Οι προελαύνουσες ναζιστικές δυνάμεις μπαίνουν στην Αθήνα, την οποία η ελληνική κυβέρνηση και ο βασιλιάς έχουν ήδη εγκαταλείψει. Εκεί υψώνουν τη σβάστικα στην Ακρόπολη. Θα ακολουθήσει σύντομα η υποδούλωση όλης της Ελλάδος.
ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ – 10 Απριλίου 1941: Η Μάχη των Οχυρών τελειώνει, οι Γερμανοί φθάνουν στη Θεσσαλονίκη
Με την κατάληψη της Θεσσαλονίκης στις 9 Απριλίου και την προέλαση του Γερμανικού Στρατού στην κοιλάδα του Αξιού, η κατάσταση έγινε αφόρητη για τους αμυνομένους. Αν και πολλά έχουν γραφεί για τους λόγους και την αντίσταση που όφειλαν να δώσουν, η κόπωση του Ελληνικού Στρατού, που ήταν εμπλεγμένος κατά κύριο λόγο στην Ήπειρο και η μικρή παρουσία των Βρετανικών Δυνάμεων στην ελληνική εκστρατεία φάνηκαν καθοριστικά για την ήττα.
Αποφασισμένοι να δώσουν ένα ταχύ και καίριο χτύπημα για το “σφράγισμα” του Βαλκανικού Μετώπου, οι Γερμανοί ενέπλεξαν στην επίθεση τους ολόκληρη τη 12η Στρατιά και έναν αεροπορικό στόλο, έναντι τριών ελλιπών ελληνικών Μεραρχιών Πεζικού, τις φρουρές των οχυρών του Νέστου και ένα Σώμα Βρετανών, Αυστραλών και Νεοζηλανδών με ελάχιστα αντιαρματικά και μερικές Μοίρες αεροσκαφών.
Η απόλυτη αεροπορική κυριαρχία των Γερμανών και Ιταλών έναντι των λίγων βρετανικών αεροσκαφών και της αποδεκατισμένης ελληνικής αεροπορίας και η εμπλοκή καλά εξοπλισμένων δυνάμεων σε μεγαλύτερους αριθμούς, σύντομα έγειραν την πλάστιγγα. Το σημαντικότερο, όμως, ήταν η καχυποψία μεταξύ των Ελλήνων και των Βρετανών που αντιλαμβανόμενοι την δυσμενή κατάσταση, μάχονταν με διαφορετικούς σκοπούς.
Θέση των Βρετανών ήταν πως ο Ελληνικός Στρατός όφειλε να εγκαταλείψει τις θέσεις του στην Ήπειρο και να αναδιαταχθεί από τις Πρέσπες ως τον Όλυμπο, με τις Κοινοπολιτειακές Δυνάμεις να τον ενισχύουν ως ταχυκίνητη εφεδρεία. Αντίθετα, η Ελληνική θέση ήταν πως δεν υπήρχε χρόνος για τη μετακίνηση 15 Μεραρχιών από την Αλβανία με τον εξοπλισμό τους σε εκατοντάδες χιλιόμετρα εντός εξαιρετικά ορεινού και δύσβατου δρομολογίου, θεωρώντας πως οι Βρετανικές δυνάμεις όφειλαν εξαρχής να είναι ισχυρότερες και να εγγυηθούν τα νώτα της ελληνικής παράταξης. Με τον Γερμανικό στρατό να προελαύνει, το μόνο που μπορούσαν να ελπίζουν ήταν σε έναν επιβραδυντικό αγώνα, για να σώσουν ό,τι μπορούσε να περισωθεί.
Τα πράγματα εξελίχθηκαν έτσι, με τις ελληνικές και βρετανικές δυνάμεις να δίνουν μια επιτυχημένη αλλά μάταιη αντίσταση σε μια σειρά σημείων (στενωπός Κλεισούρας-14 Απριλίου, λίμνη της Καστοριάς-15 Απριλίου, Πέρασμα των Τεμπών-18 Απριλίου, στενά των Θερμοπυλών-24 Απριλίου). Στο μεταξύ, η κατάληψη των Ιωαννίνων απέκλεισε τον ανεφοδιασμό των ελληνικών δυνάμεων στην Ήπειρο ενώ η υποχώρηση ήταν σε εξέλιξη οδηγώντας ομάδα αξιωματικών, υπό τον Αντιστράτηγο Τσολάκογλου, να κινηθεί με πρωτοβουλία της και να υπογράψει σειρά συμφωνιών παράδοσης των ελληνικών στρατευμάτων στην Κεντρική Ελλάδα.
ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ – 20 Απριλίου 1941: Οι τρεις συνθηκολογήσεις του Στρατηγού Γεωργίου Τσολάκογλου
Η υπογραφή των συμφωνιών άφησε την κυβέρνηση στην Αθήνα χωρίς μέσα συνέχισης του αγώνα και το Βρετανικό Εκστρατευτικό Σώμα εγκατέλειψε την προσπάθεια, αναχωρώντας για την Κρήτη. Εκεί, η κατάσταση θα ήταν πιο ελέγξιμη, εκτός της κυριαρχίας των Γερμανών, πιο κοντά στο αρχηγείο Μέσης Ανατολής και υπό την κάλυψη του βρετανικού στόλου της Μεσογείου. Τουλάχιστον έτσι πίστευαν.
Σε αυτό το κλίμα, η κατάληψη της Αθήνας ήταν μια πράξη με συμβολική σημασία. Ο Άξονας θα το χρησιμοποιήσει ως όπλο προπαγάνδας και θα προξενήσει στον ελληνικό λαό ισχυρό σοκ. Το προσωποπαγές καθεστώς του Ιωάννη Μεταξά ξηλώθηκε βίαια εντός 20 ημερών αποκαλύπτοντας αδυναμία αντιμετώπισης της κατάστασης σπέρνοντας αισθήματα πικρίας και απογοήτευσης μεταξύ των Ελλήνων.
Η συμπυκνωμένη αυτή πικρία και το αίσθημα της ξένης Κατοχής θα δώσουν ζωή στις παλιές πολιτικές δυνάμεις που θα οργανώσουν κινήματα αντίστασης και θα στρώσουν το σκηνικό για την επόμενη μέρα, την εποποιία της Εθνικής Αντίστασης, αλλά και το όνειδος του Ελληνικού Εμφυλίου.
Δύο αυτοκτονίες αφήνουν μια τελευταία πινελιά στο σκηνικό της ήττας: εκείνη του υπηρεσιακού πρωθυπουργού Αλεξάνδρου Κορυζή στις 18 Απριλίου, μετά από συνάντηση με τον βασιλιά που του ανακοινώθηκε η εγκατάλειψη της Αθήνας για την Κρήτη ή την Κύπρο και της μυθιστοριογράφου Πηνελόπης Δέλτα (Μπενάκη), με την είσοδο των Γερμανών στην Αθήνα.
Οι Γερμανοί εισήλθαν σε μια άδεια πόλη με ελάχιστους περιστικούς και ύψωσαν τη σημαία τους στην Ακρόπολη. Η ιστορία που παραδίδεται λίγα χρόνια μετά, με τον Έλληνα σκοπό που αυτοκτόνησε πέφτοντας από τον ιερό βράχο δεν επιβεβαιώθηκε ποτέ, θα μπορούσε όμως να εκφράσει άνετα τα συναισθήματα της στιγμής ενός ολόκληρου λαού: απόγνωση και κρυφή δίψα για αντίσταση.