Στις 13 Vendémiaire 1795, έτος 4ο του Γαλλικού επαναστατικού ημερολογίου, το άστρο του Ναπολέοντα Βοναπάρτη, ενός άσημου νεαρού Κορσικανού στρατηγού, λάμπει για πρώτη φορά στο στερέωμα της Γαλλικής Επανάστασης.
Οι οικονομικές και κοινωνικές μεταρρυθμίσεις της Επανάστασης έγιναν αποδεκτές σε μεγάλο βαθμό από τον πληθυσμό, αλλά το ίδιο δεν συνέβη όταν έγινε προσπάθεια να περισταλούν οι εξουσίες της Καθολικής Εκκλησίας. Έτσι, πολυπληθείς ομάδες ξεσηκώθηκαν και αξίωσαν την απομάκρυνση των επαναστατών του Βουλευτηρίου και την αποκατάσταση της Μοναρχίας. Υποστηριζόμενοι αμέριστα από την Αγγλία με όπλα, εφόδια και εμιγκρέδες (βασιλόφρονες που διέφυγαν στο εξωτερικό τους πρώτους μήνες της επανάστασης), συγκρότησαν τον «Καθολικό και Βασιλόφρονα στρατό» (Armée catholique et royale) και κέρδισαν αρκετές μάχες κατά του επαναστατικού στρατού της Εθνοφυλακής (la Garde Nationale).
Μετά από δύο χρόνια μαχών, το 1795, και οι δύο αντίπαλοι είχαν κουραστεί ενώ η επανάσταση είχε σταθεροποιηθεί, όταν μια αναζωπύρωση των μαχών έφερε έναν ισχυρό στρατό 30.000 βασιλοφρόνων στα πρόθυρα του Παρισιού. Ο επαναστατικός στρατός προσπάθησε να τους συγκρατήσει με τοπικές αντεπιθέσεις αλλά με μειονεξία δυνάμεων της τάξης του 6 προς 1, όλα έδειχναν ότι το παιχνίδι ήταν χαμένο. Τότε, ο Βοναπάρτης έδειξε ασυνήθιστη ενεργητικότητα, παίρνοντας την πρωτοβουλία από τα χέρια του Μπαρά και με τη βοήθεια του υπιλάρχου Γιοακίμ Μυρά του 12 Συντάγματος Εφίππων Κυνηγών, ανέκτησε 40 κανόνια και αποδεκάτισε τους βασιλόφρονες μέσα στους δρόμους του Παρισιού σε μια συνδυασμένη δράση πυροβολικού και πεζικού.
Ομάδες Εθνοφρουρών αποτελείωσαν ό,τι είχε απομείνει με ομοβροντίες από κρυμμένες θέσεις. Η αιματηρή καταστολή του βασιλόφρονου κινήματος διέσωσε την επανάσταση και εκτίναξε τη δημοτικότητα και το κύρος του Ναπολέοντα, ο οποίος προήχθη σε υποστράτηγο (Général de Division) και ανέλαβε τη διοίκηση της Στρατιάς της Ιταλίας. Για τη δράση του στις 13 του «Τρυγητή» έλαβε το ψευδώνυμο «Général Vendémiaire», που αργότερα δήλωνε πως ήταν ο πρώτος του τίτλος δόξας.