Το F-22 Raptor της Lockheed-Martin πραγματοποιεί την παρθενική του πτήση. Πρόκειται για το πρώτο καθαρόαιμο μαχητικό τεχνολογίας stealth που εντάχθηκε σε υπηρεσία με την Αμερικανική Πολεμική Αεροπορία.
Το F-22 είναι μονοθέσιο, δικινητήριο, μαχητικό stealth 5ης γενεάς παντός καιρού. Οι ρίζες του προγράμματος βρίσκονται στο 1981, όταν η Αμερικανική Αεροπορία έθεσε τις πρώτες προδιαγραφές για το Advanced Tactical Fighter (ATF). Σε μια προσπάθειά να αναπτύξει ένα προηγμένο μαχητικό εναέριας κυριαρχίας που θα έπαιρνε τη σκυτάλη από το F-15 Eagle έναντι των νέων σοβιετικών μαχητικών Su-27, MiG-31 και τους διαδόχους τους.
Οι απαιτήσεις αρχικά καλούσαν για χαρακτηριστικά stealth, ικανότητα βραχείας απο/προσγείωσης (STOL) και supercruising (υπερηχητική ταχύτητα χωρίς τη χρήση μετάκαυσης). Μέχρι το 1983, οι απαιτήσεις είχαν γίνει πιο συγκεκριμένες: μέγιστο βάρος απογείωσης 50.000 λίβρες, ακτίνα δράσης 1.300 χλμ., ικανότητα supercruising Mach 1,4-1,5 και απογείωση με χρήση 610 μέτρων διαδρόμου. Τον Ιούλιο του 1986 πέντε κατασκευαστές κατάφεραν να ανταποκριθούν: οι Boeing, General Dynamics, Lockheed, Northrop και McDonnell Douglas. Από αυτούς μόνον οι Lockheed και Northrop επελέγησαν τρεις μήνες μετά για να συνεχίσουν στην επόμενη φάση, με τα πρωτότυπα YF-22 και YF-23 αντίστοιχα.
Η αύξηση του κόστους ανάπτυξης και οι αλλαγές που στην πορεία ζήτησε η USAF εκτίναξαν το τελικό κόστος και ανάγκασαν την ομάδα διαχείρισης να αφήσει εκτός άλλες προδιαγραφές ή επιθυμητά χαρακτηριστικά: όπως τις πλευρικές κεραίες ραντάρ, τα νέας γενιάς εκτινασσόμενα καθίσματα, το υπέρυθρο σύστημα έρευνας/εντοπισμού (IRST). Παράλληλα, έτρεχε και ο διαγωνισμός ανάπτυξης νέου κινητήρα με τον YF120 της General Electric να αποδίδει αρχικά καλύτερα στα δύο πρωτότυπα, από τον ΥF119 της Pratt & Whitney.
Ο διαγωνισμός μεταξύ YF-22 και ΥF-23 ήταν σκληρός αλλά το YF-22 της Lockheed κέρδισε τελικά χάρη στην ευελιξία του, παρά το γεγονός ότι ο ανταγωνιστής YF-23 ήταν ταχύτερο και με καλύτερα χαρακτηριστικά stealth. Κινητήρας επελέγη ο Pratt & Whitney F119-PW-100 που ενσωμάτωνε κατεθυνόμενη ώση επιτρέποντας μοναδικές ικανότητες ευελιξίας.
Αν προβλεπόταν η προμήθεια 750 ATF (Advanced Tactical Fighter), υπολογίζοντας και σε έκδοση κρούσης (F/A-22), αυτά περικόπηκαν τελικά σε μόλις 187 λόγω κόστους και με το δεδομένο της υστέρησης άλλων σύγχρονων σχεδιάσεων ρωσικών και κινεζικών μαχητικών, αλλά και της κατάρρευσης του Ανατολικού Μπλοκ. Το κόστος ανάπτυξης έφτασε τα 67,3 δισεκατομμύρια δολάρια και επιμερίστηκε σε 150 εκατομμύρια ανά αεροσκάφος το 2009. Η έκδοση παραγωγής ενσωμάτωνε αλλαγές στον σχεδιασμό και τελικά έδινε ένα αρκετά διαφορετικό αεροσκάφος.
Μια πιο άγνωστη παράμετρος ήταν η ανάπτυξη μιας έκδοσης βομβαρδισμού στη μορφή του σχεδίου FB-22. Το αεροσκάφος προοριζόταν ως αντικαταστάτης στο ρόλο του τακτικού βομβαρδισμού των F-111, που είχαν αποσυρθεί από καιρό. Χρησιμοποιούσε ως βάση την άτρακτο του F-22, με μια μεγάλη πτέρυγα τύπου Δ, μεγάλους χώρους πυρομαχικών και καυσίμου που θα του προσέδιδαν 50% μεγαλύτερη εμβέλεια από το αντίστοιχο μαχητικό. Όλα τα όπλα φέρονταν εσωτερικά διατηρώντας τον χαρακτήρα stealth ενώ το πυροβόλο καταργείτο, με πυραύλους αέρος-αέρος AMRAAM για αυτομάμυνα. Δεδομένου του ότι η ανάπτυξη του βασικού F-22 και των ηλεκτρονικών είχε ήδη ολοκληρωθεί, το κόστος και ο χρόνος ανάπτυξης για την εκδοχή βομβαρδισμού θα ήταν κατά 50% μικρότερα από το να ξεκινούσε μια τελείως νέα σχεδίαση. Τελικά, όμως, η πρόταση ατόνισε, όπως άλλωστε και η πρόταση της Northrop Grumman για ένα FB-23 βασισμένο στο δικό της YF-23.