάννη ντε λα Πωλ, κόμητα του Λίνκολν.
Αν και ο Λίνκολν είχε καταγωγή που θα του επέτρεπε να διεκδικήσει το θρόνο ο ίδιος, επέλεξε να “πιστέψει” στο δικαίωμα του μικρού απατεώνα Εδουάρδου και να τον αποκαλέσει “τον τελευταίο των Πλανταγενετών”. Μετά από αυτό κατέφυγε στη θεία του, Μαργαρίτα της Βουργουνδίας, που του έδωσε χρυσό και 2.000 Ελβετούς και Γερμανούς μισθοφόρους υπό τον βετεράνο Μάρτιν Σβάρτζ.
Ο Λίνκολν πέρασε στην Ιρλανδία, που είχαν καταφύγει πολλοί Γιορκιστές, συγκέντρωσε και εκεί υποστήριξη και εθελοντές για τον στρατό του και στις 4 Ιουνίου αποβιβάστηκε στην Αγγλία. Νέα στρατεύματα ενώθηκαν μαζί του ενώ στις 10 Ιουνίου κέρδισε την πρώτη του νίκη, μια νυχτερινή αιφνιδιαστική επίθεση 2.000 Γιορκιστών στο στρατόπεδο 400 Λανκαστεριανών που μόλις είχαν αρχίσει να συγκεντρώνονται. Για τις επόμενες μέρες οι δύο πλευρές συμπλέκονταν σε μικρές ομάδες στο αχανές δάσος του Σέργουντ με τον Λίνκολν να επικρατεί. Η καθυστέρηση, όμως, ήταν αρκετή για να φέρει τον βασιλικό στρατό μπροστά του.
Στις 16 Ιουνίου, ο στρατός των Τυδώρ/Λάνκαστερ (12 χιλιάδες) συντρίβει τον στρατό της Υόρκης (περίπου 8 χιλιάδες) στην περιοχή του Νόττινχαμ, στο Stoke Field. Ο στρατός των Λανκάστερ χωρίστηκε σε τρία τμήματα αντιμετωπίζοντας έναν μικρότερο αλλά πιο συμπαγή στρατό, εξοπλισμένο με αρκεβουζιοφόρους και ελαφρά οπλισμένους Ιρλανδούς. Όπως και στο Μπόσγουωρθ, ο Ερρίκος άφησε την διεύθυνση της μάχης στον Ιωάννη, κόμη της Οξφόρδης. Ο τελευταίος επιτέθηκε μετά από έναν καταιγισμό βελών κατά των Γιορκιστών με το κεντρικό τμήμα του στρατού. Οι επαναστάτες απέκρουσαν την πρώτη επίθεση, αν και με πολλές απώλειες.
Για ώρες, οι Λανκαστεριανοί εξαπέλυαν βροχή βελών ακολουθούμενες από εφόδους ενώ αναπλήρωναν τις απώλειές τους από τα άλλα δύο τμήματα τους. Στο τέλος, οι γραμμές των Γιορκιστών αραίωσαν και έσπασαν. Οι αρχηγοί τους σκοτώνονται μαζί με το ήμισυ των πολεμιστών τους, που αναζήτησαν τη σωτηρία στη φυγή μέσα από το ποτάμι σε μια περιοχή που λέγεται σήμερα “ματωμένος βάλτος”.
O μικρός “τελευταίος των Πλανταγενετών”, αιχμαλωτίστηκε και σύρθηκε μπροστά στον Ερρίκο. Ο τελευταίος γρήγορα κατάλαβε πως είχε να κάνει με μια μαριονέτα στα χέρια των φιλόδοξων εχθρών του και του χάρισε τη ζωή. Του έδωσε μάλιστα δουλειά στην κουζίνα του παλατιού και με τα χρόνια έφτασε στο σημείο να γίνει βοηθός του στο κυνήγι, ως γερακάρης.
Το βασίλειο ηρέμησε, τουλάχιστον για 10 χρόνια, όταν το 1497 μια δεύτερη επανάσταση στην Κορνουάλη υπό την αρχηγία ενός άλλου απατεώνα έληξε χωρίς να χρειαστεί τόση αιματοχυσία κι ο διεκδικητής κρεμάστηκε στον Πύργο του Λονδίνου.