Μια δύναμη Αμερικανών επαναστατών καθ’ οδόν να ενισχύσει την άμυνα του οχυρού Στάνγουιξ κατά την εκστρατεία στη Σαρατόγκα, πέφτει σε ενέδρα Αμερικανών πιστών στο βρετανικό στέμμα, Ινδιάνων και Γερμανών μισθοφόρων και αποδεκατίζεται.
Βρισκόμαστε στο τρίτο έτος του πολέμου της Αμερικανικής Επανάστασης κατά των Βρετανών. Δυνάμεις των τελευταίων έχουν αποβιβαστεί στις ακτές των ΗΠΑ και αφού εκδίωξαν τους επαναστάτες από τις κύριες θέσεις τους εκεί, έχουν αρχίσει να σχεδιάζουν επιχειρήσεις στο εσωτερικό για την τελική κατάπνιξη τους.
Σε αυτό το πλαίσιο, βρετανικές δυνάμεις υπό τον στρατηγό Τζων Μπουργκόϊν θα βάδιζαν από το Κεμπέκ του βρετανικού Καναδά νότια, κατά του οχυρού Τικοντερόγκα και του Ώλμπανυ, ενώ την ίδια στιγμή δυνάμεις του στρατηγού Γουίλιαμ Χάου θα κινούνταν βόρεια από τη Νέα Υόρκη για να τους συναντήσουν, σε μια κίνηση λαβίδας που θα έκλεινε στο Ώλμπανυ. Μια τρίτη δύναμη, υπό τον αντισυνταγματάρχη Λέτζερ θα κινείτο υποστηρικτικά στην προσπάθεια, πολιορκώντας το οχυρό Στάνγουιξ στην κοιλάδα Μώχοουκ. Τη δύναμη αυτή προσπάθησαν να αναχαιτίσουν με 800 επαναστάτες και 60 Ινδιάνους της φυλής Ονέϊντα ως ανιχνευτές.
Στη μάχη που επακολούθησε δεν έλαβαν μέρος Βρετανοί στρατιώτες αλλά βασιλόφρονες πολιτοφύλακες, Γερμανοί κυνηγοί της Έσσης και Ινδιάνοι. Η σύγκρουση έλαβε χώρα στον ποταμό Oriskany σε ιδιαίτερα δασωμένο και ανώμαλο έδαφος και ήταν μια οδυνηρή ήττα για τους επαναστάτες. Οι Γερμανοί μαζί με τους βασιλόφρονες παρατάχθηκαν κάθετα στο δρόμο των Αμερικανών επαναστατών φράζοντάς τον, ενώ οι πολυπληθείς Ινδιάνοι τάχθηκαν υπό κάλυψη εκατέρωθεν, έτοιμοι για να επέμβουν μόλις οι τακτικοί άνοιγαν πρώτοι πυρ. Στην πράξη, όμως, οι Ινδιάνοι των βασιλοφρόνων ανυπόμονοι και απείθαρχοι, επιτέθηκαν πρώτοι στην οπισθοφυλακή των Αμερικανών, δίνοντας χρόνο στην κεφαλή της πορείας να αντιδράσει.
Ο στρατηγός Χέρκιμερ, επικεφαλής των επαναστατών προσπάθησε να αναδιοργανώσει τους άνδρες του και να απαντήσει στα πυρά. Ο ίδιος τραυματίστηκε σε αυτή τη φάση στο πόδι παραμένοντας στο πεδίο για να κατευθύνει τις δυνάμεις του. Ενώ η κατάσταση έδειχνε απελπιστική για τους επαναστάτες, μια ξαφνική μπόρα έδωσε χρόνο και στις δύο πλευρές για ξεκούραση. Μόλις η βροχή τελείωσε, ξανάρχισε η μάχη αλλά σύντομα βράδιασε επιτρέποντας την απεμπλοκή. Από τους 720 Αμερικανούς και 100 Ινδιάνους, 385 σκοτώθηκαν, 50 τραυματίστηκαν και 30 αιχμαλωτίστηκαν. Μεταξύ των απωλειών ήταν κι ο ίδιος ο στρατηγός Χέρκιμερ του οποίου το πόδι ακρωτηριάστηκε και πέθανε λίγες μέρες μετά.
Η νίκη, όμως, στρατηγικά λειτούργησε προς όφελος των επαναστατών. Πολλοί Ινδιάνοι βρέθηκαν αντιμέτωποι με μέλη της φυλής τους σε αυτήν τη σύγκρουση με αποτέλεσμα να ξεσπάσει εμφύλιος πόλεμος μεταξύ των φυλών των Ιροκουά αλλά και των Ονέιντα, που τους απομάκρυνε από την σύγκρουση. Στη γλώσσα των ιθαγενών, το πεδίο της μάχης ονομάζεται ως σήμερα «μέρος της μεγάλης θλίψης».