Στην έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, τα βρετανικά καταδρομικά HMS “Exeter”, “Ajax” και “Achilles” συγκρούονται με το γερμανικό θωρηκτό-τσέπης “Admiral Graf Spee” στο Ρίβερ Πλέιτ, ανοιχτά της Ουρουγουάης. Από τη σύγκρουση όλα τα πλοία θα υποστούν ζημιές αλλά το γερμανικό, αν και ανώτερο από καθένα από τα βρετανικά σε ισχύ πυρός, ταχύτητα και θωράκιση, θα χρειαστεί να πλεύσει για επισκευές στο ουδέτερο λιμάνι του Μοντεβιδέο.
Το 1939, το Γερμανικό Ναυτικό (Kriegsmarine) εφάρμοσε στρατηγική αποκλεισμού των βρετανικών παραλίων, γνωρίζοντας ήδη από τον Α΄ Παγκόσμιο πως η “αχίλλειος πτέρνα” της Βρετανίας ήταν ο ανεφοδιασμός της με κρίσιμες πρώτες ύλες και υλικά. Ωστόσο, το Βρετανικό Ναυτικό παρέμενε πανίσχυρο και ακατάβλητο, για αυτό κύριος στόχος του Γερμανικού ήταν να χτυπά τα εμπορικά πλοία που μετέφεραν προμήθειες στην Βρετανία και όχι η απευθείας ναυτική αντιπαράθεση.
Προς τον σκοπό αυτό, η Γερμανία ναυπήγησε υποβρύχια, που είχαν αποδειχθεί ιδανικά σε αυτή την αποστολή και ισχυρά καταδρομικά και ελαφρά θωρηκτά, που θα έπλεαν επί μήνες στις ανοιχτές θάλασσες σκορπώντας τον όλεθρο στα ανυπεράσπιστα εμπορικά του εχθρού. Το “Admiral Graf Spee” ήταν ένα πλοίο που ταίριαζε απόλυτα σε αυτήν την περιγραφή.
To θωρηκτό-τσέπης (Panzerschiff) ανήκε στην κλάση “Deutschland” και αποτελούσε μια τεχνολογική καινοτομία της γερμανικής ναυπηγικής βιομηχανίας που παρέδωσε ένα πλοίο με εκτόπισμα και ταχύτητα καταδρομικού αλλά με οπλισμό και θωράκιση θωρηκτού. Η τροποποίηση επέτρεπε στο Reichsmarine να διατηρεί πλοία με ικανότητες θωρηκτού παρακάμπτοντας τους περιορισμούς της συνθήκης των Βερσαλλιών που απαγόρευαν την κατοχή πλοίων τέτοιου μεγέθους από τη Γερμανία. Η υψηλή ταχύτητα των 26 κόμβων συνδυαζόταν με 6 πυροβόλα των 280 mm και 8 των 150 mm, 6 των 105 mm, 4 αντιαεροπορικά των 37 mm και 10 των 20 mm, ενώ υπήρχαν και δύο τετραπλοί εκτοξευτές τορπιλών των 533 mm στην πρύμνη.
Αποτελώντας το νεότερο πλοίο της κλάσης, το “Admiral Graf Spee” βρισκόταν ήδη στον Ατλαντικό ωκεανό, όταν κηρύχθηκε ο πόλεμος και με τη βοήθεια ενός δικτύου πλοίων ανεφοδιασμού του Γερμανικού Ναυτικού, ανέπτυξε σημαντική δράση βυθίζοντας οκτώ βρετανικά εμπορικά μέσα σε τρεις μήνες. Η αποτελεσματικότητα του πλοίου και του πλοιάρχου του, Χανς Λάνγκσντορφ, συνοδεύτηκε από τον ιπποτισμό του τελευταίου που επέμενε να προειδοποιεί τα πληρώματα των εμπορικών πλοίων και να τα διασώζει προτού τα βυθίσει. Έχοντας αυστηρές εντολές να μην εμπλέκεται σε μάχη, ο Λάνγκσντορφ κατόρθωσε να ξεγλιστρήσει από διαδοχικές παγίδες του βρετανικού στόλου, που είχε οργανώσει ομάδες καταδρομικών για το κυνήγι του.
Στις 13 Δεκεμβρίου, η τύχη του Λάνγκσντορφ έληξε. Το οργανικό υδροπλάνο Arado είχε πάθει βλάβη τις προηγούμενες μέρες οπότε το πλοίο δεν μπορούσε να κάνει επιτήρηση σε μεγάλη απόσταση. Έτσι βρισκόμενο στον νότιο Ατλαντικό κοντά στις εκβολές του ποταμού Ρίβερ Πλέιτ, κάπου 400 μίλια από το Μοντεβιδέο, έπεσε πάνω σε τρία βρετανικά καταδρομικά (Ajax, Achilles και Exeter) υπό τις διαταγές του αρχιπλοιάρχου Χένρυ Χάργουντ. O τελευταίος είχε καταφέρει να υπολογίσει την κατά προσέγγιση θέση του ισχυρού του αντιπάλου, από τις αναφορές βύθισης των εμπορικών πλοίων.
Ο Λάνγκσντορφ που αρχικά νόμιζε πως είχε απέναντι του εμπορικά πλοία, μόλις κατάλαβε το λάθος αποφάσισε να παρακούσει τις εντολές και να εμπλακεί σε μάχη. Ο αρχιπλοίαρχος Χάργουντ χώρισε τη μοίρα του, με το ισχυρότερο HMS Exeter από τη μία και τα ελαφρύτερα καταδρομικά HMS Ajax και HMS Achilles από την άλλη για να θέσει το γερμανικό πλοίο υπό διασταυρούμενα πυρά.
Επί δύο περίπου ώρες, από τις 05:30 ως τις 07:40 το πρωί, τα τέσσερα πλοία αντάλλασαν βολές που προκάλεσαν μεγάλες ζημιές. Ιδιαίτερα υπέφερε το HMS Exeter, που δέχτηκε τέσσερις φορές τις ομοβροντίες του “Graf Spee”, με αποτέλεσμα την αχρήστευση των πρωραίων πυροβόλων, την εισροή υδάτων, ενώ άρχισε να παίρνει κλίση. Τα HMS Ajax και Achilles χτυπήθηκαν επίσης αλλά σοβαρές ζημιές είχε υποστεί πια και το Graf Spee, που διέφυγε προς την ουδέτερη Ουρουγουάη.
Βάσει των διεθνών κανόνων πλοία εμπολέμων μπορούν να μείνουν μέχρι 24 ώρες σε ουδέτερα λιμάνια προκειμένου να ανεφοδιαστούν και να επιδιορθώσουν ζημιές αλλά όχι για να ενισχύσουν τις δυνατότητές τους. Η κατάσταση ήταν πλέον περίπλοκη. Το γερμανικό πολεμικό είχε ζημιές αλλά υπερείχε ακόμα σε ισχύ πυρός και ταχύτητα των βρετανικών πλοίων, που πλέον, μετά την αποχώρηση του λαβωμένου HMS Exeter, είχαν το μειονέκτημα.
Έτσι μια επιχείρηση ξεκίνησε από τις Βρετανικές Μυστικές Υπηρεσίες που αφενός προσπαθούσαν να συλλέξουν πληροφορίες για την κατάσταση του “Graf Spee” και αφετέρου να σπείρουν ψεύδη τη δύναμη του στόλου τους. Αναφορές κίνησης πολεμικών πλοίων που διακινούνταν στα ΜΜΕ στο Μοντεβιδέο, μετέδιδαν την εντύπωση πως τα τρία καταδρομικά είχαν ενισχυθεί με την άφιξη άλλων πέντε βαρέων (HMS Renown, Cumberland, Shropshire, Dorsetshire και Neptune) καθώς και του αεροπλανοφόρου HMS Ark Royal. Στην πραγματικότητα μόνο το HMS Cumberland είχε κατορθώσει να φτάσει αντικαθιστώντας το Exeter ενώ τα άλλα πλοία δεν θα προσέγγιζαν πριν τις 19 Δεκεμβρίου.
Στο μεταξύ, οι βρετανοί διπλωμάτες πίεζαν την κυβέρνηση της Ουρουγουάης να εφαρμόσει τους διεθνείς κανόνες επιτρέποντας μόλις 24 ώρες παραμονής του γερμανικού πολεμικού στο λιμάνι, πριν το κατασχέσει. Οι γερμανικές αρχές από την άλλη πίεζαν για να εξασφαλίσουν μεγαλύτερη παραμονή για να πραγματοποιηθούν οι απαραίτητες επισκευές, που θα του επέτρεπαν διαφυγή στην ανοιχτή θάλασσα. Η κυβέρνηση της Ουρουγουάης έδωσε τελικά 72 ώρες στον Λάνγκσντορφ, για να κάνει τις στοιχειώδεις επισκευές, να αποβιβάσει τους αιχμαλώτους που είχε συλλέξει, και να οργανώσει την ταφή των δικών του νεκρών της ναυμαχίας.
Τη 17η Δεκεμβρίου, ο Λάνγκσντορφ ήταν έτοιμος να οδηγήσει το πλοίο του στα ανοιχτά βέβαιος πως θα αντιμετώπιζε τον μισό βρετανικό στόλο. Θεωρώντας όμως άνιση μια αναμέτρηση και βέβαιη τη θυσία των ανδρών και του πλοίου του, διέταξε την εκκένωσή του και την αυτοβύθιση για να μην πέσει στα χέρια του εχθρού. Η απόφαση του γερμανού πλοιάρχου δεν ήταν αβάσιμη. Το πλοίο ήταν μετά βίας αξιόπλοο, με το ταξίδι της επιστροφής στη Γερμανία αβέβαιο, ακόμα και χωρίς την παρενόχληση του βρετανικού στόλου. Πολλά όπλα του είχαν τεθεί εκτός δράσης ενώ το μεγαλύτερο μέρος των πυρομαχικών καταναλώθηκε κατά τη διάρκεια της ναυμαχίας. Χωρίς βοήθεια, η διαφυγή ήταν αδύνατη ακόμα κι αν έσπαγε σε πρώτη φάση τον κλοιό των καταδρομικών έξω από το Μοντεβιδέο.
Έτσι, στις 17 Δεκεμβρίου όταν ο καλοκαιρινός ήλιος του νοτίου ημισφαιρίου έδυε, το μεγάλο πολεμικό άρχισε να κινείται. Με τη βοήθεια ενός ρυμουλκού βγήκε από το λιμάνι όπου πέντε λεπτά πριν τις 21:00 μια τρομακτική έκρηξη το έστειλε στο βυθό. Οι τραυματίες του “Admiral Graf Spee” παρέμειναν στο Μοντεβιδέο και εγκαταστάθηκαν εκεί με τη βοήθεια της ακμαίας γερμανικής κοινότητας, ενώ το υπόλοιπο πλήρωμα μεταφέρθηκε στη Βραζιλία.
Ο ίδιος ο Λάνγκσντορφ αυτοκτόνησε λίγες μέρες μετά στο δωμάτιο του ξενοδοχείου που έμενε. Η παραπλάνηση και ο πόλεμος νεύρων είχαν πετύχει. Η απώλεια του Graf Spee αποτέλεσε ανάταση ηθικού για τον Βρετανικό λαό και καλά νέα για τους ναυάρχους τους, που μπορούσαν να κοιμούνται λίγο πιο ήσυχοι. Οι διώκτες του ανταμείφθηκαν, με τον αρχιπλοίαρχο Χάργουντ να προάγεται σε υποναύαρχο και να λαμβάνει τίτλο ιπποσύνης, ενώ διθυραμβικοί ήταν και οι τίτλοι των εφημερίδων σε όλη την βρετανική αυτοκρατορία για την πρώτη απτή νίκη του Βρετανικού Ναυτικού, γεγονός που ανύψωσε το κύρος και του Ουίνστον Τσώρτσιλ, ως πρώτου λόρδου του Ναυαρχείου. Στη Γερμανία τα νέα έγιναν δεκτά με μούδιασμα, αφού η προπαγάνδα μέχρι τότε εμφάνιζε το πολεμικό ως νικηφόρο και ικανό να ταξιδέψει έχοντας υποστεί ελάχιστη ζημιά.