Εβδομήντα έξη αιχμάλωτοι πολέμου των Ναζί, δραπετεύουν ταυτόχρονα από το στρατόπεδο Stalag Luft III, κάτι που αργότερα έγινε βιβλίο και κινηματογραφική ταινία. Εξ αυτών οι 73 θα συλληφθούν και τελικά οι 50 θα εκτελεστούν με συνοπτικές διαδικασίες, μετά από προσωπική εντολή του Χίτλερ. Μεταξύ τους κι ο Έλληνας ανθυποσμηναγός Σωτήριος “Nick” Σκάτζικας, της 336 Μοίρας Δίωξης.
Το Stammlager (Luftwaffe) Nummer III όπως ήταν η πλήρης ονομασία του, ήταν στρατόπεδο κράτησης αιχμαλώτων πολέμου, που ιδρύθηκε από τη γερμανική αεροπορία στην περιοχή της Κάτω Σιλεσίας, κοντά στην πόλη Sagan (σημερινό Żagań της Πολωνίας) το Μάρτιο του 1942. Στέγαζε μέχρι το 1944 10.949 αιχμαλώτους αξιωματικούς της Αμερικανικής, Βρετανικής κι άλλων συμμαχικών αεροποριών. H περιοχή που κατασκευάστηκε το προσωρινό αυτό στρατόπεδο επελέγη για το αμμώδες και σαθρό του εδάφους του, που θα απέτρεπε την κατασκευή σηράγγων διαφυγής, ή έτσι τουλάχιστον πίστευαν οι Ναζί.
Τον Οκτώβριο του 1943, τρεις βρετανοί κρατούμενοι (υποσμηναγοί Michael Codner, Eric Williams και Oliver Philpot) κατόρθωσαν να σκάψουν ένα τούνελ και να διαφύγουν, φτάνοντας σε λιμάνια στο βορρά, όπου επιβιβάστηκαν σε πλοία ουδετέρων χωρών, επιστρέφοντας τελικά στη Βρετανία. Τα μέτρα ασφαλείας έγιναν πολύ πιο αυστηρά μετά από αυτό, αλλά εξίσου αυξήθηκε η θέληση των κρατουμένων να δραπετεύσουν.
Ήδη πριν την απόδραση των τριών, ο σμηναγός Roger Bushell ξεκίνησε να επεξεργάζεται ένα σχέδιο μαζικής απόδρασης που θα τίθετο σε εφαρμογή ένα έτος μετά. Το σχέδιο προέβλεπε την κατασκευή τριών τούνελ στα οποία δόθηκαν οι ονομασίες Tom, Dick και Harry. Στόχος ήταν η ταυτόχρονη διαφυγή 200 ατόμων. Κανένα πλάνο τέτοιου μεγέθους δεν είχε αποτολμηθεί ξανά.
Η κατασκευή τριών τούνελ ήταν πλεονέκτημα, καθώς αν εμφανίζονταν τεχνικές δυσκολίες στη διαδρομή ενός, θα συνέχιζαν στα άλλα. Το ίδιο ίσχυε και στην περίπτωση ανακάλυψης ενός από τους Γερμανούς φύλακες. Κανείς δεν θα σκεφτόταν πως θα υπήρχε κάποιο άλλο ήδη σε εξέλιξη και τα μέτρα θα χαλάρωναν μετά από την ανακάλυψη.
Οι εργασίες ξεκίνησαν με τη συνεργασία 600 κρατουμένων, σε ένα απίστευτης πολυπλοκότητας σχέδιο. Ο κύριος φόβος, φυσικά ήταν η ασφάλεια με αποτέλεσμα ένα ιδιαίτερα απαιτητικό σύστημα αντικατασκοπείας να λειτουργεί σε όλο το στρατόπεδο. Κανένας νέος κρατούμενος δεν γινόταν δεκτός να συνεισφέρει, αν δεν έπαιρνε διαβεβαίωση από δύο τουλάχιστον παλιούς, ότι τον ήξεραν προσωπικά.
Με τον τρόπο αυτό οι κρατούμενοι προσπαθούσαν να ανακαλύψουν πράκτορες των Γερμανών που “τοποθετούνταν” μεταξύ τους για να συλλέγουν πληροφορίες. Σε περίπτωση που κάποιος δεν πληρούσε τα “διαπιστευτήρια” που αναφέρθηκαν παραπάνω, δεν έμπαινε ποτέ σε εμπιστευτικές συζητήσεις και βρισκόταν υπό διαρκή παρακολούθηση και συνοδεία δύο τουλάχιστον κρατουμένων.
Η εργασία κατασκευής ήταν όπως παρουσιάζεται και στην ομώνυμη ταινία του 1963: το χώμα από τις εκσκαφές φερόταν σε σακίδια μέσα από τα παντελόνια των κρατουμένων που τα έκρυβαν κάτω από μακρυές χλαίνες. Περπατώντας δήθεν ανέμελα στο προαύλιο, σκόρπιζαν το χώμα στο έδαφος μέσα από τα μπατζάκια και το πατούσαν για να μην φαίνεται. Οι επιφορτισμένοι με αυτό το καθήκον λέγονταν “πιγκουίνοι” από τον τρόπο που βάδιζαν και εκτελούσαν τη δουλειά τους.
Οι κρατούμενοι ξήλωσαν τάβλες από κρεβάτια και ό,τι άλλο υλικό μπορούσαν να βρουν για να συγκρατήσουν τα σαθρά τοιχώματα των τούνελ (στο τέλος, τα περισσότερα κρεβάτια δεν είχαν πάνω από 8 τάβλες) και έκρυβαν τις εισόδους ενώ μερίμνησαν για αντλίες που θα τροφοδοτούσαν με αέρα τα τούνελ και ειδικά εργαστήρια για υλικά. Η σήραγγα σκαβόταν σε βάθος 8-9 μέτρων και είχε άνοιγμα μόλις 60 εκατοστών.
Παράλληλα κατασκευάζονταν τα υλικά που θα επέτρεπαν στους δραπέτες να μετακινηθούν προς την ελευθερία. Πολιτικά ρούχα δημιουργήθηκαν με μεταποιήσεις στολών σε αυτοσχέδια ραφεία ή τα προμηθεύονταν από φρουρούς με ανταλλάγματα σε είδος (σοκολάτες, μπέικον, κονσέρβες, χρήματα), που τα περισσότερα προέρχονταν από τον Ερυθρό Σταυρό. Οι φρουροί προμήθευσαν και πληροφορίες για δρομολόγια τραίνων και πλοίων. Συγχρόνως τμήματα παραχαρακτών κατασκεύασαν σχετικές άδειες, ταυτότητες, χαρτιά και άλλο υλικό για να μπορέσουν οι γερμανόφωνοι κρατούμενοι να κυκλοφορήσουν μεταξύ των σημείων ελέγχου.
Στην πορεία των εργασιών, το σχέδιο των τριών ξεχωριστών τούνελ απέδωσε: το τούνελ “Tom” ανακαλύφθηκε και δυναμιτίστηκε από τους Γερμανούς. Το “Dick” έφτασε κοντά στην ολοκλήρωση αλλά η συνέχισή του ακυρώθηκε, όταν αποφασίστηκε αιφνιδιαστικά η επέκταση του στρατοπέδου για επιπλέον κρατουμένους και η περιοχή που θα ήταν η έξοδος αποψιλώθηκε από δένδρα για εργασίες. Ο “Harry” όμως τελείωσε και τη νύχτα της 24ης Μαρτίου 1944, που δεν υπήρχε φεγγάρι, το σχέδιο τέθηκε σε εφαρμογή.
Η έξοδος του παρείχε μικρή κάλυψη καθώς ήταν σε σημείο στην αρχή του δάσους, με λίγα δένδρα και κοντά σε ένα πύργο παρατήρησης. Παρόλα αυτά και παρά το γεγονός πως υπήρχε ελαφρά χιονόπτωση που αποκάλυπτε το μονοπάτι που οι κρατούμενοι σέρνονταν για να καλυφθούν, το σχέδιο ξεκίνησε λίγο μετά τις 22:30. Μια αεροπορική επιδρομή προκάλεσε συσκότιση (βελτιώνοντας τη νυχτερινή όραση των σκοπών) και μια κατάρρευση του τούνελ στη 01:00 επέβαλε την ανακατασκευή του αλλά μέχρι την αποκάλυψη της απόδρασης, 76 από τους 200 συνολικά που είχαν προγραμματιστεί, διέφυγαν.
Από τους διαφυγόντες, οι 73 συνελήφθησαν. Οι 50 εκτελέστηκαν με εντολή του Χίτλερ, ο οποίος αρχικά ήθελε να τους εκτελέσει όλους, αλλά συγκρατήθηκε από τον Χέρμαν Γκέρινγκ και άλλους αξιωματικούς της αεροπορίας, καθώς υπήρχε φόβος αντιποίνων σε Γερμανούς αιχμαλώτους.
Η αποστολή ανατέθηκε στα SS που εκτέλεσε τους 50 κατά μόνας ή κατά ζεύγη σε απομονωμένες τοποθεσίες. Από τους υπόλοιπους 23, οι 17 επέστρεψαν στο Stalag Luft III και άλλοι 6 σε άλλα στρατόπεδα. Οι 3 που διέφυγαν, οι Νορβηγοί Per Bergsland και Jens Müller, φυγαδεύτηκαν με σουηδικό πλοίο με τη βοήθεια ψαράδων και ο Δανός Bram van der Stok, χάρη στις γνώσεις γερμανικών του, κατάφερε να ταξιδέψει στο μεγαλύτερο μέρος της κατεχόμενης Ευρώπης και να περάσει στην Ισπανία μέσα από τα Πυρηναία, με τη βοήθεια της γαλλικής αντίστασης.