Σε μια από τις σπάνιες γερμανικές νίκες κατά του βρετανικού στόλου στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Ναύαρχος Μαξιμίλιαν Γκραφ (κόμης) φον Σπέε με ναυτική Μοίρα δύο θωρακισμένων και τριών ελαφρών καταδρομικών, συναντά και εμπλέκεται με δύναμη δύο βρετανικών θωρακισμενών και δύο ελαφρών καταδρομικών έξω από την πόλη του Κορονέλ, στο κεντρικό Περού.
Η συνάντηση στο νότιο Ατλαντικό, έγινε μετά από σωρεία συγκυριών, καθώς η εποχή χαρακτηριζόταν από τη δυσκολία επικοινωνίας στη θάλασσα. Ο Ναύαρχος Γκραφ φον Σπέε απέπλευσε λίγο μετά την κήρυξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, τον Αύγουστο του 1914, από το γερμανικό ναύσταθμο στο Τσινγκντάο στην ανατολική Κίνα, για τον Ειρηνικό ωκεανό. Εκεί είχε βρεθεί καθώς η Γερμανία είχε και αυτή μερίδιο στην διανομή “σφαιρών” επιρροής στην Κίνα, μετά από σχετική συμφωνία των Μεγάλων Δυνάμεων.
Η αναχώρηση της μικρής γερμανικής Μοίρας έγινε λίγο πριν η Ιαπωνία κινηθεί και καταλάβει τις εγκαταστάσεις και τα εφόδια που άφησαν πίσω τους. Ο φον Σπέε είχε λίγα πλοία, αλλά σύγχρονης ναυπήγησης, γρήγορα, με ικανό πυροβολικό και καλά εκπαιδευμένα πληρώματα. Κινήθηκε στο κέντρο του Ειρηνικού με στόχο τη Σαμόα, με αποστολή να προκαλέσει όσο περισσότερη αναστάτωση μπορούσε στις εχθρικές γραμμές ανεφοδιασμού.

Καθώς το βρετανικό Ναυαρχείο είχε συγκεντρώσει την προσοχή του στην προστασία των βρετανικών νήσων, τον ανεφοδιασμό τους από τις αποικίες και τον περιορισμό του γερμανικού στόλου, ελάχιστα πλοία παρέμεναν για να εξουδετερώσουν εχθρικές μονάδες τόσο μακρυά. Ο Σπέε κινήθηκε σχεδόν ανενόχλητος μέχρι τη Σαμόα. Μη βρίσκοντας στόχους, κινήθηκε βόρεια και μετά ανατολικά για να περάσει μέσω της Νότιας Αμερικής στον Ατλαντικό, όπου θα είχε περισσότερες ευκαιρίες να βρει ασφαλή λιμάνια και λεία. Στο μεταξύ, ο βρετανός Ναύαρχος Κρίστοφερ Κράντοκ συγκέντρωσε την 4η Μοίρα Καταδρομικών (δύο θωρακισμένα κι ένα ελαφρύ καταδρομικά καθώς κι ένα μετεσκευασμένο “βοηθητικό” καταδρομικό) για να τον σταματήσει.
Η δύναμη του Κράντοκ θεωρητικά ήταν σημαντική αλλά τα πλοία του ήταν παλιά, αργά και παρωχημένα, ενώ τα πληρώματά του προέρχονταν από επιστρατευμένους ναυτικούς. Έμπειρος ναυτικός ο ίδιος γνώριζε ότι δεν θα είχε ελπίδες έναντι των καλύτερων γερμανικών πλοίων και ζήτησε αμέσως ενίσχυση. Αυτή με τη μορφή νεώτερων καταδρομικών με επαγγελματικά πληρώματα ήταν ήδη καθοδόν, όταν οι υπηρεσίες πληροφοριών στη Σαμόα έστειλαν το μήνυμα στο Ναυαρχείο, πως ο Σπέε έφτασε στην περιοχή και ανέστρεφε προς βορρά.
Η κίνηση του Σπέε, αποτέλεσμα αναποφασιστικότητας, παραπλάνησε το Ναυαρχείο που θεώρησε πως οι Γερμανοί κατευθύνονταν πίσω στον Ειρηνικό, οπότε ακύρωσε τα σχέδια ενίσχυσης της βρετανικής δύναμης. Όταν νέες πληροφορίες έφτασαν για τη γερμανική Μοίρα να κατευθύνεται στον Ατλαντικό, ήταν πια αργά. Ο Πρώτος Λόρδος του Ναυαρχείου, Ουίνστον Τσώρτσιλ εξέφρασε πάντως “τις καλύτερες ευχές και επίδειξη εμπιστοσύνης πως θα επιτελούσαν την αποστολή τους”, ενώ προετοίμαζε μια δεύτερη δύναμη με καταδρομικά που θα αποτελούσε έναν ακόμη φραγμό στα γερμανικά πλοία λίγο βορειότερα.
Το απόγευμα της 1ης Νοεμβρίου 1914, οι δύο στολίσκοι συναντήθηκαν και άρχισαν να ελίσσονται, με φανερή την υπεροχή των γερμανικών πλοίων σε ταχύτητες ελιγμού και ακρίβεια πυροβολικού. Στη σύγκρουση τα δύο βρετανικά θωρακισμένα καταδρομικά, HMS Monmouth και HMS Good Hope, κομματιάστηκαν από τα γερμανικά πυρά με τίμημα 1.570 νεκρών ενώ τα δύο ελαφρά απεμπλάκησαν και διέφυγαν. Από γερμανικής πλευράς υπήρχαν μόνο 3 τραυματίες. Αν και αποτέλεσε μεγάλη γερμανική νίκη και μέγιστο σοκ για το βρετανικό Ναυαρχείο και την κοινή γνώμη, ο Σπέε κατανάλωσε το ήμισυ των πυρομαχικών του, ποσότητα που δεν μπορούσε να αναπληρώσει.
Η σύγκρουση αποτέλεσε τη χειρότερη ήττα για το βρετανικό ναυτικό σε όλο τον πόλεμο και την πρώτη του ήττα στη θάλασσα για 102 χρόνια. Το βρετανικό δίδυμο του Πρώτου Λόρδου του Ναυαρχείου, Τσώρτσιλ και του Ναυάρχου Φίσερ έριξαν όλο το βάρος τους στην αντιμετώπιση του Σπέε και το κατόρθωσαν: 5 εβδομάδες μετά, η Μοίρα του Σπέε γνώρισε τη συντριβή στη ναυμαχία των νήσων Φώκλαντ.