Ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζέιμς Μονρόε (1758-1831), στην ετήσια ομιλία του στο Κογκρέσο αναφέρει ότι οι ΗΠΑ δεν θα αναμειχθούν στις υποθέσεις των ευρωπαϊκών αποικιών στην Αμερική ούτε στα ενδοευρωπαϊκά ζητήματα. O Μονρόε είπε αρχικά πως μεταξύ του “Νέου” και του “Παλιού Κόσμου” υπάρχουν σημαντικές διαφορές, αποτελώντας ουσιαστικά διαφορετικά συστήματα και έτσι οφείλουν να τα αντιμετωπίζουν. Συνεχίζοντας έκανε τέσσερις σημειακές διακηρύξεις:
- Οι ΗΠΑ δεν έχουν ούτε ενδιαφέρον ούτε συμφέροντα για να αναμιχθούν στις υποθέσεις και τους πολέμους των ευρωπαϊκών κρατών στην Ευρώπη.
- Αναγνώριζαν όμως την κυριαρχία και τα δικαιώματα των ήδη εγκατεστημένων αποικιών στο δυτικό ημισφαίριο και θα απείχαν από οποιαδήποτε ανάμιξη στα εσωτερικά τους.
- Το δυτικό ημισφαίριο ήταν στο εξής κλειστό στην αποικιοποίηση από τους Ευρωπαίους.
- Κάθε προσπάθεια ξένης δύναμης να καταπιέσει ή να επιβάλει τον έλεγχό της σε μια χώρα του δυτικού ημισφαιρίου θα αντιμετωπιζόταν ως επίθεση κατά των ίδιων ΗΠΑ.
Η ομιλία του έτσι παρουσιάζει ένα νέο δόγμα αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής -πλέον«Δόγμα Μονρόε»- που προέβαλε την κυριαρχία των ΗΠΑ στην Αμερικανική ήπειρο και την απομάκρυνση της από τα τεκταινόμενα στην Ευρώπη. Στο εξής, η πολιτική των ΗΠΑ θα ακολουθήσει δρόμο περιφερειακής δύναμης, αλλά με σκοπούς εντελώς διαφορετικούς από την αρπακτική διάθεση των αποικιοκρατών και σε πρώτη ανάλυση μάλλον ρομαντικούς.
Με τις περισσότερες αμερικανικές χώρες της εποχής να αγωνίζονται να αποκτήσουν την ανεξαρτησία τους από τους αποικιοκράτες ή να την έχουν πρόσφατα αποκτήσει, η αμερικανική αυτή πρόθεση έτυχε μάλλον ευμενούς υποδοχής, αν και δεν έλειψαν ορισμένες περιπτώσεις σκεπτικισμού.
Αν και φαινομενικά επρόκειτο για μια διακήρυξη πολιτικής ουδετερότητας, το δόγμα Μονρόε ήταν ουσιαστικά κίνημα χειραφέτησης από την ευρωπαϊκή πολιτική και προάγγελος επεμβατισμού, αρχικά περιορισμένου στο άμεσο γεωγραφικό και πολιτικό περιβάλλον, όπου οι ΗΠΑ θα άπλωναν σταδιακά την κυριαρχία τους.
Στην αρχή, ακόμα και οι ΗΠΑ δεν αισθάνονταν ισχυρές και πρόθυμες να αναλάβουν την πρωτοβουλία εφαρμογής του δυναμικά. Έτσι, δεν αντιτάχθηκαν στην διεκδίκηση των νήσων Φώκλαντ από τη Βρετανία το 1833, ούτε στο ναυτικό αποκλεισμό της Αργεντινής από τη Γαλλία και την Βρετανία το 1845.
Η σημασία του δόγματος Μονρόε θα φαινόταν αρκετά χρόνια αργότερα. Η αρχική ευφορία των άλλων αμερικανικών χωρών, που έβλεπαν στις ΗΠΑ έναν προστάτη από τον ευρωπαϊκό ηγεμονισμό, κατέρρευσε καθώς η ισχύ και η επιρροή των ΗΠΑ άρχισε να αυξάνεται όλο και περισσότερο προς τα τέλη του 19ου αιώνα. Χωρίς καμία πρόβλεψη αυτοπεριορισμού της έκτασης της “προστασίας” τους, η πολιτική του δόγματος έγινε όχημα του ηγεμονισμού των ΗΠΑ έναντι των κρατών της κεντρικής και νότιας Αμερικής.
Έτσι τo 1858, οι ΗΠΑ υποστήριξαν τον εκλεγμένο πρόεδρο Μπενίτο Χουάρεζ στο Μεξικό έναντι του διορισμένου με την υποστήριξη της Γαλλίας αυτοκράτορα Μαξιμιλιανού. Αυτή θεωρείται η πρώτη εφαρμογή του δόγματος. Το 1904, ο πρόεδρος Θεόδωρος Ρούζβελτ εξέφρασε σε ομιλία του στο Κογκρέσο την άποψη πως οι ΗΠΑ έπρεπε να παρεμβαίνουν και να σταματούν Ευρωπαίους πιστωτές που απειλούσαν με πόλεμο νοτιοαμερικάνικες χώρες, οι οποίες δεν μπορούσαν να αποπληρώσουν τα δάνειά τους.
Ο Ρούζβελτ περιέγραψε την πολιτική του ως ήρεμη δύναμη, με χρήση διπλωματίας και ήπιας ισχύος για την επίτευξη των στόχων του, αλλά και με ισχυρή στρατιωτική ισχύ διαθέσιμη αν υπήρχε ανάγκη. Ο ίδιος έλεγε χαρακτηριστικά “μίλα γλυκά και έχε και ένα μεγάλο ρόπαλο”. Άλλοι πρόεδροι προσπάθησαν να δώσουν μια λιγότερο αιχμηρή προσέγγιση στην εφαρμογή του δόγματος Μονρόε, όπως ο Γουίλσον με την πολιτική “ανοιχτών θυρών” και ο Ρούσβελτ με την πολιτική “καλής γειτονίας”.
Στα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου, η στροφή κρατών της Λατινικής Αμερικής προς το Σοσιαλισμό που αντικαθιστούσε σταδιακά τα δικτατορικά καθεστώτα, έδωσε λαβή σε κυβερνήσεις των ΗΠΑ να επικαλεστούν σοβιετική διείσδυση και παραβίαση του δόγματος, για να επέμβουν κεκαλυμμένα ή ανοιχτά στα εσωτερικά των κρατών αυτών με καταστροφικά αποτελέσματα.
Η Κρίση των Πυραύλων της Κούβας το 1962, ήταν εφαρμογή του δόγματος Μονρόε από τον πρόεδρο Κένεντι, το ίδιο και οι στρατιωτικές επεμβάσεις στο Ελ Σαλβαδόρ και στη Νικαράγουα από τον πρόεδρο Ρήγκαν και στον Παναμά από τον πρόεδρο Μπους τον πρεσβύτερο, όπως βέβαια και η στήριξη πολλών αυταρχικών νοτιοαμερικανικών δικτατοριών. Σήμερα, η επήρεια του δόγματος φαίνεται να έχει ατονήσει, περισσότερο λόγω της έλλειψης ενός ισχυρού διεθνούς ανταγωνιστή στις χώρες του δυτικού ημισφαιρίου. Αμερικανικά κέντρα αποφάσεων, ωστόσο θεωρούν τις αρχές που διατύπωσε ο Μονρόε ακόμα ενεργές, εφόσον η επικυριαρχία των ΗΠΑ στην αμερικανική ήπειρο αμφισβητηθεί.