Το Μ-21 αναδύθηκε σε μικρή απόσταση απέναντι από αρκετούς στόχους αλλά εντοπίστηκε σχεδόν αμέσως από τα πολεμικά, που άνοιξαν πυρ με πυροβόλα των 5 ιντσών και πολυβόλα χωρίς αποτέλεσμα. Το υποβρύχιο επιχείρησε να ξαναεισέλθει στο λιμάνι μετά από 4 ώρες αλλά εντοπίστηκε εκ νέου και καταδιώχθηκε με βόμβες βυθού. Από την επίθεση έπαθε μεγάλες ζημιές και κατέστη ακυβέρνητο με αποτέλεσμα να βυθιστεί και το πλήρωμά του να αυτοκτονήσει.
Το Μ-24 αναδύθηκε και έγινε αντιληπτό από ανθυποβρυχιακά σκάφη που του επιτέθηκαν με πυρά και βόμβες βυθού. Καταδύθηκε και παρέμεινε για ένα διάστημα στο βυθό του λιμανιού και μόλις ο διοικητής του λιμένος αντιναύαρχος Muirhead-Gould ανακάλεσε τα περιπολικά, εκτόξευσε τις τορπίλες του κατά του βαρέως καταδρομικού USS Chicago. Και οι δύο τορπίλες αστόχησαν με την μία να σφηνώνεται στην ακτή χωρίς να εκραγεί και τη δεύτερη να βυθίζει το επιταγμένο πορθμείο HMAS Kuttabul σκοτώνοντας 21 και τραυματίζοντας 10 ναύτες. Ήταν η μοναδική επιτυχία της επίθεσης.
Το Μ-24 καταδύθηκε και εξαφανίστηκε. Η τύχη του αγνοείτο για πάνω από έξι δεκαετίες. Ανακαλύφθηκε εγκαταλελειμμένο έξω από τη βόρεια έξοδο του λιμανιού από αυτοδύτες το 2006. Τα υπόλοιπα πέντε μεγάλα υποβρύχια θα επιδοθούν σε μια προσπάθεια αποκλεισμού των αυστραλιανών λιμανιών τορπιλίζοντας εμπορικά πλοία και εκτελώντας βομβαρδισμούς του Σίδνεϊ και του Νιουκάσλ.
Τα αποτελέσματα συνολικά της επιδρομής θα είναι μέτρια ως μηδαμινά. Παρόλα αυτά, ο πανικός που προκλήθηκε στον πληθυσμό και στην κυβέρνηση της Αυστραλίας ήταν μεγάλος. Φόβοι επικείμενης ιαπωνικής απόβασης οδήγησαν σε στενότερη συνεργασία με τις ΗΠΑ και οργάνωση ομάδων προστασίας αλλά και στην ενίσχυση της άμυνας των λιμένων και της οργάνωσης των εμπορικών πλοίων σε νηοπομπές.