Μετά από πέντε χρόνια σκληρών αγώνων, η Κύπρος αναγνωρίζεται ως ανεξάρτητο κράτος και κερδίζει τη θέση της στη διεθνή σκηνή.
Το αίτημα για την απελευθέρωση της Κύπρου από τον σκληρό οθωμανικό ζυγό τίθεται ήδη από τον αγώνα του 1821, όταν πολλοί Κύπριοι οραματίστηκαν την επανάσταση στο νησί, ταυτόχρονα με τις επαναστάσεις στη Μολδοβλαχία και στο Μωριά. Όμως η κυπριακή ηγεσία των Φιλικών έκρινε πως μια Κύπρος τόσο απομονωμένη από τον εθνικό κορμό, τόσο κοντά στην Τουρκία και χωρίς παράδοση σε σώματα ένοπλης αντίστασης, όπως οι κλέφτες και αρματωλοί, δεν θα είχε πιθανότητες επιτυχίας για απελευθέρωση. Παρόλα αυτά, υπήρξε εξέγερση από μεμονωμένες ενέργειες αγωνιστών, που πνίγηκε στο αίμα. Και πολλοί κατέφυγαν στην Ελλάδα και πολέμησαν στον εκεί αγώνα.
Το αίτημα θα επανεμφανιστεί ξανά και ξανά στον 19ο αιώνα, με τους Κυπρίους να συντάσσονται με ξένους οι οποίοι προσέφεραν ανταλλάγματα που ποτέ δεν θα υλοποιηθούν. Από το 1930 και μετά, το αίτημα των Κυπρίων ήταν “Ένωσις και μόνον ένωσις” και διεκδικείτο με βαλκανικού τύπου ένταση αντιγράφοντας τη συνταγή από την Κρητική επανάσταση. Βρετανική αποικία και πάλι από το 1878, η Κύπρος βίωσε την καταπίεση των Βρετανών επικυριάρχων με τη μορφή περιορισμών, διώξεων και αφαίρεσης κεκτημένων δικαιωμάτων (όπως τη λειτουργία ελληνικών σχολείων και τη σύσταση ενώσεων και συνεταιρισμών), ιδίως από τον κυβερνητη Sir Richmond Palmer. Που μέχρι την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου θα επιβάλει ένα καθεστώς καταπίεσης και φόβου τη λεγόμενη “Παλμεροκρατία”.
Η έλευση του Β’ Παγκοσμίου άλλαξε την κατάσταση. Οι πιεστικές ανάγκες των Βρετανών για ανθρώπινο δυναμικό, τους έκαναν να καλέσουν κάθε εφεδρεία από τις αποικίες, υποσχόμενοι τα πάντα, από ανεξαρτησία έως φιλελεύθερη διαχείριση. Η Κύπρος έλαβε και αυτή την ίδια υπόσχεση και χιλιάδες Κύπριοι συνασπίστηκαν με τη βρετανική προσπάθεια, είτε ως στρατιώτες είτε σε πολιτικό ρόλο. Όμως, ενώ άλλες χώρες έλαβαν την ανεξαρτησία ή την αυτονομία τους μετά τον πόλεμο, η Κύπρος αποκτώντας ακόμη μεγαλύτερη σημασία ως “φρούριο” κοντά στις πετρελαιοπηγές της Μέσης Ανατολής, “ανταμείφθηκε” με ακόμα μεγαλύτερο ζυγό από τους Βρετανούς. Η εξέλιξη αυτή διέλυσε κάθε ψευδαίσθηση ειρηνικής επίλυσης και έθεσε το σπόρο του κυπριακού αγώνα.
Η στάση του Γεωργίου Γρίβα και της οργάνωσης Ε.Ο.Κ.Α. που απλώθηκε και κυριάρχησε με πενιχρά μέσα, ανέτρεψε τη θέληση μιας υπερδύναμης και από το 1955 ως το 1960 έθεσε με επίταση το θέμα της “Ένωσης”. Και η ίδια η Ελλάδα είχε θέσει το ζήτημα τόσο στις συνομιλίες ειρήνευσης μετά το τέλος του πολέμου όσο και με τον βασιλιά Παύλο το 1948. Ενώ το 1950, σε παγκύπριο δημοψήφισμα που οργάνωσε η Εκκλησία της Κύπρου, το 95,7% των μετεχόντων υπερψήφισε την Ένωση. Από την πλευρά τους, με τη στήριξη της Άγκυρας, οι Τουρκοκύπριοι αντέταξαν το αίτημα του “Taksim” (διαχωρισμός), τη διχοτόμηση δηλαδή του νησιού με εθνολογικά κριτήρια. Ο διχασμός αυτός θα τύχει εκμετάλλευσης από τους Βρετανούς κατά τον αγώνα της ΕΟΚΑ αλλά και μετά.
Οι πιέσεις σε διεθνές επίπεδο και η αδυναμία να καταστείλει τη δράση της ΕΟΚΑ θα υποχρεώσουν τη Βρετανία να παρουσιάσει ένα σχέδιο περί Συντάγματος που καλούσε σε εγκατάλειψη των αιτημάτων της “Ένωσης” και του “Taksim” εξίσου, απέδιδε στην Ελλάδα και στην Τουρκία χαρακτήρα εγγυητή, προνόμιο που κρατούσε και η Βρετανία και “χάριζε” ανεξαρτησία στην Κύπρο, με παρουσία όμως “εγγυητικών” στρατευμάτων από τις τρεις χώρες και με δικαίωμα επέμβασης. Η κυβέρνηση θα είχε Ελληνοκύπριο πρόεδρο, Τουρκοκύπριο αντιπρόεδρο και δεκαμελές υπουργικό συμβούλιο που θα επιλεγόταν από τους δύο (οι 7 από τον πρόεδρο και οι 3 από τον αντιπρόεδρο). Οι αποφάσεις θα λαμβάνονταν κατά πλειοψηφία αλλά και οι δύο κεφαλές της κυβέρνησης είχαν δικαίωμα αρνησικυρίας (veto).
Η συμφωνία του Λονδίνου για την ανεξαρτησία της Κύπρου επικυρώθηκε με λίγες αλλαγές στη Ζυρίχη. Βέβαια το περίπλοκο συνταγματικό κείμενο ούτε ευέλικτο ήταν, ούτε φιλελεύθερο, αλλά αντίθετα στηριζόταν στην πεποίθηση πως όλα θα κυλούσαν ομαλά. Μια υπόθεση αφελής, εφόσον οι αντιθέσεις μεταξύ των δύο κοινοτήτων έβραζαν και μετρούσαν ήδη νεκρούς και κακοποιημένους. Για ακόμα μια φορά, οι Βρετανοί έπαιζαν το χαρτί του μαθητευόμενου μάγου με τις τύχες άλλων λαών.
Το σημαντικό όμως παρέμενε: η Κύπρος της ΕΟΚΑ πάλεψε, αγωνίστηκε και μάτωσε για ελευθερία από τον ξένο ζυγό και ένωση με την πατρίδα Ελλάδα. Αυτό ζητούσε και όπως είχε κατ’ επανάληψη δηλώσει, σε μια τέτοια πραγματικότητα η τουρκοκυπριακή κοινότητα είχε θέση. Η τελευταία έπεσε θύμα της χειραγώγησης των σκοτεινότερων διαδρόμων της Άγκυρας, πράκτορες της οποίας οργάνωσαν τους Τουρκοκυπρίους και τους έστρεψαν κατά των Ελληνοκυπρίων τόσο στην περίοδο του αγώνα της ΕΟΚΑ όσο και μετά.
Η συμφωνία περί Κυπριακής Ανεξαρτησίας έγινε αποδεκτή και στις 16 Αυγούστου του 1960 οι Βρετανικές αρχές σε μια τελετή υπέστειλαν τη σημαία τους από τα δημόσια κτίρια και παρέδωσαν τις εξουσίες στη Βουλή της Κύπρου. Το όνειρο της “Ένωσης” δεν πραγματώθηκε και η Κύπρος κέρδισε απλά λίγο χρόνο μέχρι οι εθνοτικές έριδες να σαρώσουν το νησί, παραδίδοντάς το σε μια δίνη που θα οδηγούσε στις συγκρούσεις του 1963 και 1964 και τελικά στην εισβολή.
Η “ανεξαρτησία” της Κύπρου, που με συμφωνία μεταξύ του προέδρου, Αρχιεπισκόπου Μακαρίου και του αντιπροέδρου Φαζίλ Κιουτσούκ, ορίστηκε να εορτάζεται την 1η Οκτωβρίου, ήταν μια κατασκευή που έγινε για να εξυπηρετήσει συμφέροντα ξένων δυνάμεων αλλά όχι της Κύπρου. Αμφότερες οι εθνοτικές κοινότητες αποδέχθηκαν τη λύση αυτή ως κάτι το αναγκαίο και προσωρινό, αναμένοντας νέο γύρο.