Κάπου 270 Αρμένιοι λόγιοι και επιστήμονες (κληρικοί, γιατροί, δικηγόροι, εκδότες, πολιτικοί, καθηγητές και δημοσιογράφοι) συλλαμβάνονται στην Κωνσταντινούπολη με οδηγίες του οθωμανικού υπουργείου Εσωτερικών. Το επόμενο πρωί ακολούθησαν άλλοι 500-600.
Οι συλλήψεις στην Κωνσταντινούπολη έγιναν με οδηγίες του υπουργού Εσωτερικών, Μεχμέτ Ταλάατ μπέη. Ο Ταλάατ, μετέπειτα ηγετικό μέλος των Νεοτούρκων, εξέδωσε αργότερα τον επίσημο νόμο “Αναγκαστικού Εκτοπισμού και Μεταγκατάστασης” (Sevk ve İskân Kanunu), γνωστό ως Νόμο Tehcir.

Η κίνηση αιφνιδίασε τους πάντες που δεν αντέδρασαν. Άλλωστε η χώρα βρισκόταν σε πόλεμο (εισήλθε στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στις 31 Οκτωβρίου του 1914) και ήταν μάλλον συνηθισμένο για το οθωμανικό κράτος να απομονώνει με αυταρχισμό μειονότητες στο εσωτερικό του, έστω προσωρινά. Το μέτρο, ωστόσο, μόνο προσωρινό δεν ήταν.
Μετά από μία ημέρα οι κρατούμενοι στάλθηκαν στα περίχωρα της Άγκυρας ενώ το μέτρο των συλλήψεων επεκτάθηκε σε όλη την επικράτεια της αυτοκρατορίας, μεταξύ των επιφανέστερων μελών της Αρμενικής κοινότητας. Συνολικά, κάπου 2.500 άτομα εκτοπίστηκαν στα βάθη της Ανατολίας, όπου και τελικά πέθαναν από τις στερήσεις ή εκτελέστηκαν.
Η επιχείρηση αυτή ονομάστηκε αργότερα από τους ιστορικούς ως “Κόκκινη Κυριακή” (Γκαρμίρ Κιραγκί), ως αποκεφαλισμός της ηγεσίας των Αρμενίων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και αποτέλεσε πρελούδιο της Αρμενικής Γενοκτονίας, η μνήμη της οποίας τιμάται στις 24 Απριλίου.
Δεν υπάρχει δικαιολογία για τη σφαγή. Η συστηματική απομόνωση και καταστροφή μιας μεγάλης ομάδας πληθυσμού, που έγινε με μεσαιωνικά κριτήρια και μεθόδους οργάνωσης της σύγχρονης εποχής, ξεκίνησε λίγο μετά την κήρυξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, πριν την ήττα των Οθωμανών στις μάχες. Οι Αρμένιοι θεωρήθηκαν ξένο σώμα και χωρίς αφορμή οδηγήθηκαν στη σφαγή. Θα ακολουθούσαν κι άλλες ομάδες πληθυσμών, όπως οι Ασσύριοι και οι Έλληνες.