Ο βρετανικός και γαλλικός ιμπεριαλισμός συναντώνται όταν μια γαλλική εξευρενητική αποστολή φτάνει στις όχθες του «Λευκού Νείλου».
Την εποχή εκείνη οι εξερευνητικές αποστολές των δυτικών χωρών “κουβαλούσαν” πολιτικό χαρτοφυλάκιο και καθοδηγούνταν από αξιωματικούς του στρατού που κατελάμβαναν τα εδάφη, τα οποία –για επιστημονικούς λόγους πάντα- εξερευνούσαν. Με την Αφρικανική ήπειρο να έχει διαμοιραστεί σχεδόν πλήρως μεταξύ των ευρωπαϊκών δυνάμεων, οι δύο πρωταγωνιστές, Βρετανία και Γαλλία, πάσχιζαν να διευρύνουν όσο γινόταν τις αποικίες τους.
Το 1898, η ομάδα του Γάλλου ταγματάρχη Μαρσάν έφτασε στη Φασόντα του Σουδάν (σημερινό Κοντόκ, Ν. Σουδάν) και εγκατέστησε στρατόπεδο. Λίγο αργότερα έφτασαν εκεί και ισχυρές βρετανικές δυνάμεις υπό τον στρατηγό Κίτσενερ και τον αντισυνταγματάρχη Σμιθ-Ντόριαν (και οι δύο θα πρωταγωνιστούσαν στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο) και απαίτησαν την αποχώρηση των Γάλλων. Οι Βρετανοί ολοκλήρωναν τότε τον πόλεμο κατά των Μαχντιστών του Σουδάν και δεν αστειεύονταν. Οι Γάλλοι τελικά αποχώρησαν χωρίς άλλα απρόοπτα.
Ο αντίκτυπος όμως του επεισοδίου στις δύο χώρες ήταν μεγάλος. Η γαλλική γνώμη θεώρησε το περιστατικό ταπεινωτικό, ενώ η Βρετανία δεν εννοούσε να κάνει πίσω. Αν και σε ανώτερο επίπεδο αποφασίστηκε να τεθούν όρια στις σφαίρες επιρροής (οι ποταμοί Νείλος και Κογκό), η γεύση έμεινε πικρή καθώς οι δύο χώρες βρέθηκαν αντιμέτωπες για πρώτη φορά από το Βατερλώ. Ακολούθησε μια ευρεία προσπάθεια προσέγγισης που έθεσε τις βάσεις της «Εγκάρδιας Συνεννόησης» (Entente Cordiale), η οποία παρέμεινε μέχρι το 1940.