Κατά τη διάρκεια του 2ου Αγγλο-Ολλανδικού πολέμου στον 17ο αιώνα, ο ολλανδικός στόλος με μια τολμηρή ενέργεια εκμεταλλεύεται τις βρετανικές περικοπές σε μισθούς και νέα πολεμικά πλοία μετά την παλινόρθωση του Καρόλου του 2ου στην Αγγλία, για να εκδικηθεί για τις ήττες του στον προηγούμενο πόλεμο.
Έτσι, 60 Ολλανδικά πλοία επιτίθενται αιφνιδιαστικά στον βρετανικό στόλο που ναυλοχεί στο ναύσταθμο του Τσάταμ στη Νότιο Αγγλία, καταφέροντας μια μεγάλη νίκη. Το εγχείρημα δεν ήταν τόσο απλό. Χρησιμοποιώντας τα μεγάλα ποτάμια του Αγγλικού νότου, ο βρετανικός στόλος είχε τη δυνατότητα να πλέει μίλια βαθιά στο εσωτερικό της χώρας, και να παραμένει προστατευμένος, υπό την προστασία ναυτικών οχυρών.
Ωστόσο, η δεινή οικονομική κατάσταση του βασιλείου μετά την παλινόρθωση της μοναρχίας είχε επιβάλει επώδυνους περιορισμούς των κρατικών δαπανών, μεταξύ άλλων και στην άμυνα. Πολλά κανονιοστάσια δεν ήταν επανδρωμένα, τα πλοία δεν πραγματοποιούσαν περιπολίες και νέες ναυπηγήσεις είχαν αναβληθεί επ’ αόριστον.
Οι Ολλανδοί δεν έχασαν την ευκαιρία. Έχοντας αναλύσει το σενάριο επίθεσης βαθιά στην ενδοχώρα του αντιπάλου τους από παλιότερα, έστειλαν το στόλο τους σε μια επικίνδυνη αποστολή. Αν τα ναυτικά οχυρά αντιδρούσαν, αν ο βρετανικός στόλος δεν ήταν τόσο αδύνατος όσο λεγόταν, αν πολεμούσε σκληρά κι αν η παλίρροια δεν τους ευνοούσε, μπορεί να αντιμετώπιζαν την καταστροφή.
Οι Ολλανδοί βομβάρδισαν την παράκτια πόλη του Sheerness, έπλευσαν βαθιά στον Τάμεση ως το Gravesent κι από εκεί μέσω του Medway στο Chatham. Οι Βρετανοί αιφνιδιάστηκαν πλήρως. Από τους κανονιοβολισμούς κατακάηκαν και βυθίστηκαν τρία μεγάλα και δέκα μικρότερα πλοία, ενώ οι Βρετανοί αυτοβύθισαν δεκάδες ακόμη για να μην τα καταλάβουν οι Ολλανδοί. Η ναυαρχίδα “Royal Charles” αιχμαλωτίστηκε και οδηγήθηκε στην Ολλανδία (ο θυρεός της κοσμεί μέχρι και σήμερα το Rijksmuseum, το εθνικό μουσείο της Ολλανδίας, στο Άμστερνταμ).