Το 1915, έξι περίπου μήνες μετά την έναρξη του A΄ Παγκοσμίου Πολέμου και σε μια προσπάθεια να αναστρέψουν τη δυσμενή πορεία των επιχειρήσεων στο Μέτωπο του Καυκάσου, οι Τούρκοι στρατηγοί με τη βοήθεια Γερμανών επιτελών, εκπονούν ένα σχέδιο μάχης εμπνευσμένο από τις ναπολεόντειες τακτικές ώστε να εκπορθήσουν τις ρωσικές θέσεις.
Το μέτωπο του Καυκάσου ήταν δευτερεύον για τη ρωσική ηγεσία, που έδινε μεγαλύτερο βάρος στο Ανατολικό Μέτωπο κατά των Γερμανών και των Αυστροούγγρων. Κατέχοντας την πόλη του Καρς από τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1877, οι δυνάμεις των Ρώσων ήταν καλά τοποθετημένες στις ορεινές διαβάσεις του νοτίου Καυκάσου. Μάλιστα, η ρωσική στρατιά του Καυκάσου των 100.000 ανδρών, είχε ήδη χάσει περίπου τις μισές δυνάμεις της μετά την καταστροφική ήττα στη μάχη του Τάνενμπεργκ, πριν μετακινηθεί στην περιοχή. Έτσι, με λιγότερους από 50.000 άνδρες, ο Ρώσος διοικητής, κόμης Βορόνωφ-Ντάντσκωφ αναγκάστηκε να καλύψει τις ελλείψεις του με βιαστικά επιστρατευμένους Αρμενίους με ελάχιστη εκπαίδευση.
Και για την τουρκική πλευρά, όμως, ο Καύκασος δεν αποτελούσε προτεραιότητα. Με μεγάλο μέρος της προσοχής του επιτελείου να εντοπίζεται στην Καλλίπολη και στη συνέχεια στο μέτωπο της Παλαιστίνης, ο Καύκασος ήταν ένα ήρεμο και κάπως αφιλόξενο σημείο του μετώπου. Η ΙΙΙ Οθωμανική Στρατιά του Καυκάσου, παρέτασσε κατ’ όνομα τρία Σώματα Στρατού και εννέα μεραρχίες, αλλά από αυτές, οι τρεις είχαν επιστρατευτεί πρόσφατα και τέσσερις ακόμα είχαν έρθει από τη Θράκη και είχαν μηδενική εμπειρία. Αλλά και πολλοί από τους 120.000 άνδρες της Στρατιάς ήταν στην ουσία στρατοχωροφύλακες, που είχαν ενταχθεί πρόσφατα στον στρατό με την έναρξη του πολέμου, έχοντας προϋπηρεσία μόνο σε αποστολές εσωτερικής ασφάλειας.
Ωστόσο, στα τέλη του 1914 η τουρκική ηγεσία συνέλαβε το φιλόδοξο σχέδιο μιας επίθεσης για την κατάληψη του Καρς και της πρόσβασης στην περιοχή του Μπακού, που προμήθευε τον ρωσικό στρατό με πετρέλαιο. Οι Γερμανοί καλοδέχτηκαν μια πρωτοβουλία των κατά τα άλλα όχι ιδιαίτερα χρήσιμων συμμάχων τους, που θα αποσπούσε την προσοχή των Ρώσων και θα ελάφρυνε πιθανότατα την πίεση στο ανατολικό μέτωπο, είτε πετύχαινε είτε όχι. Έτσι, χιλιάδες τόνοι εφοδίων κάθε είδους μεταφέρθηκαν από τη Γερμανία στην Οθωμανική πλευρά εξοπλίζοντας την ΙΙΙ Στρατιά.
Το σχέδιο, που τέθηκε σε εφαρμογή στα τέλη Δεκεμβρίου 1914, απαιτούσε απόλυτο συντονισμό, υψηλή κινητικότητα των μονάδων και ακρίβεια στην επίτευξη των αντικειμενικών σκοπών. Το πρόβλημα ήταν πως όλα αυτά έπρεπε να γίνουν στο πιο δύσκολο, ορεινό, κακοτράχαλο και δυσμενές για τους στρατιώτες πεδίο επιχειρήσεων που πολεμούσε τότε η Οθωμανική αυτοκρατορία, κι όλα αυτά μέσα στο χειμώνα.
Το μέτωπο εκτεινόταν σε εύρος 1.200-1.500 χλμ. και σε υψόμετρο 1.800-2.000 μέτρων και οι στρατιώτες έπρεπε να βαδίσουν συχνά εφ’ ενός ζυγού μέσα από οδεύσεις, που έσκαβαν για να ανοίξουν μέσα στο χιόνι, μεταφέροντας όλα τα εφόδια, ακόμα και τα πυροβόλα, με μουλάρια.
Μετά από κάποιες αρχικές επιτυχίες, οι Τούρκοι έφτασαν στις πρώτες ρωσικές πόλεις στις αρχές Ιανουαρίου του 1915. Ελλιπώς εκπαιδευμένοι και εξοπλισμένοι για ορεινό αγώνα, υπέστησαν μεγάλες απώλειες και είδαν τους σχηματισμούς τους να “λιώνουν” κάτω από τη συνδυασμένη φθορά των ρωσικών όπλων, του κρύου και των κακουχιών. Στην πόλη του Σαρίκαμις τρεις τουρκικές μεραρχίες επιτέθηκαν με 12.000 άνδρες μόνο και μόνο για να απωθηθούν, με απώλειες 6.000. Ανάλογη ήταν η φθορά και των άλλων Σωμάτων, που αντίθετα με την εικόνα των επιτελών, είχαν ουσιαστικά διαλυθεί.
Στις 17 Ιανουαρίου, η επιχείρηση έληξε με καταστροφικά αποτελέσματα για την τουρκική πλευρά. Οι Οθωμανοί έπρεπε να διασχίσουν τώρα την ίδια διαδρομή προς τα πίσω. Από τους 118 χιλιάδες άνδρες της Στρατιάς μόλις 42 χιλιάδες τα κατάφεραν σε ανεκτή κατάσταση. Οι Ρώσοι προωθούμενοι στις παλιές τους θέσεις ανακάλυπταν παγωμένα πτώματα σε όλη τη διαδρομή. Ο στρατηγός Εμβέρ πασάς κατηγορήθηκε δημόσια για την αποτυχία και το φταίξιμο ρίχθηκε και στους Aρμενίους στρατιώτες που υπηρετούσαν, κάτι που αποτέλεσε καταλύτη για την Αρμενική γενοκτονία.