Το Λάλα, στην ορεινή Ηλεία, ήταν χωριό Αλβανών κυρίως, που είχαν εγκατασταθεί εκεί από τα γεγονότα της “Αρβανιτιάς”, της μεγάλης τιμωρητικής εκστρατείας των Τούρκων και των Αλβανών στην Πελοπόννησο μετά τα Ορλωφικά. Είχε εξελιχθεί σε μεγάλο οικισμό με χιλιάδες κατοίκους που ζούσαν συχνά ληστρικά, με επιδρομές σε χωράφια και υποστατικά της ευρύτερης περιοχής Γαστούνης και Πύργου, λεηλατώντας Έλληνες και Τούρκους εξίσου. Κανένας βαλής και κανένας καδής δεν μπόρεσε να τους περιορίσει, αν και πολλοί προσπάθησαν έχοντας αγανακτήσει από τη δράση τους.
Με την έναρξη της Ελληνικής επανάστασης το Λάλα τάχθηκε με το μέρος των Τούρκων. Στην πρώτη τους ενέργεια, τον Απρίλιο του 1821, 400 Λαλαίοι όρμησαν κατά των Ελλήνων επαναστατών που πολιορκούσαν το κάστρο του Χλεμουτσίου (το φραγγικό Clermont), διαλύοντάς τους και επιτυγχάνοντας την διάσωση της τουρκικής φρουράς που συνενώθηκε με τη φρουρά των Πατρών. Η ήττα στο Χλεμούτσι ήταν η πρώτη της Επανάστασης. Το Λάλα παρέμεινε ισχυρό και η δεσπόζουσα θέση του αποτελούσε αγκάθι στα σχέδια των επανάστατών να πολιορκήσουν την Τριπολιτσά.
Καθώς οι δυνάμεις των Ελλήνων κινούνταν προς τον κάμπο της Τριπολιτσάς, μια ισχυρή δύναμη στρατοπέδευσε κοντά στο Λάλα με σκοπό να το εξουδετερώσει. Οι Λαλαίοι αντέδρασαν και 1.000 από αυτούς συγκρούστηκαν με τις προφυλακές των Ελλήνων, που στάλθηκαν να επιτηρούν το χωριό. Η μάχη γενικεύτηκε με την εμπλοκή ενισχύσεων από το ελληνικό στρατόπεδο στο χωριό Στρέφι αλλά οι Λαλαίοι ήταν πολλοί. Οι Έλληνες κυκλώθηκαν και έπεσαν μέχρις ενός μαζί με τον αρχηγό τους, Χαράλαμπο Βιλαέτη, Φιλικό και εκπαιδευμένο στο ελληνικό τάγμα του βρετανικού στρατού των Ιονίων Νήσων.
Νέες ενισχύσεις των Ελλήνων έφτασαν περισφίγγοντας το χωριό μαζί τους και ένα σώμα Επτανησίων εθελοντών με 4 κανόνια. Προτάσεις συνθηκολόγησης των Ελλήνων απέτυχαν, με τους Αλβανούς να στέλνουν περιπαιχτικά «ολίγα κεράσια του Λάλα και δύο ραβανιά δι’ αγάπην», όπως επίσης απέτυχε και μια ασυντόνιστη επίθεση εναντίον του χωριού που αποκρούστηκε με απώλειες. Με την ενίσχυση και των δύο στρατοπέδων, των Ελλήνων με το σώμα του Πλαπούτα και των Λαλαίων με τον Γιουσούφ μπέη από την Πάτρα και 1.000 Τουρκαλβανούς, ξεκίνησε νέα σύγκρουση.
Οι μάχες των επομένων ημερών ήταν σκληρές και αμφίρροπες κάτω από τον καυτό ήλιο. Οι Αλβανοί είδαν πολλούς δικούς τους να πέφτουν αλλά σημαντικές ήταν και οι απώλειες των Ελλήνων με τον Γεωργάκη Πλαπούτα να είναι μια από αυτές. Ο Πλαπούτας πέθανε από συμφόρηση λόγω της έντασης της μάχης και της ζέστης.
Ο Γιουσούφ επιτέθηκε εναντίον των πυροβολαρχιών των Επτανησίων επαναστατών και μετά από πολύωρη μάχη με μεγάλη φθορά αποσύρθηκε. Άλλωστε, είχε έρθει για να διαλύσει ένα σώμα επαναστατών κι όχι να αποκλειστεί σε μια πολιορκία ενώ η Πάτρα κινδύνευε. Η αποχώρησή του συντάραξε τους Αλβανούς. Η σκληρότητα των μαχών, το πείσμα των Ελλήνων και η καθυστέρηση του Ομέρ Βρυώνη στη Βοιωτία (μάχες Αλαμάνας και Γραβιάς), έγειραν την πλάστιγγα και οι Λαλαίοι εκκένωσαν το χωριό και προσέφυγαν με πλοία στην Ανατολή. Το χωριό πυρπολήθηκε και οι Έλληνες αναθάρρησαν σε αυτήν την πρώτη τακτική νίκη τους εναντίον των Τούρκων ενώ τα τουφέκια των Λαλαίων έλλειψαν από τη μάχη της Τριπολιτσάς που θα ακολουθούσε.