Τα υπολείμματα της άλλοτε πανίσχυρης γαλλικής Μεγάλης Στρατιάς επιχειρούν να διασχίσουν τον παγωμένο χείμαρρο του ρωσικού ποταμού Μπερεζινά κάτω από τα πυρά και την καταδίωξη του ρωσικού στρατού και τους φοβερούς Κοζάκους. Είναι μια από τις δραματικότερες και πλέον αγωνιώδεις επιχειρήσεις στρατιωτικού τμήματος στην παγκόσμια πολεμική ιστορία, μια στιγμή όπου αδυσώπητα στοιχεία της φύσης και ανθρώπινο μένος συντονίζονται σε ένα συντριπτικό τμήμα για εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους.
Βρισκόμαστε στο έτος 1812. Οι αετοί των γαλλικών πολεμικών συνταγμάτων κυριαρχούν από άκρο σε άκρο της ευρωπαϊκής ηπείρου. Μόνο στην Ισπανία οι Βρετανοί σημειώνουν μια αξιοσημείωτη προέλαση, εκδιώκοντας τους Γάλλους με πολύ κόπο και αίμα από τις οχυρωμένες πόλεις της Κιουδάδ Ροντρίγκο και Μπαταχόθ.
ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ – 19 Ιανουαρίου 1812: Η άλωση της Ciudad Rodrigo φέρνει τον Γουέλινγκτον στην Ισπανία
Στην ανατολή, ο Ναπολέων στρέφεται κατά του μεγάλου αντιπάλου του, του τσάρου της Ρωσίας Αλεξάνδρου συγκεντρώνοντας τον μεγαλύτερο στρατό που έχει δει ποτέ η Ευρωπαίκή ήπειρος: στις 24 Ιουνίου 1812, 450.000 Γάλλοι, Πολωνοί, Πρώσσοι, Αυστριακοί και πολλοί άλλοι από τα σύμμαχα Ιταλικά και Γερμανικά κρατίδια, πέρασαν τον ποταμό Νιέμεν εκκινώντας τη μεγάλη εκστρατεία κατά της Ρωσίας. Ο Ρωσικός στρατός υποχώρησε τακτικά προς το εσωτερικό, καταστρέφοντας και καίγοντας ό,τι θα μπορούσε να φανεί χρήσιμο στην Μεγάλη Στρατιά παρασύροντάς την στο αχανές εσωτερικό της ρωσικής υπαίθρου.
Η τακτική της καμμένης γης, στρατηγική επιλογή του επικεφαλής του ρωσικού στρατού, στρατηγού Μικάελ Μπαρκλάυ ντε Τόλυ, αποτελούσε την προσφορότερη μέθοδο αντιμετώπισης του μυριαρίθμου εχθρού αλλά δεν έβρισκε υποστηρικτές μεταξύ της ρωσικής ηγεσίας. Σύντομα, μετά την μεγάλη μάχη του Σμολένσκ, ο Μπαρκλάυ ντε Τόλυ αντικαταστάθηκε από τον παλαίμαχο στρατηγό Μικάελ Κουτούζωφ, που αντιμετώπισε τη Μεγάλη Στρατιά στο Μποροντινό, λίγο πριν τη Μόσχα. Στην αναμέτρηση αυτή, 400 χιλιάδες άνδρες κι από τις δύο πλευρές έδωσαν τον απόλυτο αγώνα για την τελική αναμέτρηση με τεράστιο κόστος σε αίμα. Στο τέλος, ο ρωσικός στρατός αποσύρθηκε με 50% περίπου απώλειες, έχοντας την ικανοποίηση πως προκάλεσε αντίστοιχη φθορά και στον αντίπαλό του.
ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ – 7 Σεπτεμβρίου 1812: Μάχη του Μποροντίνο, γιγαντομαχία με έπαθλο τη Μόσχα
Το έπαθλο του Μποροντινό ήταν η Μόσχα, η παλιά ιστορική πρωτεύουσα της Ρωσίας, έδρα των τσάρων και ιερή πόλη για τους Ρώσους. Ο Ναπολέων πίστευε πως η κατοχή της θα εξανάγκαζε τον τσάρο Αλέξανδρο να συνθηκολογήσει, φέρνοντας το τέλος της εκστρατείας. Όμως, η μάχη για τους Ρώσους μόλις τώρα ξεκινούσε. Ο Γαλλικός στρατός παρέλασε σε μια έρημη Μόσχα στις 14 Σεπτεμβρίου, με τη βεβαιότητα πως ο πόλεμος είχε σχεδόν τελειώσει. Ήδη, όμως σε κάποια σημεία της πόλης είχαν ξεσπάσει πυρκαγιές στις ξύλινες οικίες. 48 ώρες μετά, όλη η πόλη παραδόθηκε στις φλόγες, έργο συστηματικού εμπρησμού με εντολές του κυβερνήτη της, του κόμητος Ροστόπκιν. Μαζί της και οι ελπίδες του Ναπολέοντα να διαχειμάσει με ασφάλεια στην έρημη πόλη.
ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ – 14 Σεπτεμβρίου 1812: Ο εμπρησμός της Μόσχας κλέβει τη δόξα του Ναπολέοντα
Μάταια, ο Ναπολέων περίμενε τον τσάρο να απαντήσει στις απαιτήσεις του για παράδοση. Στις 19 Οκτωβρίου, με τα πρώτα χιόνια να έχουν ήδη αρχίσει, η πολυεθνική Μεγάλη Στρατιά εγκατέλειψε τελικά τη Μόσχα με κατεύθυνση δυτικά. Συνολικά, 125.000 άνδρες, αρκετές εκατοντάδες πολίτες, σύζυγοι αξιωματικών, έμποροι, τεχνίτες, μεταπράτες αλλά και οι cantinières, που φρόντιζαν την καθαριότητα και το φαγητό των στρατιωτών και ακολουθούσαν τον γαλλικό στρατό από τις άκρες της Ευρώπης. Το μακρύ καραβάνι των ανθρώπων αυτών, φορτωμένο με τρόφιμα, πυρομαχικά, όσα ζεστά ρούχα μπορούσαν να βρουν και πολλά λάφυρα από τους θησαυρούς του ανακτόρου, των εκκλησιών και των αρχοντικών σπιτιών, γέμιζε 40.000 κατάφορτες άμαξες και έλαβε τον μακρύ δρόμο του γυρισμού εκτεινόμενο σε πάνω από δέκα χιλιόμετρα.
Την ίδια στιγμή, ο στρατάρχης Κουτούζωφ είχε αναπληρώσει σε μεγάλο βαθμό τις απώλειες των μαχών του Σμολένσκ και Μποροντινό και κινείτο παράλληλα με τον αντίπαλό του αποφασισμένος να τον σταματήσει. Το κύριο σώμα με 65.000 άνδρες βάδιζε πίσω του ενώ δύο ακόμα στρατιές, η στρατιά του στρατηγού Βίτκενσταϊν με 30.000 κινείτο παράλληλα από τον Βορρά ενώ η νεοδημιούργητη ρωσική στρατιά του Νότου, που δημιουργήθηκε στις παραδουνάβιες ηγεμονίες υπό τον ναύαρχο Τσιτσαγκώφ με 34.000 άνδρες ερχόταν από το νότο για να κλείσει τη λαβίδα αποκόπτωντας τη γαλλική υποχώρηση. Οι Γάλλοι είχαν να αντιμετωπίσουν τους Κοζάκους του αταμάνου Πλατώφ που τους περιτριγύριζαν, μεταδίδοντας κάθε κίνηση της υποχωρούσας στρατιάς και λογχίζοντας βραδυπορούντες, αλλά και ομάδες χωρικών που έβρισκαν την ευκαιρία να εκδικηθούν τις λεηλασίες και καταστροφές του εισβολέα.
Εξαναγκασμένος να λάβει την άγουσα στο ίδιο αποψιλωμένο από προμήθειες δρομολόγιο που ακολούθησε κατά την πορεία του προς τη Μόσχα, ο γαλλικός στρατός βρέθηκε γρήγορα σε μια αγωνιώδη πορεία ενάντια στο χρόνο, με τις θερμοκρασίες κατά το βράδυ να πέφτουν σε επίπεδα ως και -20 βαθμούς και την πλειοψηφία του στρατού να μην έχει ούτε χειμερινά ρούχα ούτε αρκετό φαγητό. Σύντομα, τα άλογα έγιναν η τροφή των πεινασμένων ανδρών και πολλοί πετούσαν τους βαρείς σάκους και όπλα τους για να πάρουν τα πόδια τους στην παγωμένη λάσπη. Ο στρατός που έτρεμε ο κόσμος μετατρεπόταν σε καραβάνι ρακένδυτων προσφύγων, που ο ρωσικός στρατός ακολουθούσε κατά πόδας και Κοζάκοι το παρενοχλούσαν και επέδραμαν διαρκώς. Σε μια τέτοια στιγμή, μάλιστα, ο ίδιος ο Ναπολέων κόντεψε να αιχμαλωτιστεί, κάνοντάς τον να φέρει στο εξής ένα φυαλίδιο με δηλητήριο μαζί του.
Ο Ναπολέων ήλπιζε να βρει καταφύγιο, προμήθειες και ενισχύσεις στο Σμολένσκ αλλά οι αποθήκες εκεί λεηλατήθηκαν από τους πρώτους στρατιώτες που μπήκαν στην πόλη. Ο στρατός που ακολουθούσε δεν είχε τίποτα να φάει και μερικοί, όπως η οπισθοφυλακή που διοικούσε ο στρατάρχης Νέϋ ήταν έξι μέρες πορείας πίσω. Το Σμολένσκ εγκαταλείφθηκε και οι αποκαμωμένοι της Στρατιάς, πλέον λιγότεροι από 100.000 στρατιώτες, πολίτες και βραδυπορούντες, έπρεπε να συνεχίσουν. Ο επόμενος σταθμός ήταν το Μινσκ, όπου ο Αυστριακός στρατάρχης Σβάρτσενμπεργκ θα εξασφάλιζε την πόλη.
Στις 21 Νοεμβρίου, τα ρωσικά στρατεύματα του ναυάρχου Τσιτσαγκώφ κατέλαβαν το Μινσκ και κατευθύνθηκαν προς τον ποταμό Μπερεζινά, φράζοντας την διέξοδο της Μεγάλης Στρατιάς προς τη σωτηρία. Οι Γάλλοι είχαν ήδη εξασφαλίσει τη γέφυρα του Μπερεζινά με ένα πολωνικό σώμα να καταλαμβάνει την πόλη του Μπορισώφ αλλά ο Τσίτσαγκωφ τους εκδίωξε. Ακόμα και τα στοιχεία της φύσης έδειχναν να είναι εναντίον των υποχωρούντων. Το κρύο εκείνη την περίοδο θα έπρεπε να έχει παγώσει το ποτάμι καθιστώντας το βατό ακόμα και για άμαξες αλλά ένα ξαφνικό ρεύμα θερμού αέρα έλιωσε προσωρινά τους πάγους μετατρέποντας τον Μπερεζινά σε έναν χείμαρο από παγωμένα νερά και κοφτερά κομμάτια πάγου.
Στο άκουσμα των νέων, πανικός κατέλαβε το γαλλικό επιτελείο. Μόνη εξαίρεση ήταν ο ίδιος ο Ναπολέων, που εξερράγη σε έναν ορυμαγδό ενεργητικότητας: διαταγές εκδόθηκαν άμεσα σε κάθε κατεύθυνση. Το ΙΙ Σώμα του στρατάρχη Ουντινώ διατάχθηκε να ανακαταλάβει το Μπορισώφ και τις γέφυρες ενώ όλα τα υπόλοιπα σώματα επέσπευσαν την πορεία τους συγκλίνοντας προς τη γέφυρα. Οι άνδρες του Ουντινώ επέπεσαν πάνω στις δυνάμεις του Τσιτσαγκώφ και τους εκρίζωσαν από τις θέσεις τους αλλά όχι πριν οι τελευταίοι πυρπολήσουν τη γέφυρα.
Οι ελπίδες έδειχναν να σβήνουν αλλά ο διάβολος ήταν ακόμα με το μέρος του Κορσικανού. Πολωνοί ιππείς που διενεργούσαν ανίχνευση βρήκαν ένα αβαθές πέρασμα κοντά στο χωριό Στουντιένκα, βόρεια του Μπορισώφ. Ο Ναπολέων διέταξε τον Ουντινώ να παραπλανήσει τους Ρώσους μετακινώντας δυνάμεις και προετοιμάζοντας διάβαση του ποταμού νότια του Μπορισώφ. Γάλλοι αξιωματικοί συνέλαβαν μάλιστα πολλούς Ρώσους χωρικούς και αφού τους ανέκριναν για την κατάσταση του εδάφους και τα περάσματα νότια, τους άφησαν ελεύθερους για να ειδοποιήσουν τον ρωσικό στρατό. Σύντομα, ο Τσιτσαγκώφ έλαβε οδηγίες πως οι Γάλλοι θα περνούσαν το ποτάμι στα νότια και άρχισε να μετακινεί δυνάμεις προς τα εκεί.
Την ίδια στιγμή, ο στρατηγός Εμπλέ, επικεφαλής γεφυροποιίας έριξε στη μάχη ένα Ολλανδικό τάγμα μηχανικού κατασκευάζοντας δύο ξύλινες γέφυρες στη Στουντιένκα στις 25 Νοεμβρίου. Οι Ολλανδοί εργάστηκαν ακούραστα, για 20 ώρες βουτηγμένοι μέχρι το λαιμό μέσα στα παγωμένα νερά σε θερμοκρασίες που έφτασαν τους -30 βαθμούς αλλά ολοκλήρωσαν τις εργασίες γεφυρώνοντας το πλάτους 90 μέτρων ποτάμι. Ελάχιστοι από τους 400 περίπου άνδρες επέζησαν. Το ΙΧ Σώμα του στρατάρχη Βικτώρ έφτασε από τα βόρεια και δημιούργησε μια προστατευτική περίμετρο γύρω από τη Στουντιένκα για να διευκολύνει τη διαφυγή του κυρίως σώματος της στρατιάς. Το απόγευμα της 26ης Νοεμβρίου, το σώμα του Ουντινώ πέρασε τον Μπερεζινά και εξασφάλισε προγεφύρωμα ακολουθούμενο από τις πιο πειθαρχημένες μονάδες του κυρίως σώματος την επομένη.
Στο μεταξύ, οι Ρώσοι πλησίαζαν συνειδητοποιώντας το λάθος τους. Οι δυνάμεις του ναυάρχου Τσιτσαγκώφ ανέστρεψαν πέφτοντας στις γαλλικές δυνάμεις στη δυτική πλευρά του Μπερεζινά αλλά αποκρούστηκαν. Στο βορρά, οι δυνάμεις του στρατηγού Βιντκενστάιν επιτέθηκαν κι αυτές αλλά συγκρατήθηκαν από το σώμα κάλυψης του στρατάρχη Βικτώρ ενώ η Στρατιά περνούσε σε πυκνές γραμμές τις βιαστικά στημένες γέφυρες. οι τελευταίες συχνά κατέρρεαν από το βάρος των ανδρών και αμαξών κι έπρεπε να ξαναστηθούν αλλά η διεκπεραίωση συνεχιζόταν.
Ο Ναπολέων και η Παλαιά Φρουρά διέσχισαν τις γέφυρες το μεσημέρι της 27ης. Η καταστροφή παραμόνευε πίσω από κάθε ευκαιρία. Την ίδια μέρα, η σχετικά ανέπαφη μεραρχία του στρατηγού Παρτουνώ 4.000 ανδρών, παρέκαμψε το Μπορισώφ στο δρόμο προς τις γέφυρες. Πιεζόμενη από τους Κοζάκους του Πλατώφ, εισήλθε σε χιονοθύελλα και χάνοντας το δρόμο της βρέθηκε μπροστά στις κάννες του σώματος του Βίτνκενσταϊν και αποδεκατίστηκε σχεδόν πλήρως. Παρόλο το χάος, όμως, η διάβαση συνεχίστηκε καθόλη τη διάρκεια της μέρας και της νύχτας της 27ης και 28ης Νοεμβρίου. Την 28η, οι Ρώσοι επιτέθηκαν συνδυασμένα με τα σώματα του Τσιτσαγκώφ από το νότο και του Βίτκενσταϊν από τον βορρά αλλά οι υπεράνθρωπες προσπάθειες των Γάλλων τους ανέκοψαν.
Οι αντοχές τους, όμως, εξαντλούνταν. Σε μια στιγμή, οι γραμμές του στρατάρχη Βικτώρ που κάλυπταν την υποχώρηση έδειχναν να καταρρέουν. Με τους Ρώσους να ανανεώνουν την επίθεσή τους, ο Ναπολέων οργάνωσε το σύνολο του πυροβολικού της Στρατιάς σε μια ενοποιημένη διοίκηση και τάσσοντάς το στις δυτικές όχθες του Μπερεζινά κατέκοψε τη ρωσική επίθεση με βολές πέραν του ποταμού. Μια ταξιαρχία που είχε ήδη διεκπεραιωθεί διατάχθηκε να περάσει πάλι το ποτάμι αντίθετα στο ρεύμα των προσφύγων και να ενισχύσει τον Βικτώρ. Μετά από μια ώρα, το κατάφερε και επιτέθηκε σώζοντας την κατάσταση. Και στην άλλη πλευρά του ποταμού, όμως, η κατάσταση δεν ήταν ρόδινη. Διοικώντας πάντα από την πρώτη γραμμή, ο στρατάρχης Ουντινώ τραυματίστηκε για άλλη μια φορά βαριά και αποσύρθηκε κατά τη διάρκεια μιας σφοδρής ρωσικής επίθεσης. Ο Νέϋ ανέλαβε τη διοίκηση και συντόνισε τα πυρά των γαλλικών ταγμάτων ενώ μια ξαφνική επέλαση του βαρέως ιππικού του στρατηγού Ντουμέρ, της τελευταίας εφεδρείας ιππικού της Στρατιάς, ανέστρεψε τους Ρώσους.
Το βράδυ της 28ης, το μεγαλύτερο μέρος του στρατού είχε πια διασχίσει τον Μπερεζινά. Από τους 125.000 άνδρες που έφυγαν από τη Μόσχα πέντε εβδομάδες πριν, το ένα τρίτον χάθηκε στην πορεία μέσα στο χιόνι και περισσότεροι από τους μισούς από όσους απέμειναν -45.000 περίπου- είχαν μετατραπεί σε ένα συνονθύλευμα ελεεινών και ρακένδυτων προσφύγων που ταλαιπωρούνταν από το τσουχτερό κρύο και την πείνα. Μέσα στο βράδυ, δεκάδες χιλιάδες άνδρες και γυναίκες, βραδυπορούντες και άμαχοι συνωστίζονταν γύρω από μικρές εστίες προσπαθώντας να ζεσταθούν και να κερδίσουν λίγη ώρα ύπνου. Μάταια αξιωματικοί προέτρεπαν όσους άκουγαν να περάσουν τις γέφυρες. Με το κύριο σώμα του ρωσικού στρατού να πλησιάζει απειλητικά και τις γραμμές βόρεια της Στουντιένκα να μην μπορούν πλέον να κρατηθούν, το τέλος είχε φτάσει.
Το επόμενο πρωί στις 9, μετά από αλλεπάλληλες καθυστερήσεις για να επιτρέψει σε όσους περισσότερους μπορούσε να διασχίσουν το ποτάμι, ο στρατηγός Εμπλέ διέταξε την καύση των γεφυρών που οι άνδρες του θυσιάστηκαν για να στήσουν, απαγορεύοντας τη διάβαση στους προελαύνοντες Ρώσους. Τότε μόνον οι δεκάδες χιλιάδες που βρίσκονταν στην ανατολική οχθη του Μπερεζινά έσπευσαν σε καθεστώς πανικού να περάσουν. Χιλιάδες ποδοπατήθηκαν μέσα στη σύγχιση, έπεσαν στο ποτάμι και πνίγηκαν ή πάγωσαν. Οι περιγραφές των μαρτύρων ωχριούσαν σε δραματικότητα από όσα πραγματικά διαδραματίζονταν. Οι Ρώσοι συνέβαλαν στο σκηνικό ανοίγοντας πυρ με τα πυροβόλα του σώματος του Βίτκενσταϊν κατά των γεφυρών. Όσοι αποκλείστηκαν, περίμεναν το τέλος το οποίο ήρθε από τις λόγχες των Κοζάκων, το κρύο ή την αιχμαλωσία.
Η διάβαση του Μπερεζινά εγγράφηκε στη γαλλική μνήμη ως συνώνυμο της απόλυτης καταστροφής, της απόγνωσης και της υπεράνθρωπης αλλά μάταιης προσπάθειας. Ήταν όμως έτσι; Η Μεγάλη Στρατιά γλύτωσε την καταστροφή, σημαντικά λαβωμένη αλλά ουσιαστικά ξεγλυστρώντας από τα δόντια της παγίδευσης και του αφανισμού από τον εναγκαλισμό τριών ρωσικών στρατιών με τις ελλείψεις και τα στοιχεία της φύσης εναντίον της, χαρίζοντας στον Ναπολέοντα μια τελευταία ευκαιρία. Ο διάβολος ήταν σίγουρα μαζί του. Λίγο μετά, ο Κορσικανός θα εγκατέλειπε τον στρατό του για να επιστρέψει στο Παρίσι, που ήδη βρισκόταν σε αναβρασμό μετά την πολύμηνη απουσία του και τις φήμες για την καταστροφή να οργιάζουν. Η ευθύνη για την υποχώρηση αφέθηκε στους στρατηγούς του που αποτράβηξαν τα ελεεινά υπολείμματά της στην Πολωνία με τον στρατάρχη Νέϋ να αποτελεί τον τελευταίο άνδρα της οπισθοφυλακής που άφησε πίσω του τον ρωσικό λευκό εφιάλτη.
Στη Ρωσία, η εκδίωξη του εισβολέα έφερε την υπογραφή του στρατάρχη Κουτούζωφ αλλά και πάλι ο Μπερεζινά θεωρήθηκε μια αδαμάντινη ευκαιρία να καταπιεί η ρωσική γη τον γαλλικό στρατό εισβολής και να αιχμαλωτίσει τον ίδιο τον Ναπολέοντα. Η διαφυγή τους μέσω του Μπερεζινά, η αποτυχία του κυρίως σώματος του στρατού να φτάσει στο πεδίο της μάχης εγκαίρως και η παραπλάνηση του ναυάρχου Τσιτσαγκώφ που “επέτρεψε” στους Γάλλους να διαβούν το ποτάμι, θεωρήθηκαν προδοσία και λίβελοι γράφηκαν στον τσάρο για την “ανικανότητά” τους από στρατάρχες που διέπρεψαν εκ του μακρόθεν από την ασφάλεια των σαλονιών της Αγίας Πετρούπολης. Η αλήθεια ήταν πως ο ρωσικός στρατός είχε υπομείνει εξίσου μεγάλες απώλειες στο Μποροντινό χάνοντας το μισό της μαχητικής του δύναμης που το αντικατέστησε από βιαστικά στρατολογημένους νεοσυλλέκτους. Ο Κουτούζωφ ορθά δεν έδειχνε διατεθειμένος να τους εμπλέξει μαζικά. Οι Ρώσοι στρατιώτες, αν και δεν υπέφεραν λιγότερο από τους Γάλλους στο ρωσικό κρύο, εξακολούθησαν να ασκούν πίεση στον υποχωρούντα στρατό, εντείνοντας την αγωνία του, διακόπτοντας τα δρομολόγιά του και σε αρκετές περιπτώσεις αναμετρώμενοι άμεσα σε σκληρές μάχες, όπως στο Μαλογιαροσλάβετς, στη Βιάζμα και στο Κράσνοϊ.
ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ – 18 Νοεμβρίου 1812: Μάχη του Κράσνοϊ, πικρή ήττα για τη γαλλική Μεγάλη Στρατιά
Υπολογίζεται πως από τους 615.000 άνδρες που έλαβαν μέρος στη μεγάλη ρωσική εκστρατεία υπό τη διοίκηση του Ναπολέοντα (αρχικό κύμα και εν συνεχεία ενισχύσεις και αντικαταστάσεις) λιγότεροι από 110.000 επέζησαν επιστρέφοντας στην γαλλική κατεχόμενη Ευρώπη. Πολλοί από αυτούς αποτέλεσαν στρατιώτες εθνών που συμμάχησαν με τον Ναπολέοντα υπό καθεστώς λυκοφιλίας, όπως η Πρωσσία και η Αυστρία, και άλλαξαν στρατόπεδο ενώ ο Ναπολέων βρισκόταν σε καθεστώς απόγνωσης κατά την δραματική υποχώρηση. Ορισμένοι από αυτούς θα πολεμούσαν τον επόμενο χρόνο εναντίον του πρώην κυριάρχου τους στη Λειψία και αλλού. Σε άνω των 100.000 ανδρών υπολογίζονται οι καθαρές απώλειες από πολεμική δράση και διπλάσιες θεωρούνται οι απώλειες λόγω ασθενειών, κρύου και ασιτίας. Θεωρείται αδύνατον να υπολογιστεί πόσοι ακόμα πέθαναν από κακουχίες σε καθεστώς αιχμαλωσίας ή στα χέρια των Κοζάκων και των χωρικών που ζητούσαν εκδίκηση.
Παρόλα αυτά, δεν πέθαναν όλοι. Χρόνια μετά το τέλος του πολέμου επιζώντες της ρωσικής εκστρατείας βρέθηκαν να ζουν και να εργάζονται στη Ρωσία, έχοντας κάνει οικογένειες ή δουλεύοντας στις πόλεις διδάσκοντας γαλλικά ή στην υπηρεσία του τσάρου. Η καταστροφή της Στρατιάς, όμως, ήταν ένα γεγονός από το οποίο ο ίδιος ο Ναπολέων δεν κατόρθωσε ποτέ να συνέλθει. Στα επόμενα δύο χρόνια, οι στρατολόγοι έξυναν τον πάτο του βαρελιού σε μια γωνιώδη προσπάθεια να διατηρήσουν μια επίφαση πειθαρχημένου στρατού, χωρίς όπλα, κανόνια και άλογα, αφού οι καλύτεροι άνδρες και όλο το ιππικό χάθηκαν για πάντα στη ρωσική γη και στον πάγο. Αν ο Μπερεζινά ήταν το τέλος της ρωσικής εκστρατείας, η εκστρατεία του 1812 ήταν ο πρόλογος του Βατερλώ.