Συγκροτείται στην περιοχή της Λαμίας κατόπιν διαταγής του ΓΕΣ, το «Εκστρατευτικό Σώμα Ελλάδος» (ΕΚΣΕ) για να συμμετάσχει στη σύγκρουση της Κορέας. Η συγκρότησή πραγματοποιήθηκε από τμήματα της Ιης και ΙΙης Μεραρχίας και κυρίως της 42ης Ταξιαρχίας Πεζικού, τμήμα της ΙΧ ΜΠ.
Αρχικά σχέδια για την αποστολή μιας ολόκληρης ταξιαρχίας (3.500 άνδρες) αναθεωρήθηκαν, σε μόλις ένα ενισχυμένο τάγμα 849 ανδρών. Διοικητής του ορίστηκε ο αντισυνταγματάρχης Διονύσιος Αρμπουζής. Το Τάγμα περιελάμβανε Λόχο Διοικήσεως, τρεις λόχους τυφεκιοφόρων, διμοιρία όλμων των 81 χιλ., διμοιρία πολυβόλων 0,30”, διμοιρία διαβιβάσεων, διμοιρία σκαπανέων, διμοιρία τραυματιοφορέων, διμοιρία διαχειρίσεως, συνεργείο επισκευών και τμήμα ενισχύσεων.
Το ΕΚΣΕ, που στελεχώθηκε κατά βάση (95%) από εθελοντές, μετά από μια περίοδο εκπαίδευσης, έλαβε οπλισμό και εξοπλισμό σύγχρονης αμερικανικής προέλευσης και αφού έλαβε την πολεμική του σημαία σε μεγάλη τελετή στην πλατεία Συντάγματος, επιβιβάστηκε σε αμερικανικό οπλιταγωγό. Για να φτάσει στις 9 Δεκεμβρίου 1950 στο λιμάνι της Πουσάν, όπου εντάχθηκε στη διοίκηση του 7ου αμερικανικού Συντάγματος Ιππικού της 1ης Μεραρχίας Πεζικού.
Ενισχύσεις ανέβασαν τον αριθμό των στρατιωτών στους 1.063, κάνοντας την Ελλάδα τον 5ο μεγαλύτερο πάροχο δυνάμεων μεταξύ των Ηνωμένων Εθνών στην Κορέα και την 8η χώρα που αποφάσισε να βοηθήσει τη δοκιμαζόμενη κυβέρνηση της Σεούλ.
Το ΕΚΣΕ θα παραμείνει στην Κορέα μέχρι το 1955. Θα λάβει μέρος σε πολλές εμπλοκές και μάχες με κυριότερες εκείνες των υψωμάτων 381, 326, του υψώματος “Σκοτς” και φυσικά του υψώματος “Χάρυ”, όπου θα κερδίσει τον θαυμασμό των συμμάχων και τον σεβασμό των εχθρών για τη μαχητικότητά του. Αποτελεί το ένα σκέλος της ελληνικής συμμετοχής στον πόλεμο, με άλλο το 13ο Σμήνος Αερομεταφορών. Συνολικά, 10.250 άνδρες θα αναπτυχθούν εκ περιτροπής στην Κορέα και θα πολεμήσουν με τα χρώματα του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, ενώ 186 θα σκοτωθούν και 577 θα τραυματιστούν.