Ξεκινά η μάχη του Πελελίου στον Ειρηνικό ωκεανό κατά τον Β’ Παγκόσμιο. Μέρος της μεγαλύτερης επιχείρησης “Forager”, η αμερικανική απόβαση είχε σκοπό την κατάληψη του κοραλιογενούς νησιού και του μικρού αεροδρομίου του. Την επιχείρηση ανέλαβαν η 1η Μεραρχία Πεζοναυτών και η 81η Μεραρχία Πεζικού (συνολικά 47.500 άνδρες).
Με την εκστρατεία στις Μαριάννες να εξελίσσεται ικανοποιητικά για τους Αμερικανούς, εμφανίστηκε ένα σημαντικό δίλημμα στρατηγικής. Οι αμερικανικές δυνάμεις, στόλος και στρατός, είχαν ξεκάθαρα την πρωτοβουλία των κινήσεων, καταβάλλοντας ή παρακάμπτοντας νησιωτικές ιαπωνικές φρουρές. Ενώ η αεροπορία ήταν ήδη σε εμβέλεια βομβαρδισμού των μητροπολιτικών νησιών της Ιαπωνίας.
Το δίλημμα που παρουσιάστηκε ήταν είτε να ολοκληρώσουν την κατάληψη των Φιλιππινών, περνώντας στη συνέχεια στην απόβαση στην Οκινάουα και από εκεί στα μεγάλα ιαπωνικά νησιά, άποψη που υποστήριζε ο στρατηγός ΜακΆρθουρ, ή σε μια πιο τολμηρή κίνηση, να παρακάμψουν τις υπόλοιπες Φιλιππίνες και να επιτεθούν στην Οκινάουα και στην Ταϊβάν θέτοντας άμεσα τα μητροπολιτικά νησιά της Ιαπωνίας σε κίνδυνο. Αυτή την πρόταση υποστήριζε το Ναυτικό με τον ναύαρχο Νίμιτς. Και οι δύο όμως περιελάμβαναν την κατάληψη του Πελελίου που βρισκόταν σε στρατηγικό σημείο.
Ο πρόεδρος Ρούζβελτ πέταξε στην περιοχή για να συνομιλήσει απευθείας με τους πρωταγωνιστές των επιτελείων και αφού τους άκουσε, προέκρινε την πρόταση Μακάρθουρ. Το Πελελίου χαρακτηριζόταν το απώτατο και πλέον απόμακρο πεδίο μάχης στο οποίο πολέμησαν ποτέ οι αμερικανικές δυνάμεις. Η φρουρά του αποτελείτο από 11.000 περίπου ιάπωνες, τμήμα της 14ης Μεραρχίας, περιλαμβανομένων και υποχρεωτικά στρατολογηθέντων “εθελοντών” Κορεατών εργατών.
Ο επικεφαλής, συνταγματάρχης Κούνιο Νακαγκάβα, οργάνωσε την άμυνα του νησιού σε βάθος, σκάβοντας επάλληλες σειρές χαρακωμάτων και οχυρωματικών θέσεων ενισχυμένες από πολυβολεία και πυροβολεία. Εγκαταλείποντας την συνηθισμένη τακτική της άμυνας επί της ακτής που συνήθως έληγε με τρομακτικές απώλειες από το φοβερό πυρ των αμερικανικών πλοίων και της αεροπορίας. Σε μεγάλο μέρος των βουνών και λόφων σκάφτηκαν αποθήκες, σήραγγες και θέσεις βαρέων όπλων, ενώ με διαταγή του καταργήθηκαν οι επιθέσεις “μπανζάι” που κρίθηκαν ανθρωποβόρες και αναποτελεσματικές.
Αντίθετα, οι Αμερικανοί ετοιμάστηκαν για μια κλασική επίθεση, ισοπεδώνοντας τις ακτές και εξαπολύοντας κύματα πεζοναυτών. Στις 15 Σεπτεμβρίου η 1η Μεραρχία Πεζοναυτών πάτησε πόδι στο Πελελίου δεχόμενη αμέσως πυρά από τις ιαπωνικές πυροβολαρχίες. Αν και η προώθηση έγινε σχετικά γρήγορα με στόχο το στρατιωτικό αεροδρόμιο, οι αμερικανικές δυνάμεις έπεσαν πάνω στα διασταυρωμένα πυρά των ιαπωνικών πολυβολείων και τις τοπικές αντεπιθέσεις του πεζικού και έδωσε σκληρό και επίμονο αγώνα.
Η υποτίμηση του αντιπάλου στοίχισε ακριβά στους Αμερικανούς. Παρά τις τεράστιες ποσότητες πυρομαχικών που έπεσαν στο νησί, οι ιαπωνικές δυνάμεις παρέμειναν ουσιαστικά άθικτες -ακόμα και το τάγμα που αμυνόταν στην ακτή υπέμεινε ελάχιστη φθορά- δείχνοντας πως η σωστή προετοιμασία και τακτική μπορούν να κάνουν θαύματα.
Η μάχη κράτησε 6 εβδομάδες και 8.000 Αμερικανοί σκοτώθηκαν ή τραυματίστηκαν (οι 6.500 ήταν της 1ης Μεραρχίας Πεζοναυτών, που έμεινε εκτός μάχης ως τον Απρίλιο του 1945) για να εξοντώσουν ουσιαστικά την ιαπωνική φρουρά (10.700 νεκροί επί 10.900). Στο τέλος, το Πελελίου προστέθηκε στα πεδία επίμονων μαχών των Αμερικανών στον Ειρηνικό, ως μια από τις πιο αιματηρές συγκρούσεις.