Το 1776, το δεύτερο έτος της αμερικανικής επανάστασης, ο πόλεμος δεν πήγαινε καλά για τους Αμερικανούς. Καθώς ταυτόχρονα με τη δημιουργία του νέου κράτους, έπρεπε να συγκροτηθούν και ένοπλα σώματα, ώστε να πολεμήσουν ενάντια σε έναν από τους καλύτερους στρατούς του κόσμου, το βρετανικό.
Τον Ιούλιο του 1776, ο Βρετανός στρατηγός Χόου από τη βάση του στη Νέα Σκωτία αποβιβάστηκε στη Νέα Υόρκη, νικώντας τον Ουάσινγκτον, που είχε χριστεί αρχιστράτηγος των αμερικανικών δυνάμεων μόλις ένα χρόνο πριν. Ο Χόου απαίτησε την ανάκληση της Διακήρυξης της Ανεξαρτησίας και με την άρνηση των Αμερικανών εκπροσώπων, επιτέθηκε ξανά καταστρέφοντας σχεδόν τον αμερικανικό στρατό. Στη συνέχεια μετέτρεψε τη Νέα Υόρκη σε κέντρο επιχειρήσεων και βάση ανεφοδιασμού του, απωθώντας ότι είχε διασωθεί από τον αμερικανικό στρατό, βαθύτερα στην Πενσυλβάνια.
Οι Αμερικανοί μετά από μια σειρά συντριπτικών σχεδόν ηττών, που τους στοίχισαν πολύ σε αίμα, έμπειρους αξιωματικούς, πολύτιμο υλικό -ιδίως κανόνια- και κυρίως σε ηθικό, ήταν έτοιμοι να διαλυθούν σε ομάδες ρακένδυτων και πεινασμένων φυγάδων. Ο ποταμός Ντέλαγουερ που χώριζε τις αντίπαλες δυνάμεις και ο βαρύς χειμώνας έσωζαν προσωρινά την κατάσταση, αλλά ο Ουάσινγκτον γνώριζε πως η ακινησία και πιθανά οι νέες ήττες θα έριχναν κι άλλο το ηθικό των στρατιωτών του. Τα νέα ωστόσο στο στρατόπεδο του Ουάσινγκτον δεν ήταν όλα μαύρα. Η άφιξη ενισχύσεων από τους στρατηγούς Γκέητς, Σάλλιβαν και Καντγουάλαντερ αύξησε τους αριθμούς του και προσέφερε κάποια αισιοδοξία.
Έτσι ο Ουάσινγκτον, επικεφαλής όσων ανδρών ήταν σε θέση να βαδίσουν, αποτολμά ένα αιφνιδιαστικό πέρασμα του Ντέλαγουερ στη διάρκεια της νύχτας των Χριστουγέννων του 1776, με σκοπό να εξουδετερώσει τη φρουρά της πόλης Τρέντον. Η φρουρά αποτελούνταν από στρατιώτες από το γερμανικό κρατίδιο της Έσσης, που υπηρετούσαν τους Βρετανούς ως μισθοφόροι. Οι επαγγελματίες πολεμιστές της Έσσης είχαν αποδειχθεί φοβερός αντίπαλος στις μάχες που προηγήθηκαν, ευθυνόμενοι για πολλούς θανάτους και εκτελέσεις αιχμαλώτων. Για τον λόγο αυτό είχαν φήμη που γέμιζε τις καρδιές των Αμερικανών στρατιωτών με τρόμο αλλά και με μίσος.
Πέρα από τον Ντέλαγουερ ήταν στρατοπεδευμένα δύο συντάγματα πεζικού 1.500 Γερμανών, που δεν ανέμεναν σε καμία περίπτωση πως οι ρακένδυτοι επαναστάτες θα μπορούσαν να κινηθούν εναντίον τους. Ο Ουάσινγκτον κινητοποίησε κάπου 2.400 άνδρες (περισσότερους αρχικά, αλλά δεν διέσχισαν όλες οι φάλαγγες το ποτάμι έγκαιρα) και με τη βοήθεια ντόπιων επιστράτων ναυτικών και ψαράδων επέταξε κάθε πλωτό μέσο, κυρίως βάρκες και πορθμεία και πέρασε στη διάρκεια της μακράς νύχτας τον φουσκωμένο και γεμάτο κομμάτια πάγου ποταμό.
Παρά το σκοτάδι, τη δυσκολία συντονισμού και την ανάγκη διατήρησης μυστικότητας, οι Αμερικανοί κατόρθωσαν να συγκεντρωθούν το χάραμα της 26ης στην αντίπερα όχθη. Ως δια μαγείας ελάχιστοι είχαν χαθεί στο νερό. Η προσμονή της επίθεσης -μια ευχάριστη αλλαγή μετά από μήνες υποχωρήσεων- αναπτέρωσε το ηθικό όλων που έδωσαν τον καλύτερο εαυτό τους.
Οι Γερμανοί της Έσσης πιάστηκαν στον ύπνο, βγαίνοντας βιαστικά από τους στρατώνες και λαμβάνοντας θέσεις κυριολεκτικά με τα εσώρουχα, ζαλισμένοι ακόμα από το βραδινό Χριστουγεννιάτικο γλέντι. Οι Αμερικανοί θέρισαν τις πρώτες συγκεντρώσεις Γερμανών και κατέλαβαν το κέντρο της πόλης, αιχμαλωτίζοντας κι ένα εχθρικό κανόνι, κερδίζοντας το πλεονέκτημα του υψηλότερου εδάφους.
Ο Γερμανός διοικητής, συνταγματάρχης Γιόχαν Ραλ, προσπάθησε να αναδιοργανώσει τους άνδρες του και αντεπιτέθηκε παρά τη δυσμενή θέση που βρέθηκε, αλλά ο Ουάσινγκτον τον έθεσε μεταξύ διασταυρουμένων πυρών με αποτέλεσμα να σκοτωθούν και να τραυματιστούν πολλοί, μεταξύ τους κι ο ίδιος ο Ραλ. Η εικόνα του συνταγματάρχη τους να κείται θανάσιμα τραυματισμένος ήταν καθοριστική. Οι στρατιώτες της Έσσης παραδόθηκαν.
Η νίκη ήταν μια απίστευτη ανάταση για το ηθικό του επαναστατικού στρατού και του λαού. Με απώλειες μόλις 2 νεκρών από το κρύο και 5 τραυματιών, οι Αμερικανοί λεηλάτησαν το υλικό δύο γερμανικών συνταγμάτων, συνέλαβαν 800 αιχμαλώτους, ενώ οι εχθρικές απώλειες ήταν 100 νεκροί και τραυματίες. Τα πράγματα στο εξής θα ήταν διαφορετικά για την μοίρα των Αμερικανών και του Ουάσινγκτον προσωπικά.