Η αμερικανική αεροπορία χτυπά το Ναγκασάκι, έδρα της βαριάς βιομηχανίας Mitsubishi, με τη δεύτερη ατομική βόμβα, τον “Χοντρό” (“Fat Man”).
Ο πρώτος ατομικός βομβαρδισμός είχε γίνει μόλις τρεις μέρες πριν κατακαίγοντας τη Χιροσίμα, σε μια μοναδική για τα παγκόσμια χρονικά καταστροφή από ένα μόνο όπλο. Οι Ιαπωνικές αρχές ξαφνιάστηκαν από την ισχύ του πλήγματος, αλλά προσπάθησαν αρχικά να αποκλείσουν την πόλη και να αποκρύψουν το γεγονός από το κοινό. Καμία αναφορά στο ραδιόφωνο ή στις εφημερίδες δεν αποκάλυψε στην Ιαπωνία τα νέα της καταστροφής.
Άλλωστε, οι αναφορές όσων προσέτρεξαν στη Χιροσίμα ήταν ακατανόητες και πρωτοφανείς. Οι πυροσβέστες, αστυνομικοί, στρατιώτες του αυτοκρατορικού ιαπωνικού στρατού μιλούσαν για «θάλασσα φωτιάς», «ολοκληρωτική καταστροφή» και «ανθρώπους-τέρατα». Πέρα από τους ανθρώπους που ήταν στο επίκεντρο της έκρηξης και εξαϋλώθηκαν σε μια θύελλα πυρός, πολλοί περισσότεροι υπέστησαν τρομακτικά εγκαύματα. Το ιατρικό προσωπικό που προσπάθησε να τους ανακουφίσει, τους περιέγραφε ως «ανθρώπους-κάρβουνο» και «ανθρώπους-κεριά». Οι αναφορές αυτές θεωρήθηκαν από πολλούς Ιάπωνες αξιωματούχους υπερβολικές και απορρίφθηκαν.
Ωστόσο, μόλις 75 ώρες μετά, ένα ακόμα βομβαρδιστικό Β-29 με το όνομα “Bockscar” εμφανίστηκε πάνω από το Ναγκασάκι. Το σκηνικό της αποκάλυψης επαναλήφθηκε. Οι θυρίδες βομβών άνοιξαν και μια μεγάλη κοντόχοντρη βόμβα αφέθηκε να πέσει. Λίγες εκατοντάδες μέτρα πάνω από το έδαφος μια ξαφνική λάμψη κάλυψε τα πάντα. Οι Ιάπωνες βρήκαν μια νέα λέξη για αυτό το φαινόμενο: το ονόμασαν Pikadon, “το άγγιγμα του ήλιου”.
Η βόμβα εξερράγη τρία μίλια μακρυά από τον στόχο της αλλά αυτό είχε μικρή σημασία. Ο “Fat man” ήταν πιο καταστρεπτικός από την βόμβα της Χιροσίμα. Ακόμη, το Ναγκασάκι αποτελείτο σε μεγάλο ποσοστό από τα παραδοσιακά σπίτια ξύλου και ρυζόχαρτου που κάηκαν και κομματιάστηκαν από την έκρηξη σχεδόν αστραπιαία. Η πόλη είχε πληθυσμό 267.000 ανθρώπων, με 240.000 Ιάπωνες και άλλους 25-27 χιλιάδες ξένους εργάτες καταναγκαστικής εργασίας, κυρίως από την Κορέα και την Κίνα. Υπήρχε επίσης ένα μικρό στρατόπεδο αιχμαλώτων πολέμου έξω από την πόλη, με λίγες εκατοντάδες Βρετανούς, Ολλανδούς και Αμερικανούς.
Το σχέδιο της πόλης ήταν άναρχο αφού οι αρχές επέτρεπαν για χρόνια στον καθένα να χτίζει όπου ήθελε και εργάτες να στήνουν τα σπίτια τους στηρίζοντάς τα ακόμα και στους τοίχους των εργοστασίων που δούλευαν. Η έκρηξη τίναξε και κατέκαψε τα σπίτια σε απόσταση 15 μιλίων από το επίκεντρο και ο δυνατός αέρας μετέφερε τη φωτιά σε όλη την κοιλάδα καταστρέφοντας το 90% των οικιών. Καθώς μεγάλο μέρος της έκρηξης εκτονώθηκε γρήγορα, δεν παρατηρήθηκε το φαινόμενο της “θύελλας φωτιάς”, όπως στη Χιροσίμα. Παρόλα αυτά, η καταστροφή ήταν σχεδόν ολοκληρωτική.
Αν και ο αριθμός των ατομικών όπλων ήταν εξαιρετικά περιορισμένος (μόλις τρείς βόμβες ήταν διαθέσιμες στην πρώτη φάση του σχεδίου «Μανχάταν» με την πρώτη να έχει πυροδοτηθεί δοκιμαστικά στην έρημο του Νέου Μεξικό), η αμερικανική κυβέρνηση με την προτροπή της ηγεσίας της Αμερικανικής Αεροπορίας επέλεξε να χρησιμοποιήσει τα όπλα σε πολύ σύντομη χρονική αλληλουχία, δίνοντας την αίσθηση στους Ιάπωνες πως οι ατομικές βόμβες που είχαν στην κατοχή τους ήταν ανεξάντλητες.
Ο πρόεδρος Τρούμαν, άλλωστε, ήδη από τις 26 Ιουλίου του 1945 εκφώνησε λόγο κατά τη Διακήρυξη της συνδιάσκεψης του Πότσδαμ, στον οποίο η Ιαπωνία καλείτο να καταθέσει τα όπλα «άνευ όρων», διαφορετικά θα αντιμετώπιζε «άμεση και απόλυτη καταστροφή». Η έκρηξη στο Ναγκασάκι σκότωσε κάπου 40.000-80.000 ανθρώπους, τους μισούς από την έκρηξη και τους υπόλοιπους από τα τραύματά τους.
«Χρησιμοποιήσαμε την ατομική βόμβα για να συντομεύσουμε τον πόλεμο (…) και να σώσουμε τη ζωή πολλών χιλιάδων Αμερικανών. Θα την χρησιμοποιήσουμε και πάλι εώς ότου καταστρέψουμε την ικανότητα της Ιαπωνίας να πολεμά».
Τα λόγια του Προέδρου Τρούμαν αντικατόπτριζαν τη σκέψη της πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας εκείνη τη χρονική στιγμή. Πάνω από 350.000 Αμερικανοί στρατιωτικοί είχαν σκοτωθεί στον μακρόχρονο και άγριο πόλεμο του Ειρηνικού. Υπολογιζόταν ότι στην σχεδιαζόμενη επιχείρηση κατάληψης των μητροπολιτικών ιαπωνικών νήσων θα είχαν ακόμη μισό εκατομμύριο απώλειες ενώ θα χρειάζονταν δύο χρόνια σκληρών μαχών. Κι αυτά από μια Αμερική που βρισκόταν ήδη στα όρια των οικονομικών και κοινωνικών αντοχών της.
Οι Ρώσοι ισχυρίστηκαν μετά τον πόλεμο ότι ο ατομικός βομβαρδισμός ήταν μια στυγνή επίδειξη ισχύος εναντίον τους. Η στρατιωτική συνδρομή της ΕΣΣΔ είχε ήδη ζητηθεί και ο Στάλιν παζάρευε με επιδεξιότητα την Ματζουρία, την Κορέα και τη Σαχαλίνη. Η Βρετανία δεν άντεχε άλλες θυσίες. Η ατομική βόμβα προσέφερε λύση στα αδιέξοδα όλων.
Η ιαπωνική ηγεσία πείστηκε από την απανωτή ρίψη των δύο βομβών ότι το οπλοστάσιο των ΗΠΑ αριθμούσε περισσότερα ατομικά όπλα και έσπευσε στις 10 Αυγούστου να συνθηκολογήσει. Στις 14 του μηνός ο αυτοκράτορας Χιροχίτο με τρεμάμενη φωνή ανακοίνωνε στο ραδιόφωνο την πρώτη ήττα στην ιστορία του λαού της Ιαπωνίας. Η ατομική εποχή ανέτειλε. Ο κόσμος, όμως, που ατένιζε δεν ήταν ρόδινος.