Οι απώλειες από την εκστρατεία του Ναπολέοντα στη Ρωσία ήταν τρομακτικές και για τις δύο πλευρές. Πέρα από το ρωσικό χειμώνα και την τακτική της καμμένης γης που ακολούθησε ο στρατηγός Μπαρκλάϋ ντε Τόλλυ (επικεφαλής του ρωσικού στρατού κατά την έναρξη της Γαλλικής Εισβολής στη Ρωσία), καταλυτικό ρόλο έπαιξε και η δράση του ρωσικού στρατού και των Κοζάκων. Οι οποίοι δεν σταμάτησαν με τοπικές αντεπιθέσεις και ενέδρες να χτυπούν τη Γαλλική Μεγάλη Στρατιά που οπισθοχωρούσε, ακολουθώντας το ίδιο δρομολόγιο που είχε πάρει κατά την προέλασή της στη Μόσχα.
ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ – 18 Νοεμβρίου 1812: Μάχη του Κράσνοϊ, πικρή ήττα για τη γαλλική Μεγάλη Στρατιά
Έτσι, ένα καμμένο από τους Ρώσους και εξαντλημένο σε πόρους από τους Γάλλους και τους συμμάχους τους, αχανές ρωσικό έδαφος, αποτέλεσε την ταφόπλακα της Στρατιάς. Το περίφημο γαλλικό και πολωνικό ιππικό ουσιαστικά εξαφανίστηκαν και όσα ζώα δεν υπέκυψαν στην πείνα λόγω έλλειψης χορταριού, μαγειρεύτηκαν από λιμοκτονούντες στρατιώτες. Με την απώλεια των υποζυγίων εγκαταλείφθηκαν τα πυροβόλα και οι άμαξες, οπότε χάθηκε και μεγάλο μέρος των εφοδίων και τεχνικών μέσων. Η πείνα έκανε πολλούς να λιποτακτήσουν αλλά όσοι τυχεροί δεν συλλαμβάνονταν από τον ρωσικό στρατό, σκοτώνονταν από τους Κοζάκους και από εξαγριωμένους Ρώσους χωρικούς.
Έτσι, πεζοί, ρακένδυτοι, πεινασμένοι και εξαντλημένοι, χωρίς πληροφορίες για επερχόμενες ενέδρες από την έλλειψη ιππικού, οι άνδρες της άλλοτε επιβλητικής «Μεγάλης Στρατιάς» των 685.000 ανδρών από όλη την Ευρώπη, έχασαν σχεδόν κάθε μάχη που έδωσαν στην οπισθοχώρηση (Βιάζνα, Κράσνοϊ, Πολόνσκ, Μπερεζίνα).
Οι Αυστριακοί που μετείχαν, κατόρθωσαν να επιστρέψουν χωρίς μεγάλη φθορά στη χώρα τους ενώ οι Πρώσοι υπέγραψαν δική τους συμφωνία ανακωχής με τους Ρώσους με αποτέλεσμα να αποσπαστούν από τη Στρατιά και να εξαιρεθούν από την τύχη της. Κάπου 150.000 Γάλλοι στρατιωτικοί αιχμαλωτίστηκαν και πολλοί από αυτούς θα παρέμεναν στη Ρωσία εργαζόμενοι, κάποιοι διδάσκοντας γαλλικά, άλλοι εντασσόμενοι στη στρατιωτική υπηρεσία του Τσάρου (τακτική όχι ασυνήθιστη για την εποχή). Οι πραγματικές απώλειες (νεκροί και αιχμάλωτοι) ανήλθαν σε 300.000 Γάλλους, 72.000 Πολωνούς, 50.000 Ιταλούς, 80.000 Γερμανούς και 61.000 άλλων εθνοτήτων.
Οι Ρώσοι είχαν ανάλογες απώλειες στρατιωτικά -λόγος που ο στρατός τους δεν επιδίωξε μια ολομέτωπη σύγκρουση μετά την τιτανομαχία στο Μποροντινό- αλλά ο αριθμός των νεκρών αμάχων, όχι μόνο από τις στρατιωτικές επιχειρήσεις αλλά κυρίως από την πείνα, δεν έγινε δυνατόν να υπολογιστεί ποτέ. Σύμφωνα με εκτιμήσεις σύγχρονων ιστορικών, ξεπέρασε το εκατομμύριο.
Τελευταία αναλαμπή στην τραγική ιστορία της Μεγάλης Στρατιάς ήταν η δράση της οπισθοφυλακής της, τη διοίκηση της οποίας ο Ναπολέων είχε εμπιστευτεί στον στρατάρχη Νέϋ. Ο Νέϋ ανέλαβε δίνοντας διαρκώς μάχες στις οποίες πρωτοστατούσε δίπλα στους στρατιώτες του, λόγος για τον οποίο τον λάτρευαν. Παρά τις απώλειες, κατόρθωνε πάντα να διασπά τον κλοιό του ρωσικού στρατού, που έπλεκε ο στρατηγός Κουτούζωφ γύρω του. Η οπισθοφυλακή έχασε την επαφή με της Στρατιά μετά τη μάχη του Κράσνοϊ αλλά ο Νέϋ την οδήγησε από άλλη διάβαση του ποταμού Δνείπερου και διέσωσε οκτώ χιλιάδες άνδρες και άλλους τόσους βραδυπορούντες. ‘Ετσι επανενώθηκε με τη Στρατιά προς μεγάλο ενθουσιασμό όλων, ενώ ο Ναπολέων αποκάλεσε τον Νέυ ως τον “γενναιότερο των γενναίων”.
Στις 5 Δεκεμβρίου 1812, με την καταστροφή του μισού γαλλικού στρατού στον ποταμό Μπερεζινά, ο Νέϋ ανέλαβε και πάλι τη διοίκηση της οπισθοφυλακής. Κατόρθωσε να φτάσει στις 14 Δεκεμβρίου στον ποταμό Νιέμεν και να τον διαβεί. Είχε απομείνει μόλις με 800 στρατιώτες που μπορούσαν ακόμα να περπατήσουν. Τελευταίος που πέρασε τα ρωσικά σύνορα, σύμφωνα με τον θρύλο, ήταν ο ίδιος.