Λαμβάνει χώρα το «Πραξικόπημα του Αυγούστου» στη Σοβιετική Ένωση, μια αποτυχημένη απόπειρα να ανατραπεί στρατιωτικά η κυβέρνηση που επιχειρούσε βαθιές τομές, για να προλάβει τις κοινωνικές και οικονομικές εξελίξεις.
Στα τέλη του 1980, ο Ψυχρός Πόλεμος έδειχνε να έχει φτάσει στο απόγειό του. Η ένταση μεταξύ των δύο αντιμαχόμενων κόσμων, της Δύσεως και της Ανατολής είχε κορυφωθεί με μια νέα κούρσα εξοπλισμών που με αμερικανική πρωτοβουλία είχε μεταφερθεί και στο διάστημα. Το πρόγραμμα του λεγόμενου “Πολέμου των Άστρων”, για ανάπτυξη δορυφόρων παρακολούθησης αλλά και οπλισμένων, συμπαρέσυρε τις δύο πλευρές. Στην τελική ευθεία, σημασία είχε ποιός από τους δύο αντιπάλους μπορούσε να “ρίξει περισσότερα κονδύλια στη φωτιά” κατά μία έκφραση αξιωματούχου.
Στον αγώνα νικητής αναδείχθηκαν οι ΗΠΑ, με την ΕΣΣΔ να εξαντλείται οικονομικά και κοινωνικά. Ο νέος Γενικός Γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμματος της ΕΣΣΔ, Μιχαήλ Γκορμπατσώφ ανέλαβε το 1985 μετά τον θάνατο του προκατόχου του, Κωνσταντίν Τσερνιένκο, αναγνωρίζοντας πως οι αντοχές της αχανούς χώρας και των λαών της είχαν φτάσει σε σημείο θραύσης. Ο Γκορματσώφ πίεσε προς την ανάγκη για άμεση αναμόρφωση και προώθησε μια σειρά πρωτοβουλιών για εγκατάλειψη της μυστικοπάθειας και των εμποδίων στη λειτουργία της ελεύθερης αγοράς. Με σύνθημα τη διαφάνεια (glasnost) και την αναμόρφωση (perestroika) ο Γκορμπατσώφ επιθυμούσε ένα νέο κομμουνιστικό σύστημα με μεγάλα ανοίγματα στο εξωτερικό.
Οι προσπάθειες του έδειχναν να έχουν κάποια επιτυχία αλλά η διαδικασία ήταν αργή και συντάρασσε συθέμελα το σοβιετικό σύστημα. Πολλοί ήταν οι αξιωματούχοι που διαφωνούσαν με ένταση στις πρωτοβουλίες του Γενικού Γραμματέα, μεταξύ τους και ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης, Γκενάντι Γιανάγιεφ. Έτσι τα σχέδια του Γκορμπατσώφ για φιλελευθεροποίηση του πολιτικού και οικονομικού συστήματος και αποκέντρωση των εξουσιών του Κόμματος, θα οδηγήσουν ομάδα σκληροπυρηνικών με τη συνδρομή των ενόπλων δυνάμεων, σε πραξικόπημα.
Η ομάδα των συνωμοτών συγκρότησε την Κρατική Επιτροπή Εκτάκτου Ανάγκης (GKChP) που έμεινε γνωστή ως “συμμορία των οκτώ” από τα ηγετικά στελέχη της: τον αντιπρόεδρο Γιανάγιεφ, τον πρωθυπουργό Βαλεντίν Παβλώφ, τον υπουργό εσωτερικών Μπορίς Πούγκο, τον υπουργό Αμύνης Στρατάρχη Γιαζώφ, τον αρχηγό της KGB Βλαντιμίρ Κρυούτσκωφ, τον αντιπρόεδρο της επιτροπής Αμύνης Μπακλάνωφ και άλλους δύο (Βασίλι Σταρομπούτσεβ, πρόεδρο της ‘Ενωσης Αγροτών και Αλεξάντερ Τιζιάκωφ, πρόεδρο του συνδέσμου κρατικών εργοστασίων).
Στη 01:00 το πρωί της 19ης Αυγούστου 1991, η ομάδα των 8 συναντήθηκε και υπέγραψε σειρά διαταγμάτων που καθαιρούσαν τον Γκορμπατσώφ “λόγω ασθενείας”, περιέστειλαν τις ελευθερίες των πολιτών και την κυκλοφορία των εφημερίδων πλην των απόλυτα ελεγχόμενων από το Κόμμα ενώ κυκλοφόρησε μια διακήρυξη για τους λόγους του κινήματος, με τη διατύπωση πως “η τιμή και η αξιοπρέπεια του Σοβιετικού πολίτη οφείλουν να διαφυλαχθούν”.
Με τη διακήρυξη των συνωμοτών, όλες οι περιοχές της ΕΣΣΔ κηρύσσοταν από τις 04:00 το πρωί σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης. Αυτή θα διαρκούσε έξι μήνες και απαγόρευε κάθε μορφής συγκέντρωση, διαδήλωση ή απεργία, ενώ μοίραζε και 60 στρέμματα γης σε όποιον πολίτη το επιθυμούσε. Στις 4 π.μ. ακριβώς, στρατιώτες του συντάγματος Συνοριοφυλάκων της KGB της Σεβαστούπολης κύκλωσαν την προεδρική κατοικία, ενώ τεθωρακισμένα κινήθηκαν και μπλόκαραν το αεροδρόμιο που στάθμευαν τα προεδρικά αεροσκάφη για να αποτρέψουν προσπάθεια διαφυγής του.
Μέχρι τις 6 π.μ., οι ραδιοσταθμοί που ελέγχονταν από τους συνωμότες άρχισαν να μεταδίδουν τα νέα του πραξικοπήματος ενώ άνδρες της KGB άρχισαν τις συλλήψεις υψηλοβάθμων αντιφρονούντων. Δύο μονάδες στρατού, η 2η Μεραρχία Τυφεκιοφόρων των Φρουρών του Ταμάν και η 4η Μεραρχία Τεθωρακισμένων Καντεμίρωφ άρχισαν να κινούνται στους κεντρικούς δρόμους της Μόσχας. Συνολικά, 4.000 άνδρες, 350 άρματα μάχης, 300 τεθωρακισμένα και άνω των 400 άλλων οχημάτων κινούνταν για να ελέγξουν την σοβιετική πρωτεύουσα, με τη συνδρομή επιλέκτων τμημάτων αερομεταφερομένων δυνάμεων.
Κρίσιμη αποτυχία των συνωμοτών ήταν η αδυναμία εντοπισμού και σύλληψης του νεοεκλεγέντος προέδρου της Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Ρωσίας, της μεγαλύτερης συστατικής δημοκρατίας της ΕΣΣΔ, Μπορίς Γιέλτσιν. Ο τελευταίος είχε το θάρρος και την διαύγεια να καλέσει συνέλευση αξιωματούχων που αντιτίθονταν στο πραξικόπημα και να διακηρύξει την θέλησή του να αντισταθεί.
Οι προσπάθειες του είχαν αποτελέσματα. Μεταφέροντας την έδρα τους από τη ντάτσα (εξοχική κατοικία) του Γιέλτσιν στον “Λευκό Οίκο”, έδρα του κοινοβουλίου στο κέντρο της Μόσχας, οι αντικινηματίες αποκτούσαν συνειρμικά νομιμότητα έναντι των “8”. Αν και τα άρματα μάχης κύκλωσαν το κτίριο κι άρχισαν να το σφυροκοπούν με απευθείας βολές, δεν τόλμησαν να εισβάλουν. Μια σειρά από άοπλες αλλά εξαιρετικά δυναμικές συγκεντρώσεις του λαού κατόρθωσαν να παρεμποδίσουν την εξέλιξη του πραξικοπήματος, και τελικά να το οδηγήσουν σε κατάρρευση δύο μέρες μετά την εκδήλωσή του.
Ο Γκορμπατσώφ επέστρεψε στη Μόσχα υπό πρωτόγνωρο λαϊκό ενθουσιασμό, η «συμμορία των 8» όπως ονομάστηκε αποκαθηλώθηκε, ένα μέλος της αυτοκτόνησε κι άλλοι συνελήφθησαν. Γκορμπατσώφ και Γιέλτσιν αναδείχθηκαν σε λαϊκούς ήρωες. Ωστόσο τίποτε δεν θα ήταν πια το ίδιο στη Σοβιετική Ένωση, που οδηγήθηκε σε διάλυση μέχρι το τέλος του έτους.