Οι Γάλλοι παραδίδονται στο Ντιέν Μπιέν Φου, μετά από δύο σχεδόν μήνες πολιορκίας και εξοντωτικού βομβαρδισμού.
Η αντίσταση της “Ένωσης για την Απελευθέρωση του Βιετνάμ” (Việt Minh), είχε ξεκινήσει τον αγώνα της κατά των Γάλλων αποικιοκρατών πριν ακόμα ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος φτάσει στις πύλες της Ινδοκίνας. Με την πτώση της Γαλλίας από την εισβολή των Ναζί και την κατάληψη της Ινδοκίνας από τον αυτοκρατορικό Ιαπωνικό Στρατό, η οργάνωση Βιετ Μινχ στράφηκε κατά των Ιαπώνων και σε αυτόν τον αγώνα κέρδισε την υποστήριξη των ΗΠΑ και της Εθνικιστικής Κίνας. Με την απόσυρση του Ιαπωνικού Στρατού, η ώρα της ελευθερίας έμοιαζε να έχει φτάσει, αλλά η επιστροφή των γαλλικών δυνάμεων σήμανε νέο κύκλο αντίστασης εναντίον τους.
Μετά από τρία χρόνια ανταρτοπολέμου, οι εμπειροπόλεμοι Βιετ Μινχ ξεκίνησαν και συμβατικό πόλεμο έχοντας την υποστήριξη των ομοϊδεατών τους από την Κομμουνιστική Κίνα και τη Σοβιετική Ένωση ενώ η Γαλλία είχε την αμέριστη στήριξη των ΗΠΑ. Ο πόλεμος, πέρα από τα συμφέροντα των δύο άμεσα εμπλεκομένων πλευρών, είχε χαρακτηριστικά αγώνα επικράτησης μεταξύ των δύο κύριων συνασπισμών, που είχαν στο μεταξύ παγιωθεί στον Μεταπολεμικό κόσμο.

Από το 1952, έχοντας κουραστεί από χρόνια ανταρτοπολέμου και εκμεταλλευόμενοι την νέα στρατηγική των Βιετναμέζων, οι Γάλλοι άλλαξαν τακτική προσπαθώντας να εξαναγκάσουν τους Βιετ Μινχ να φθαρούν σε επιθέσεις κατά βαριά οχυρωμένων τοποθεσιών, όπου οι Γάλλοι είχαν την υπεροχή σε βαρέα όπλα, πυροβολικό και αεροπορία. Μια πρώτη προσπάθεια στη μάχη του Na San απέτυχε αλλά το γαλλικό επιτελείο το απέδωσε σε κακή προετοιμασία από μέρους του. Μια ισχυρότερη βάση οργανώθηκε στο Ντιεν Μπιεν Φου (Diên Biên Phu), μια κοιλάδα που περιβαλλόταν από ψηλά βουνά και υψώματα.
Το σχέδιο του γαλλικού επιτελείου ήταν να καταλάβουν με ισχυρές δυνάμεις μια θέση στο ορεινό ανάγλυφο του βορειοδυτικού Βιετνάμ και παρουσιάζοντας έναν ελκυστικό στόχο να δελεάσουν τους Βιετ Μίνχ να τους επιτεθούν.
Το σχέδιο, όμως, δεν πήγε καλά. Μεθοδικά, οι Βιετναμέζοι κατόρθωσαν να καταλάβουν τα υψώματα γύρω από το στρατόπεδο, να μεταφέρουν με τα χέρια σημαντικές ποσότητες στοιχείων πυροβολικού και να σκάψουν ένα υπόγειο δίκτυο επικοινωνίας μεταξύ των θέσεων τους.
Στα μέσα Μαρτίου 1954 οι Γάλλοι βρέθηκαν ξαφνικά σε ένα πυκνό μπαράζ αλληλοκαλυπτόμενων πυρών πυροβολικού στο οποίο δεν μπορούσαν να απαντήσουν. Οι αεροπορικές επιθέσεις, στις οποίες υπολόγιζαν για τη νίκη, παρεμποδίζονταν από αντιαεροπορικά πυροβόλα που επίσης μετέφεραν οι Βιετναμέζοι με τα χέρια. Μέχρι το τέλος Απριλίου η κατάσταση είχε γίνει απελπιστική. Αν και οι επίλεκτοι Γάλλοι αλεξιπτωτιστές και οι Λεγεωνάριοι απέκρουσαν τις επιθέσεις των Βιετ Μίνχ, η μάχη είχε εξελιχθεί σε αγώνα επιβίωσης.
Τελικά, στις 7 Μαΐου, είχαν απομείνει λιγότεροι από 3.000 αξιόμαχοι Γάλλοι από τους 14.000 που ήταν στη βάση, οι οποίοι και κάμφθηκαν από την τελική επίθεση 25.000 Βιετναμέζων. Οι Γάλλοι αιχμάλωτοι ήταν περίπου 11.700, εκ των οποίων 4.400 τραυματίες, ενώ άλλοι 2.300 σκοτώθηκαν και 1.700 αγνοούνταν. Από αυτούς μόλις 3.300 επιβίωσαν στις συνθήκες της αιχμαλωσίας ενώ ελάχιστοι διέφυγαν στο Λάος.
Ήταν η μεγαλύτερη ήττα του γαλλικού στρατού μετά τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο και σφράγισε την τύχη της Ινδοκίνας, οδηγώντας στην πτώση της γαλλικής κυβέρνησης και στην έναρξη διαπραγματεύσεων με τους Βιετ Μινχ.