Εκατόν είκοσι αμερικανικά βομβαρδιστικά Β-52 αναλαμβάνουν μια μεγάλη επιχείρηση εξουδετέρωσης στόχων, στην περιοχή του Ανόι κατά τον πόλεμο του Βιετνάμ. Συνέχεια της επιτυχημένης επιχείρησης Linebacker, η Linebacker ΙΙ χρησιμοποιούσε βαρέα βομβαρδιστικά αντί ελαφρών τακτικών αεροσκαφών, για να καταστρέψει εγκαταστάσεις και αποθήκες στην πρωτεύουσα του Βορείου Βιετνάμ.
Η πρώτη φάση της Linebacker II εκκίνησε στις 18 Δεκεμβρίου 1972 με προεδρική εντολή να χτυπηθεί το Ανόι με αποφασιστικότητα. Η επιχείρηση θα είχε διάρκεια τριών ημερών, με προαίρεση άλλης μιας τριήμερης επιδρομής και τη δυνατότητα να επεκταθεί περεταίρω, αν κρινόταν σκόπιμο.
Ο βομβαρδισμός ήταν μια καθαρά πολιτική επιλογή του Νίξον για να πιέσει την κομμουνιστική ηγεσία του Βιετνάμ να έρθει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Τους προηγούμενους μήνες, η ηγεσία του Β. Βιετνάμ είχε εισβάλει στο Νότο με ισχυρές δυνάμεις ανατρέποντας τις άμυνες στο έδαφος, μια προέλαση που αναχαιτίστηκε με τη χρήση στρατηγικών βομβαρδιστικών Β-52 σε τακτικό ρόλο με συμβατικές βόμβες. Η “Linebacker ΙΙ” είχε σκοπό να επαναλάβει αυτήν την επιτυχία, αλλά στα μετόπισθεν του εχθρού.
Ενώ, όμως, το 1972 κανείς δεν αμφέβαλε για την ισχύ που μετέφερε ένα Β-52, η λειτουργία του σε τακτικό ρόλο αφαιρούσε τα όποια πλεονεκτήματα του. Όπως και στην Κορέα, 20 χρόνια πριν, όπου τα Β-29 αποδεκατίστηκαν πετώντας σε περιβάλλον με ισχυρή αντιαεροπορική άμυνα σε χαμηλά ύψη, έτσι και τώρα η αποστολή φαινόταν αυτοκτονική στα 300 πληρώματα των 209 Β-52, που μαζεύτηκαν για να ακούσουν την ενημέρωση για την επιχείρηση. Οι περισσότεροι είχαν πιστέψει τον υπουργό Εξωτερικών Χ. Κίσινγκερ που υποσχόταν λίγες μέρες πριν πως “η ειρηνευτική διαδικασία είναι καθ’ οδόν” και δεν περίμεναν το μέγεθος της κινητοποίησης.
Το χειρότερο ήταν πως ο αιφνιδιασμός οδήγησε σε σοβαρά λάθη σχεδιασμού και έλλειψη πληροφοριών για τις δυνάμεις και δυνατότητες του αντιπάλου. Τα βομβαρδιστικά θα έπρεπε να πετάξουν σε ευθεία γραμμή στο ίδιο ύψος, με απόσταση 15 δευτερόλεπτα μεταξύ τους, και ενός λεπτού ανά σμήνος, να αφήσουν τις βόμβες τους και να εκτελέσουν όλα έναν απότομο ελιγμό δεξιά (τακτική πυρηνικού πλήγματος για να αποφύγουν την έκρηξη αλλά εντελώς άστοχο σε πλήγμα με συμβατικές βόμβες). Όλα έδειχναν απόλυτα προβλέψιμα και τα περιθώρια ελιγμών και αυτοσχεδιασμού σε περίπτωση απροόπτων ήταν μηδενικά.
Έτσι η αρχική φάση της επιχείρησης λειτουργούσε ανάποδα: αντί να αιφνιδιάσουν τον αντίπαλο, οι αμερικανοί σχεδίασαν ένα πλάνο που εξυπηρετούσε άριστα τους Βορειοβιετναμέζους χειριστές των αντιαεροπορικών πυραύλων. Όπως θυμόταν κι ένας χειριστής που έλαβε μέρος στην αρχή της επιχείρησης, “κατανοούσαμε ότι ο χρόνος προετοιμασίας ήταν μικρός και τα σμήνη αεροσκαφών δυσκίνητα αλλά το όλο σχέδιο θύμιζε σειρά από πάπιες που πυροβολείς στο λούνα παρκ”.
Μοιραία, οι απώλειες των πρώτων εξόδων ήταν μεγάλες κάτι που δημιούργησε μεγάλη αμφιβολία και αγανάκτηση μεταξύ των πληρωμάτων, ιδίως των πιο έμπειρων χειριστών. Παρόλα αυτά, οι ζημιές που προκλήθηκαν στις εγκαταστάσεις πέριξ του Ανόι ήταν σημαντικές, ενώ την πρώτη μέρα σημειώθηκε και η κατάρριψη ενός βορειοβιετναμικού μαχητικού MiG από τα πυροβόλα του ουραίου πύργου ενός B-52 (“Lilac Three”) -η μοναδική φορά που έγινε κάτι τέτοιο- και η τελευταία από τότε. Το ίδιο το βομβαρδιστικό χτυπήθηκε άσχημα από έναν SA-2 και κατόρθωσε να επιστρέψει στη βάση U-Tapao στην Ταϊλάνδη. Άλλα αεροσκάφη δεν ήταν τόσο τυχερά.
Τα χρονικά περιθώρια ήταν τόσο στενά που δεν έγινε δυνατό να γίνουν διορθωτικές αλλαγές μετά τις απώλειες της πρώτης μέρας, με τα αεροσκάφη του δευτέρου κύματος να απογειώνονται πριν ακόμα επιστρέψουν όλα τα βομβαρδιστικά του πρώτου. Μετά από μια 36ωρη ανάπαυλα για την ημέρα των Χριστουγέννων, οι βομβαρδισμοί συνεχίστηκαν με κάποιες αλλαγές.
Έτσι στις 26 Δεκεμβρίου 1972 τα αεροσκάφη “φορτώθηκαν” με νέες συσκευές ηλεκτρονικού πολέμου και παρεμβολείς, ενώ σε καθένα από τα 120 βομβαρδιστικά αντιστοιχούσε ένα σχεδόν αεροσκάφος ηλεκτρονικού πολέμου ή καταστολής εχθρικής αεράμυνας (ΕΑ-6, F-4G). Ακόμη οι τακτικές βομβαρδισμού είχαν αλλάξει: αντί να πετούν σε ευθεία γραμμή τώρα τα σμήνη πετούσαν σε διασταυρούμενα δρομολόγια σε διαφορετικά ύψη, ενώ τον δρόμο τους “έστρωναν” τα αεροσκάφη παρεμβολών με ένα “χαλί” φωτοβολίδων και αερόφυλλων.
Οι τακτικές αυτές έπιασαν τόπο. Οι συστοιχίες SAM (Surface-to-Air-Missiles) των Βορειοβιετναμέζων αιφνιδιάστηκαν από τη μαζικότητα και ευελιξία των βομβαρδιστικών και εκτόξευσαν “μόλις” 68 πυραύλους SA-6. Φυσικά, το γεγονός ότι τις προηγούμενες μέρες οι μονάδες αεράμυνας είχαν καταναλώσει τουλάχιστον 250 πυραύλους, μειώνοντας το απόθεμα του Βορείου Βιετνάμ σε κρίσιμα επίπεδα δεν ήταν άσχετο με τις επιδόσεις αυτές. Δεν είχε, όμως, σημασία. Οι απώλειες ήταν σημαντικά μικρότερες και η “Linebacker II” συνεχίστηκε μέχρι τις 29 του μήνα με τις απώλειες ως τότε να έχουν μηδενιστεί.
Ο δρόμος των διαπραγματεύσεων είχε ανοίξει, αν και το Ανόι τόνιζε πως “δεν αισθανόταν καμία πίεση από τους βομβαρδισμούς”. Όλοι, όμως, κατανοούσαν το αντίθετο ενώ ο Νίξον ήταν αποφασισμένος να κλείσει το ζήτημα του Βιετνάμ, που απασχολούσε την αμερικανική πολιτική από σχεδόν εικοσαετίας. Τον Ιανουάριο του 1973, η συμφωνία προχώρησε χωρίς ωστόσο τα καταλυτικά αποτελέσματα που αναμένονταν, με τους Αμερικανούς να απαλείφουν πολλές απαιτήσεις τους για να επιτύχουν την πολυπόθητη ειρήνη.
Στις 15 Ιανουαρίου, οι ΗΠΑ ανακοίνωσαν την αναστολή των βομβαρδισμών και στις 27 Ιανουαρίου υπογράφηκε η συμφωνία που άρχισε να εφαρμόζεται από την επομένη. Οι ΗΠΑ θα ήταν πλέον επίσημα εκτός του πολυετούς πολέμου και ο πρόεδρος Θιέου του Νοτίου Βιετνάμ -αν και είχε αντιρρήσεις- υπέκυψε στο αναπόφευκτο.