Η Κρήτη αποτελούσε ακόμα βυζαντινή επαρχία, όταν το 1204 οι Σταυροφόροι κατέλυσαν την αυτοκρατορία και διένειμαν τα εδάφη της. Το νησί της Κρήτης δόθηκε στον ίδιο τον Βονιφάτιο τον Μονφερρατικό (Boniface of Montferrat) που ηγήθηκε της 4ης Σταυροφορίας, ο οποίος την πούλησε στους Βενετούς για 5.000 χρυσά δουκάτα. Η Βενετία, που ως τότε διατηρούσε στη Μεσόγειο μικρές και χωρίς ενδοχώρα εκτάσεις, ως στρατηγικά σημεία για τον έλεγχο του θαλάσσιου εμπορίου, βρέθηκε ξαφνικά κύρια ενός από τα μεγαλύτερα νησιά της.
Αιώνες αργότερα, στις 23 Ιουνίου 1645, οι Οθωμανοί με ισχυρό στόλο έφτασαν στην δυτική Κρήτη, ανοίγοντας ένα νέο Βενετο-Τουρκικό πόλεμο. Η σύγκρουση θα είναι τόσο έντονη που θα αποτελέσει ιδιαίτερο κεφάλαιο στην ιστορία των δύο αντιπάλων, γνωστό ως “Κρητικός Πόλεμος”.
Τα τουρκικά στρατεύματα αποβιβάστηκαν 15 μίλια από την πόλη των Χανίων και στράφηκαν αρχικά στην οχυρή νησίδα του Αγίου Θεοδώρου. Κυκλωμένος από παντού, ο φρούραρχος ανατίναξε τις οχυρώσεις μαζί με τη φρουρά για να μην παραδοθεί. Στη συνέχεια οι Οθωμανοί πολιόρκησαν την πόλη που έπεσε μετά από 56 μέρες.
Η άλωση των Χανίων αφύπνισε τους Ενετούς και άλλους χριστιανούς που ενίσχυσαν τα τείχη και απέστειλαν στρατό και στόλο στον Χάνδακα (Ηράκλειο). Κατόρθωσαν να διασκορπίσουν τους Τούρκους αλλά απέτυχαν να ανακαταλάβουν τα Χανιά στις αρχές Οκτωβρίου. Έτσι η κτήση των Ενετών περιορίζεται στο «κράτος του Χάνδακα».