Ο Πρόεδρος των ΗΠΑ, Φράνκλιν Ρούζβελτ ιδρύει το “Εθνικό Εργασιακό Συμβούλιο Πολέμου” καθώς οι ΗΠΑ είχαν ήδη μπει στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Πιο γνωστό ως War Labor Board (NWLB ή WLB), το συμβούλιο ήταν μια κρατική υπηρεσία, με αποστολή να διαχειριστεί όποια προβλήματα προέκυπταν μεταξύ εργατών και εργοδοτών, ώστε να αποτρέψει εντάσεις και απεργιακές κινητοποιήσεις, που θα ανέκοπταν το ρυθμό της πολεμικής παραγωγής.
To NWLB δεν ήταν κάτι νέο. Πρωτοδημιουργήθηκε το 1918 στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο από τον πρόεδρο των ΗΠΑ Γούντροου Ουίλσον, για να επιβάλει μια μορφή άμεσης κρατικής διαιτησίας στα κλιμακούμενα προβλήματα μεταξύ εργαζομένων και βιομηχάνων. Οι ΗΠΑ είχαν στον προηγούμενο αιώνα μια πάρα πολύ κακή φήμη άναρχης ανάπτυξης στη βιομηχανία τους και η αλματώδης άνθηση της παραγωγής δεν συμβάδιζε καθόλου με σεβασμό προς τους εργαζομένους.
Στη σύντομη διάρκεια της ύπαρξής του εκείνη την πρώτη περίοδο, το Συμβούλιο προώθησε τον εργασιακό διάλογο, δημιούργησε κουλτούρα επίλυσης προβλημάτων και πέτυχε την νομοθέτηση σημαντικών μεταρρυθμίσεων: όπως το οκτάωρο εργασίας, την ισότιμη μισθοδοσία ανδρών και γυναικών, ενώ ενθάρρυνε την οργάνωση και ενδυνάμωση των συνδικάτων, απαιτώντας από την άλλη την παύση όλων των απεργιών και καταλήψεων για όσο διαρκούσε ο πόλεμος. Το Γουιλσονικό NWLB διαλύθηκε το 1919 επιστρέφοντας σε λιγότερο επεμβατικές μορφές εργασιακών σχέσεων.
Το 1941, ωστόσο, η είσοδος των ΗΠΑ στον νέο Παγκόσμιο Πόλεμο έκανε την οργάνωση της πολεμικής παραγωγής κάτι περισσότερο από κρίσιμη. Οι Αμερικανικές Ένοπλες Δυνάμεις αριθμούσαν “μόλις” 335.000 άνδρες στα τέλη του 1939, απόρροια δύο δεκαετιών πολιτικής απομονωτισμού. Μαζί με τις ισχύουσες συμφωνίες παροχής τεραστίων ποσοτήτων πολεμικού υλικού στους συμμάχους τους, Βρετανούς, Γάλλους, Ρώσους και Κινέζους, οι ίδιες οι ΗΠΑ πλέον επιστρατεύονταν με πρωτοφανή ρυθμό και όφειλαν να επανεξοπλιστούν ταχύτατα.
Συνεπώς, οι ανάγκες ανοίγματος νέων εργοστασιακών μονάδων, πρόσληψης δεκάδων χιλιάδων εργατικών χεριών και διατήρησης υψηλότατων ρυθμών στην εργασία δεν άφηναν περιθώρια για οποιαδήποτε καθυστέρηση. Έτσι, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση αποφάσισε να αναλάβει και πάλι στιβαρά τα ηνία των εργασιακών σχέσεων.
Το Συμβούλιο χωρίστηκε σε 12 περιφερειακές διοικήσεις, που ήλεγχαν τους μισθούς, τα δικαιώματα των εργατών κ.ο.κ. ενώ ειδικές επιτροπές δρούσαν συμβουλευτικά και διαπραγματευτικά αποτρέποντας απεργίες. Ακόμη, η αμερικανική κυβέρνηση υπό τις οδηγίες της Επιτροπής Πολιτικής Παραγωγής και του Εργασιακού Συμβουλίου Πολέμου κάλεσε κάθε ικανό άτομο για εργασία, παραμερίζοντας με προεδρικό διάταγμα ακόμα και παραδοσιακές κοινωνικές και φυλετικές διακρίσεις, που απέτρεπαν μέχρι τότε την απασχόληση γυναικών και εγχρώμων στη βαριά βιομηχανία.

Το Συμβούλιο επεκτάθηκε από το 1943, καλύπτοντας σημαντικό μέρος της κανονιστικής και οργανωτικής διαχείρισης της βιομηχανικής παραγωγής. Και σε κάθε τομέα που άγγιζε έστω και κατά διάνοια την πολεμική προσπάθεια, όπως για παράδειγμα τη βιομηχανία κονσερβοποιημένου κρέατος.
Παρόλα αυτά, το Συμβούλιο δεν ήταν σε καμία περίπτωση ένας γιγάντιος γραφειοκρατικός οδοστρωτήρας, αφού στην ακμή του δεν απασχολούσε περισσότερα από 2.613 στελέχη σε όλη την έκταση των ΗΠΑ. Στη διάρκεια της λειτουργίας του, παρενέβη σε 20.692 περιπτώσεις και διαχειρίστηκε επιτυχώς τις 17.650 από αυτές. Η ύπαρξή του τερματίστηκε με προεδρικό διάταγμα του Τρούμαν στις 31 Δεκεμβρίου 1945, θεωρώντας ότι επιτέλεσε τον σκοπό του και οι εξουσίες του επανήλθαν στα χέρια της Εθνικής Επιτροπής Εργασιακών Σχέσεων, όπως προπολεμικά.