Χαράσσεται στην Κύπρο μετά τα αιματηρά γεγονότα του έτους (την τουρκοκυπριακή ανταρσία του ’63) η λεγόμενη «Πράσινη Γραμμή». Που αρχικά διαχώριζε τις συνοικίες Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων στην πόλη της Λευκωσίας, αλλά σταδιακά επεκτάθηκε διαχωρίζοντας έξι συνολικά τουρκοκυπριακούς θύλακες, που πρωταγωνίστησαν στις ταραχές.
ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ – 21 Δεκεμβρίου 1963: Ο ματωμένος Δεκέμβριος του ’63 στην Κύπρο
Βρετανική αποικία επίσημα από το 1925, αλλά υπό βρετανική διοίκηση από το 1878, η Κύπρος πέρασε από φωτιά και σίδερο με τον απελευθερωτικό αγώνα της ΕΟΚΑ (Εθνική Οργάνωση Κυπρίων Αγωνιστών), που οργανώθηκε από μια μικρή δύναμη αντιστασιακών από το 1955. Αντιμετωπίζοντας οξύ ζήτημα ασφαλείας, οι Βρετανοί στράφηκαν στην κυπριακή αστυνομία.
Στην τελευταία, οι Ελληνοκύπριοι αστυνομικοί άρχισαν να αποχωρούν παραιτούμενοι μαζικά, αφήνοντας τη δύναμη λειψή και την αστυνόμευση της Κύπρου ανεπαρκή στην πλέον κρίσιμη ώρα για τις αποικιακές αρχές. Αναζητώντας λύση, ο κυβερνήτης της Κύπρου, Sir Robert Perceval Armitage, στράφηκε προς τους Τουρκοκυπρίους, προσλαμβάνοντάς τους και εντάσσοντάς τους μαζικά στο αστυνομικό σώμα. Σύντομα, μεγάλο μέρος της αστυνομίας και των τελωνειακών αποτελείτο από Τουρκοκυπρίους. Η τάση επιδεινώθηκε περισσότερο από τη συνεχιζόμενη άρνηση των Ελληνοκυπρίων να ενταχθούν στα σώματα ασφαλείας -κατ’ εντολή της ΕΟΚΑ- με αποτέλεσμα ο Armitage να καλέσει το Επικουρικό Σώμα της Αστυνομίας στη δράση, προσλαμβάνοντας εκ νέου Τουρκοκυπρίους, με ελάχιστη εκπαίδευση, σε αστυνομικά καθήκοντα.
Με την κατάσταση στους δρόμους να επιδεινώνεται, το Λονδίνο αντικατέστησε τον ανεπαρκή Armitage με τον απόστρατο στρατάρχη Sir John Harding. Ο τελευταίος αντιμετωπίζοντας το ίδιο πρόβλημα συνέχισε την τακτική του προκατόχου του γεμίζοντας τα σώματα ασφαλείας με Τουρκοκυπρίους και προκαλώντας το κοινό αίσθημα της ελληνικής κοινωνίας που αποτελούσε την πλειονότητα. Σύμβουλοι του Harding προσπάθησαν να του εξηγήσουν πως η πολιτική αυτή θα ερέθιζε τα εθνικά αντανακλαστικά και τα πνεύματα μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων στο νησί αλλά ο Harding, γνωστός για τον αυταρχικό και απόλυτο χαρακτήρα του, δεν άκουγε λέξη.
Πολλοί σημείωσαν πως ο νέος κυβερνήτης δεν θα μπορούσε να βρει καλύτερο τρόπο να ερεθίσει τα πάθη και από το 1956, οι συγκρούσεις και οι τριβές μεταξύ των δύο κοινοτήτων, που ήταν σχεδόν ανύπαρκτες πριν, πλέον είχαν γίνει καθημερινό πρόβλημα. Τον Μάιο του 1956, η ΕΟΚΑ σκότωσε σε ενέδρα ομάδα Τουρκοκυπρίων αστυνομικών και η βία που ξεσήκωσε το γεγονός, ώθησε τον επαρχιακό διευθυντή Clemens να διαχωρίσει προσωρινά την τουρκική από την ελληνική συνοικία της Λευκωσίας με ένα φράγμα δύο περίπου χιλιομέτρων. Ήταν η πρώτη πράξη διαχωρισμού μεταξύ των δύο κοινοτήτων στην Κύπρο.
Έτσι, στις 29 Μαΐου 1956, το Σώμα Βασιλικού Μηχανικού του Βρετανικού Στρατού ύψωσε ένα φράγμα από συρματόπλεγμα ύψους δύο περίπου μέτρων στην παλιά πόλη της Λευκωσίας, με τους εκπροσώπους των δύο κοινοτήτων να ενημερώνονται την τελευταία στιγμή. Σύντομα σκέψεις έγιναν για την επέκταση του φράγματος από την Πάφο μέχρι την Αμμόχωστο ενώ στη Λευκωσία ο πληθυσμός ήδη μιλούσε περιφρονητικά για αυτό ονομάζοντάς το “Γραμμή Clemens”. Πάντως οι Βρετανοί κάλεσαν τους Τουρκοκυπρίους να πληρώσουν και αποζημιώσεις για τις ζημιές που προκάλεσαν οι ταραχές τους στην ελληνική συνοικία της Λευκωσίας.
To 1960, με την απελευθέρωση και αποαποικιοποίηση της Κύπρου, η γραμμή που είχε εγερθεί στην πόλη της Λευκωσίας και αλλού καταργήθηκε, αλλά σύντομα τα προβλήματα επανήλθαν. Με τη στήριξη της Άγκυρας, οι τουρκοκυπριακές κοινότητες εντός Κύπρου δημιουργούσαν όλο και περισσότερες τριβές με τους Ελληνοκυπρίους, ενώ προέβαιναν σε καταστροφές, επιθέσεις και πράξεις ανυπακοής στα ψηφίσματα και τους κανόνες της νεαρής δημοκρατίας.
Στις 21 Δεκεμβρίου 1963, δύο Τουρκοκύπριοι αρνήθηκαν να δείξουν ταυτότητες σε μπλόκο της αστυνομίας, ξεσηκώνοντας την τοπική κοινότητα που γρήγορα κατέβηκε στο πλευρό τους και έγινε απειλητική. Οι αστυνομικοί πυροβόλησαν και σκότωσαν δύο από τους διαδηλωτές. Το γεγονός προκάλεσε γενική αναταραχή στο νησί, με συγκρούσεις Ελλήνων και Τούρκων σε πολλές περιοχές. Τις επόμενες μέρες πυροβολισμοί, ξυλοδαρμοί, καταστροφές περιουσιών έλαβαν χώρα σε όλη την Κύπρο που κορυφώθηκαν την ημέρα των Χριστουγέννων, ακόμα και σε περιοχές που δεν είχε παρατηρηθεί έξαρση βίας, όπως στο χωριό Ομορφίτα (Küçük Kaymaklı) έξω από τη Λευκωσία, στον ποταμό Πεδιαίο και στη Λεμεσσό. Τις μέρες αυτές, η Τουρκία έκανε την παρουσία της αισθητή με υπερπτήσεις μαχητικών σε χαμηλό ύψος πάνω από τις κυπριακές πόλεις και ενώ αντιτορπιλικά της έπλεαν κοντά στις ακτές της Κερύνειας.
Υπό το πρίσμα αυτό, σε έκτακτη σύσκεψη στις 29 προς 30 Δεκεμβρίου, που παρέστησαν οι αρχές της Κύπρου και οι Βρετανικές με επικεφαλής τον υπουργό Αποικιακών Υποθέσεων, Ντάνκαν Σάντις (Duncan Sandys), αποφασίστηκε η εκ νέου έκτακτη έγερση ενός φράχτη για τη δημιουργία γραμμής κατάπαυσης του πυρός που θα απομόνωνε τις δύο κοινότητες.
Η συμφωνία έφερε τις υπογραφές του προέδρου της Κύπρου, Αρχιεπισκόπου Μακαρίου του Γ’ και του προέδρου της Βουλής, Γλαύκου Κληρίδη, του αντιπροέδρου, δρ. Φαζίλ Κιουτσούκ και του προέδρου της τουρκοκυπριακής κοινοτικής συνέλευσης, Ραούφ Ντενκτάς, καθώς και του υπουργού αποικιακών υποθέσεων της Βρετανίας, Ντάνκαν Σάντις.
Η ονομασία της δόθηκε διότι στο πρώτο πρόχειρο σχέδιο, ο Βρετανός υποστράτηγος Πήτερ Γιανγκ (Peter Young) χάραξε τη γραμμή στο χάρτη με πράσινο μολύβι. Η φύλαξη της πράσινης γραμμής ανατέθηκε σε κυανοκράνους του ΟΗΕ.