Η ταχεία προέλαση του Γερμανικού στρατού στις πρώτες φάσεις του Α’ Παγκοσμίου ανακόπτεται στα προάστια του Παρισιού, στον ποταμό Μάρνη, από την σφοδρή αντεπίθεση επτά Γαλλικών στρατιών και του Βρετανικού Εκστρατευτικού Σώματος.
Η μάχη θα ξεκινήσει στις 5 Σεπτεμβρίου και θα διαρκέσει έως τις 12 και τουλάχιστον κατά τους Γάλλους ιστορικούς, ήταν η πιο κρίσιμη του πολέμου. Αν ο γερμανικός στρατός κατόρθωνε να περάσει τη γραμμή Μάρνη-Παρισίου, παρεμβαλόμενος μεταξύ του όγκου του γαλλικού στρατού και των γραμμών ανεφοδιασμού του, είναι πολύ πιθανόν ο πόλεμος να τελείωνε κάπου εκεί, σε μια επανάληψη της γαλλικής καταστροφής του 1870.
Η συμμαχική αντεπίθεση ενέπλεξε κάπου ένα εκατομμύριο Γάλλους και Βρετανούς με 750.000 Γερμανούς, οι οποίοι σε διαρκή κίνηση ήδη αντιμετώπιζαν προβλήματα εξάντλησης και έλλειψης εφοδίων. Δύο Γερμανικές στρατίες, των στραταρχών Kluck και von Bulow, κατά τους ελιγμούς τους δημιούργησαν κενό ανάμεσα τους, το οποίο εκμεταλλεύθηκαν οι σύμμαχοι ασκώντας έντονη πίεση. Οι κακές επικοινωνίες μεταξύ των Γερμανικών στρατηγείων οδήγησαν σε έλλειψη συντονισμού, οπότε από τις 9 του μήνα είχαν αρχίσει να υποχωρούν, αναγκάζοντας τον γερμανό διοικητή, φον Μότλκε τον Νεώτερο, να διατάξει οπισθοχώρηση κατά 90 χιλιόμετρα και περιχαράκωση για να αποκρούσουν τις γαλλο-βρετανικές επιθέσεις.
Ιδιαίτερη μνεία χρειάζεται στα «ταξί του Μάρνη». Τη νύχτα της 7ης/8η Σεπτεμβρίου, ο Γάλλος στρατηγός Γκαλιενί κήρυξε με στρατιωτικό νόμο κάθε μεταφορικό μέσο επιταγμένο στην υπηρεσία του μετώπου για τη μεταφορά 9.000 ανδρών στην πρώτη γραμμή. Μεταξύ αυτών, 3.000 άνδρες συγκεντρώθηκαν στην πλατεία των Απομάχων στο Παρίσι και μεταφέρθηκαν με ταξί. Σε λίγες μέρες τα οχήματα αυτά είχαν βγει εκτός λειτουργίας αλλά ο Δήμος του Παρισιού αποζημίωσε τους ιδιοκτήτες του με 70.000 φράγκα, όσο και το ταξίμετρο που είχε τηρηθεί σε λειτουργία όλες εκείνες τις μέρες.
Στο εξής, οι μάχες θα διεξάγονται πολύ πιο στατικές στον “πόλεμο των χαρακωμάτων” για τα επόμενα τέσσερα χρόνια, με τεράστιο όμως κόστος αίματος.