Οι βρετανικές δυνάμεις του στρατηγού Τόμας Γκρέηχαμ καταλαμβάνουν με τη δεύτερη προσπάθεια την οχυρή πόλη του Σαν Σεμπαστιάν στην Ισπανία και ανοίγουν τον δρόμο για την καταδίωξη του γάλλου στρατάρχη Σουλτ πέρα από τα Πυρηναία.
Βρισκόμαστε στον 5ο χρόνο του Βρετανο-Γαλλικού ανταγωνισμού επί της Ιβηρικής Χερσονήσου. Ο Ναπολέων στην προσπάθειά του να παραμερίσει την μοναρχία των διεφθαρμένων Βουρβώνων και να κυριαρχήσει στην ισπανική χερσόνησο, βρήκε απρόσμενη αντίσταση από τον λαό της Ισπανίας, ορισμένους πυρήνες στρατιωτικών και κυρίως τους Βρετανούς, που πίεζαν με έναν μικρό αλλά καλά πειθαρχημένο στρατό από τα εδάφη των συμμάχων τους, των Πορτογάλων.
Παρά τις προσπάθειες και του ίδιου και πολλών δοκιμασμένων στραταρχών του και διαρκείς εκστρατείες σε όλη την έκταση της Ισπανίας και της Πορτογαλίας, η νίκη έδειχνε να διαφεύγει μέσα από τα δάχτυλα των Γάλλων. Κατά το 1812, μάλιστα, χρονιά που ο Ναπολέων εξαπέλυσε την τιτάνια εκστρατεία του στη Ρωσία, ο πόλεμος στην Ιβηρική έδειχνε σχεδόν χαμένος. Απογυμνωμένοι από τα καλύτερα στρατεύματα, που ανακλήθηκαν για να πολεμήσουν στη Ρωσία, οι Γάλλοι δέχτηκαν απανωτά χτυπήματα από τους Βρετανούς του στρατηγού Ουέσλεϋ, δούκα του Γουέλινγκτον, τον νέο ισπανικό στρατό και την αέναη ισπανική αντίσταση, τον αποκαλούμενο “μικρό πόλεμο” (la guerrilla), που μαινόταν παράλληλα και ασύμμετρα στα νώτα του.
Το 1813, ο Ναπολέων είχε εγκαταλείψει τις τύχες της Ισπανίας (της πυορροούσας πληγής του, όπως την αποκαλούσε), στον στρατάρχη Σούλτ, ο οποίος αναμετρήθηκε ανεπιτυχώς με τον Γουέλινγκτον. Ο τελευταίος κατόρθωσε με αρκετές απώλειες να νικήσει τον Σουλτ και να τον απωθήσει από το κέντρο της χώρας. Μετά την ήττα του στη Βικτώρια, ο Σουλτ υποχώρησε σε γαλλικό έδαφος για να αναδιοργανωθεί και να επιχειρήσει μια επιθετική επιστροφή το επόμενο έτος. Για τον σκοπό αυτό κράτησε μερικές οχυρές θέσεις που θα του παρείχαν προστασία και θα υποστήριζαν το μελλοντικό προγεφύρωμα, μεταξύ τους την οχυρωμένη πόλη Παμπλόνα και το φρούριο του Σαν Σεμπαστιάν, στη χώρα των Βάσκων.
Ο Ουέσλεϋ από την άλλη προετοιμάστηκε για καταδίωξη και οι θέσεις αυτές όφειλαν να καταληφθούν πριν σκεφτεί να περάσει τα σύνορα και να διαλύσει τις δυνάμεις του Σουλτ. Καθώς οι δυνάμεις του ήταν μικρές για διπλή πολιορκία, απέκλεισε την Παμπλόνα (που παραδόθηκε στις 31 Οκτωβρίου από πείνα) και ετοιμάστηκε να επιτεθεί κατά του Σαν Σεμπαστιάν.
Στις 25 Ιουλίου, μετά την υπονόμευση των τειχών και βομβαρδισμό με το πυροβολικό που τα αποδυνάμωσε και τα κονιορτοποίησε, οι Βρετανοί επιτέθηκαν στα ρήγμα αλλά τέθηκαν αμέσως υπό διασταυρούμενα πυρά και αποδεκατίστηκαν χάνοντας 1.000 σχεδόν άνδρες (693 νεκροί και 316 αιχμαλωτισθέντες). Στο μεταξύ, ο στρατάρχης Σούλτ επιτέθηκε αναγκάζοντας τον Ουέσλεϋ να επικεντρωθεί στην απόκρουσή του (που θα εξελιχθεί στη μάχη των Πυρηναίων).
Μια δεύτερη επίθεση κατά του Σαν Σεμπαστιάν εξαπολύθηκε στις 31 Αυγούστου, αυτή τη φορά με τη χρήση ναυτικών πυροβόλων που μεταφέρθηκαν από βρετανικές φρεγάτες. Τα ναυτικά πυροβόλα είχαν μεγαλύτερο βεληνεκές και καταστρεπτικότητα προξενώντας μεγαλύτερη φθορά στα τείχη αλλά η ομάδα εφόδου έπεσε πάνω σε ένα δεύτερο αμυντικό τείχος, που οι Γάλλοι είχαν χτίσει πίσω από το ρήγμα.
Μπροστά στον κίνδυνο ολικής καταστροφής, ο στρατηγός Γκρέηχαμ διέταξε (με συμφωνία του διοικητή του πυροβολικού) να ανοίξει το πυροβολικό πυρ κατά του δευτέρου τείχους. Τα βλήματα πέρασαν πάνω από τα κεφάλια των ανδρών του και διέλυσαν το τείχος ελάχιστα μέτρα μπροστά από αυτούς τεντώνοντας τα νεύρα τους, αλλά μόλις ο κονιορτός κατακάθισε, όσοι δεν τραυματίστηκαν ή σκοτώθηκαν το είδαν ανοιχτό και τη φρουρά να υποχωρεί (ένα βλήμα κατέστρεψε τις προωθημένες αποθήκες πυρίτιδας κάνοντας τη μεγαλύτερη ζημιά).
Οι Άγγλοι και Πορτογάλοι σύμμαχοί τους ξεχύθηκαν στην πόλη, κατέκαψαν τα σπίτια και μέθυσαν με τις μεγάλες αποθήκες κρασιού και μπράντυ που ανακάλυψαν. Στις 8 Σεπτεμβρίου, οι τελευταίοι Γάλλοι της φρουράς που είχαν κλειστεί στο φρούριο της πόλης, παραδόθηκαν και παρέλασαν με τα όπλα και τις σημαίες τους, πριν αφοπλιστούν.
Η μάχη ήταν φονικότατη: από τους 9.700 Βρετανούς και Πορτογάλους, οι 3.770 σκοτώθηκαν, τραυματίστηκαν ή ήταν αγνοούμενοι, ενώ από τους Γάλλους του ταξιάρχου Λουί Ρεΐ 1.500 σκοτώθηκαν ή αιχμαλωτίστηκαν στην έφοδο και 1.800 παραδόθηκαν τον Σεπτέμβριο με τους 480 από αυτούς ασθενείς. Δυο μήνες μετά θα έπεφτε και η Παμπλόνα ανοίγοντας το δρόμο για επίθεση στη Γαλλία. Την ίδια μέρα, η ισπανική Στρατιά της Γαλικίας θα απέκρουε την τελευταία προέλαση του στρατάρχη Σουλτ στη μάχη του Σαν Μαρσιάλ.