Το 1ο Λευκορωσικό Μέτωπο του Στρατάρχη Ζούκωφ και το 1ο Ουκρανικό Μέτωπο του Στρατάρχη Κόνιεφ, μια δύναμη 2.203.600 ανδρών (163 Μεραρχίες), με 4.529 άρματα μάχης, 2.513 πυροβόλα εφόδου, 13.763 συστήματα πυροβολικού, 14.812 όλμους, 4.936 αντιαρματικά πυροβόλα, 2.198 ρουκετοβόλα “Κατιούσα” και 5.000 αεροσκάφη επιτίθεται στις θέσεις της Γερμανικής Ομάδας Στρατιών Α, του στρατηγού Γιόσεφ Χάρπε. Ο τελευταίος είχε στη διάθεση του τις αποδυναμωμένες 9η και 17η Στρατιές και την 4η Στρατιά Πάντσερ, συνολικά περί τους 450.000 άνδρες, με 1.150 άρματα μάχης και 4.100 πυροβόλα.
Τόσο οι σχηματισμοί του Ζούκωφ όσο και του Κόνιεφ βρίσκονταν σε πλεονεκτικές θέσεις από προηγούμενες επιχειρήσεις, έχοντας καταλάβει ένα ευρύ προγεφύρωμα δυτικά του ποταμού Βιστούλα 200 χλμ. νότια της Βαρσοβίας. Οι δυνάμεις τους αναπλήρωσαν τις απώλειές τους και ενίσχυσαν τα αποθέματά τους με σημαντικό υλικό.
Οι κινήσεις των Ρώσων δεν διέφυγαν της προσοχής των γερμανικών υπηρεσιών πληροφοριών, που ενημέρωσαν το Στρατηγό Γκουντέριαν, επικεφαλής του Γερμανικού Επιτελείου. Αυτός μίλησε στον Χίτλερ για τη μεγάλη επικείμενη σοβιετική επίθεση, αλλά ο τελευταίος απέρριψε τις πληροφορίες ως το “μεγαλύτερο σχέδιο παραπλάνησης από την εποχή του Τζέκινς Χαν”. Ο Γκουντέριαν επέμενε, ζητώντας την άδεια απεγκλωβισμού των δυνάμεων της Ομάδας Στρατιών Βορρά, που είχαν απομονωθεί στο θύλακα της Κουρλανδίας, για να μεταφερθούν και να ενισχύσουν το κέντρο, αλλά ο Χίτλερ το απαγόρευσε. Επιπλέον διέταξε τη μεταφορά της 6ης Στρατιάς Πάντσερ του “Ζεπ” Ντήτριχ στην Ουγγαρία, για την επιχείρηση Frühlingserwachen, απομειώνοντας περισσότερο την εφεδρεία.
Τελικώς, η επίθεση εξαπολύθηκε με το κλασικό σοβιετικό μπαράζ πυροβολικού και αεροπορίας με χιλιάδες τεθωρακισμένα να ρίχνονται στην εκμετάλλευση του ρήγματος. Οι γερμανικές δυνάμεις αντιστάθηκαν αλλά με ελάχιστη υποστήριξη και υστέρηση 5:1 σε αριθμούς, λίγα μπορούσαν να γίνουν. Ο Κόκκινος Στρατός προέλασε σε βάθος εκατοντάδων χιλιομέτρων απελευθερώνοντας όλη την Πολωνία και φτάνοντας στα παλιά σύνορα του προπολεμικού Ράϊχ στον ποταμό Όντερ. Ξαφνικά, χωρίς άλλη αφορμή, ο Ζούκωφ σταμάτησε την επιχείρηση στις 3 εβδομάδες, σε απόσταση μόλις 70 χλμ. από το ανυπεράσπιστο Βερολίνο.
Η κίνηση, που προκάλεσε σοβαρούς τριγμούς και αντιδικίες στο ρωσικό επιτελείο με τον στρατηγό Τσούϊκωφ να τάσσεται υπέρ της συνέχισης της προέλασης και τον Ζούκωφ κατά, έδωσε την ευκαιρία στη Βέρμαχτ να ανασυνταχθεί για άλλη μια μεγάλη μάχη. Η απόφαση μπορεί να μην ήταν άσχετη με τη στάση του Στάλιν, για πολιτική εκμετάλλευση των μαχών. Στη Γιάλτα, ο Στάλιν υπερτόνισε την ανάληψη της επιχείρησης Βιστούλα-Όντερ ως ανακουφιστική για την μάχη των Αρδεννών, ενώ ο Ζούκωφ είχε κληθεί στη STAVKA μέρες πριν την έναρξη της επίθεσης για να ενημερώσει προσωπικά τον Στάλιν και να λάβει την τελική έγκριση.
Η επιχείρηση προκάλεσε δύο ακόμα γεγονότα: την μαζική εκκένωση των ναζιστικών στρατοπέδων συγκέντρωσης στην Πολωνία, με τους έγκλειστους να οδηγούνται περπατώντας εξαθλιωμένοι -με τεράστιες απώλειες- μέχρι τη Γερμανία για καταναγκαστική εργασία και σημαντική ροή Γερμανών προσφύγων προς τα δυτικά για να γλυτώσουν σοβιετικές αντεκδικήσεις.