O νεαρός στρατηγός Ναπολέων Βοναπάρτης επιτυγχάνει μια σημαντική νική κατά των Αυστριακών δυνάμεων στην ιταλική του εκστρατεία, στην μικρή πόλη της Άρκολε ή Αρκόλ, 25 περίπου χιλιόμετρα από τη Βερόνα.
Με την έναρξη της γαλλικής επανάστασης, οι ευρωπαϊκές μοναρχίες έδειξαν αμέσως την δυσαρέσκειά τους για τη Γαλλική “κυριαρχία του όχλου”, που καθαίρεσε τη μοναρχία των Βουρβώνων το 1792 και αποκαθήλωσε βίαια την παλιά αριστοκρατική τάξη. Η δυσαρέσκεια μετατράπηκε σε ανοιχτή σύγκρουση, όταν το επόμενο έτος η γαλλική κοινωνία οδήγησε τον βασιλιά Λουδοβίκο τον 16ο και τη βασίλισσα Μαρία-Αντουανέτα στη λαιμητόμο. Ήδη, από το 1792, οι στρατοί της Πρωσσίας και της Αυστρίας απειλούσαν τη Γαλλία. Η Γαλλική Γενική Συνέλευση τους κήρυξε τον πόλεμο και οι δύο μοναρχίες απάντησαν με εισβολή, που αποκρούστηκε με δυσκολία. Σύντομα, ο γαλλικός στρατός αναδιοργανώθηκε και εξαπέλυσε αντεπιθέσεις στα μέτωπα του Ρήνου και της Ιταλίας.
Το δεύτερο μέτωπο, της Ιταλίας, ουσιαστικά ήταν μια εκστρατεία αντιπερισπασμού με έναν αποσκελετωμένο στρατό, ελλιπώς εξοπλισμένο και με μεγάλα προβλήματα ανεφοδιασμού. Ωστόσο, υπό τη διεύθυνση ενός φιλόδοξου στρατηγού, του νεαρού Ναπολέοντα Βοναπάρτη, η γαλλική στρατιά της Ιταλίας πέρασε τις Άλπεις και πέτυχε μια σειρά νικών έναντι των σαστισμένων Αυστριακών και των Πεδεμοντίων συμμάχων τους (σε Μοντενόντε, Ντέγκο, Μοντοβί, Κοντόνιο, Λονάτο και Καστιλιόνε).
Παρόλα αυτά, οι Αυστριακοί διαρκώς ενισχύονταν με νέα στρατεύματα και υλικό ενώ οι σύμμαχοί τους κρατούσαν σημαντικά περάσματα και οχυρές θέσεις. Αντίθετα, ο Ναπολέων δεν μπορούσε να υπολογίζει ούτε σε νέες ενισχύσεις από τη Γαλλία, ούτε σε τοπικές φιλικές δυνάμεις, παρά τις διακηρύξεις της γαλλικής επανάστασης προς τους λαούς για ισότητα και ελευθερία.
Προσπαθώντας να αντιμετωπίσουν την πίεση των Αυστριακών να άρουν την πολιορκία της Μάντοβας, οι Γάλλοι γνώρισαν μια σειρά αποτυχιών. Οι πρώτες σημειώθηκαν όταν η αυστριακή στρατιά του Φρίουλι πέρασε τον ποταμό Πιάβε και άρχισε να κινείται προς ανακούφιση της πολιορκούμενης Μάντοβα. Ο Ναπολέων τους επιτέθηκε αλλά αποκρούστηκε και κάλεσε σε ενισχύσεις, ενώ υποχώρησε προς τη Βερόνα. Γαλλικό σώμα υπό τον στρατηγό Νταβίντοβιτς ανέλαβε νέα επίθεση στις 6 Νοεμβρίου αλλά απωθήθηκε με απώλειες. Την επομένη το ίδιο σώμα χτύπησε ξανά τους Αυστριακούς αλλά τελικά κατέρρευσε υπό το βάρος των αριθμών τους. Ο Ναπολέων εξερράγη, κατηγορώντας τους διοικητές των σχηματισμών του.
Στο μεταξύ, οι αυστριακές δυνάμεις παρόλο που αντιμετώπιζαν και αυτές σημαντικές ελλείψεις, πλησίασαν επικίνδυνα στον σκοπό τους. Ο Βοναπάρτης, άφησε μια αποδυναμωμένη μεραρχία του στρατηγού ντε-Βωμπουά να απασχολήσει το ένα στράτευμα, ενώ ο ίδιος συγκέντρωσε όλες τις δυνάμεις του στην απόκρουση της δεύτερης αυστριακής δύναμης που βρισκόταν στην βαλτώδη περιοχή πέρα από τον ποταμό Άντιτζε.
Επί δύο ημέρες ο γαλλικός στρατός προσπαθούσε με θυελλώδεις επιθέσεις να διασπάσει τις καλά οχυρωμένες θέσεις πέρα από τη στρατηγικής σημασίας γέφυρα της Αρκόλ (ή Αρκόλε) χωρίς αποτέλεσμα. Σε μια επίθεση ο ίδιος ο Ναπολέων οδήγησε την επίθεση με τη σημαία στο χέρι και παραλίγο να σκοτωθεί από τα θεριστικά αυστριακά πυρά, προτού ένας αξιωματικός του τον απομακρύνει με τη βία.
Την τρίτη μέρα, τη 17η Νοεμβρίου, οι Αυστριακοί αποσύρθηκαν και ο Ναπολέων τους καταδίωξε στην κοιλάδα του Άντιτζε, απομακρύνοντας τις δύο στρατιές τους. Και παρά το ότι οι γαλλικές δυνάμεις της μεραρχίας ντε-Βωμπουά ηττήθηκαν, η επικράτηση των Γάλλων ήταν δεδομένη.
Χαρακτηριστικό του παιχνιδιού παραπλάνησης που εφάρμοσε ο Ναπολέων είναι ότι, όταν λίγες μέρες μετά η φρουρά της Μάντοβα έκανε έξοδο επιτιθέμενη στα στρατόπεδα των πολιορκητών Γάλλων, βρήκαν λίγους στρατιώτες να τα φρουρούν και να συντηρούν εστίες ώστε να φαίνονται πλήρως επανδρωμένα. Καθώς και οι δύο αυστριακές στρατιές είχαν ήδη υποχωρήσει αποδυναμωμένες, η φρουρά επέστρεψε στην πόλη και λίγο μετά παραδόθηκε.