Ο πόλεμος στην Ινδοκίνα ήταν μόνο η αρχή. Μετά την οδυνηρή ήττα στο Dien Bien Phu η Γαλλία σύντομα θα βρισκόταν αντιμέτωπη με έναν νέο ανταρτοπόλεμο σε μια άλλη αποικία της, πολύ πιο κοντά: στην Αλγερία. Πολεμώντας εναντίον ατάκτων οι Γάλλοι ανακάλυψαν από πρώτο χέρι πόσο τρωτά ήταν τα ελικόπτερα, ιδίως στην φάση της προσγείωσης. Και οι τρείς τύποι ελικοπτέρων που χρησιμοποιούντο –Piasecki H-21C (η «Ιπτάμενη Μπανάνα») και Η-34 για μεταφορά προσωπικού, Bell 47 για αναγνώριση ή αεροδιακομιδή τραυματιών– ήταν άοπλα. Αν όμως έφεραν όπλα για να ανταποδίδουν τα πυρά;
Η ιδέα ξεκίνησε, όπως πολλές άλλες, σε επίπεδο μονάδος. Το 1957, με προσωπική πρωτοβουλία του Σμηνάρχου Φελίξ Μπρουνέ και χωρίς την άδεια ανωτέρου κλιμακίου, πιλότοι και μηχανικοί άρχισαν να εξετάζουν την προσαρμογή διαφόρων συνδυασμών οπλισμού στο Η-34. Ήταν η λογική επιλογή καθώς το Η-21 δεν ήταν αρκετά ευέλικτο ενώ το Η-19 υστερούσε σε ισχύ.
Ο «Χαρούμενος Ελέφαντας», όπως ήταν επίσης γνωστό το H-34 σε γαλλική υπηρεσία, ήταν το μόνο βαρύ, ευέλικτο και ισχυρό ελικόπτερο για κάτι τέτοιο. Όταν στις 9 Απριλίου του ’57 έφθασε στην Μοίρα Ελικοπτέρων ΕΗ 2 στο Οράν ένα Η-34 (No 002) από την Sud Aviation, αποφασίστηκε να χρησιμοποιηθεί ως σκάφος δοκιμών. Ελικόπτερο υπήρχε, όχι όμως οπλισμός. «Αρχηγέ, βρες άκρη» διέταξε ο Μπρουνέ τον αρχιμηχανικό του, Εμίλ Μαρτέν.
Η σκέψη να χρησιμοποιήσουν ΠΑΟ των 75 χιλ. εγκαταλείφθηκε χωρίς δεύτερη κουβέντα. Κανείς δεν ήθελε την καμπίνα… φλαμπέ. Ο Υποσμηναγός Μαρτέν δανείστηκε τρία Browning Μ2 των 0,50 από μια Μοίρα Διώξεως –δύο θα έβαλλαν από τα αριστερά παράθυρα του ελικοπτέρου και ένα από το δεξιό, πίσω από την θύρα επιβίβασης. Αυτό που πραγματικά χρειάζονταν ήταν ένα πυροβόλο. Όμως το Γενικό Επιτελείο στο Αλγέρι είχε απαγορεύσει την πρόσβαση στις αποθήκες οπλισμού. Θα έπρεπε να αυτοσχεδιάσουν.
Τότε η τύχη τους χαμογέλασε. Στον Ναύσταθμο του Μερς ελ Κεμπίρ ανακάλυψαν ένα γερμανικό MG 151 των 20 χιλ. αλλά όχι και βάση για την τοποθέτηση του Mauser. Αυτή φτιάχτηκε από μια κομμένη γερμανική δεξαμενή καυσίμου, ισιωμένη με οδοστρωτήρα. Δοκιμασμένο στον πόλεμο, το MG 151 ήταν ιδανικό γι’ αυτό που το ήθελαν: είχε ταχυβολία 700 βλημάτων ανά λεπτό, ισχύ με αρχική ταχύτητα εξόδου του βλήματος από την κάννη 705 μ/δευτ. και ανάκρουση μικρότερη από άλλα πυροβόλα –700 kg έναντι 1.400 kg αντίστοιχων όπλων ιδίου διαμετρήματος. Όμως δεν σταμάτησαν εδώ.
Στην δεξιά πλευρά της ατράκτου προσαρμόστηκε ένα σετ έξι σωλήνων εκτόξευσης ρουκετών των 73 χιλ. και τρείς ακόμη σε ένα περιστρεφόμενο σύστημα αναχορηγίας ενώ στην αριστερή τοποθετήθηκε ένας κάλαθος 12 ρουκετών SNEB και έξι σωλήνες bazookas, με την αρωγή του Στρατού. Μέχρι και βόμβες των 100 κιλών δοκίμασαν! Το βαρειά οπλισμένο ‘Mammouth’ δικαίωνε απόλυτα το όνομά του.
Στις αρχές Ιουλίου 1957, πριν ο Σμήναρχος Μπρουνέ καλέσει σε επίδειξη τα ανώτερα κλιμάκια και εκπροσώπους της ALAT (Aviation Légère de l’Armée de Terre), της Ναυτικής Αεροπορίας, της Sikorsky και της Sud Aviation που κατασκεύαζε τα ελικόπτερα κατόπιν αδείας, ο Μοίραρχος της EHL 2/58 Σμηναγός Πιέρ Μαρρώ πέταξε δοκιμή με το οπλισμένο Η-34 στο πεδίο βολής Σάμπχα του Οράν, στο Σίντι Μεσούντ. Όπως συχνά συμβαίνει, οι ανώτεροι του Μπρουνέ δεν είδαν με καλό μάτι αυτήν την επίδειξη πρωτοβουλίας.
«Η ανταμοιβή μας» είπε στον Υποσμηναγό Μαρτέν ο Μπρουνέ, δείχνοντας του ένα σήμα από τον Πτέραρχο Ζουώ. Εξήντα ημέρες αυστηρή κράτηση γι’ αυτόν, είκοσι για τον αρχιμηχανικό του και να ξαναγίνει το ελικόπτερο αυτό που ήταν: μεταφορικό. Ο Σμήναρχος Μπρουνέ όμως δεν ήταν από τους τύπους που καταθέτουν εύκολα τα όπλα. Πήγε στο Αλγέρι και εξέθεσε στο Γενικό Επιτελείο την ιδέα του, καταφέρνοντας να τους πείσει και να πάρει το «πράσινο φως» από τον Πτέραρχο Ζουώ να συνεχίσει.
Την 1η Νοεμβρίου 1957 το «Μαμούτ» πέταξε την πρώτη του πολεμική αποστολή. Σύμφωνα με την μαρτυρία του αρχιμηχανικού της Μοίρας δέχθηκε πυρά και πραγματοποίησε αναγκαστική προσγείωση στην Τάιμιμουν (Μπούκραλα) έχοντας χτυπηθεί στον κινητήρα. Στις 14 Δεκεμβρίου απογειώθηκε για δοκιμή αέρος με νέο κινητήρα αλλά αυτός πήρε φωτιά και το ελικόπτερο κατέπεσε έχοντας μόλις 234 ώρες πτήσης. Στο ατύχημα έχασε την ζωή του ο ιπτάμενος μηχανικός, Σμηνίας Ντυλλέν.
Ο οπλισμός ανακτήθηκε και χρησιμοποιήθηκε σε άλλο ελικόπτερο (Νο 447) το οποίο φέροντας το όνομα «Επισμηνίας Ντυλλέν» τον Φεβρουάριο του ’58 ήταν έτοιμο για αποστολές. Το concept του βαρέως οπλισμού δεν αναπτύχθηκε περαιτέρω όμως το ‘Mammouth’ είχε αποδείξει ότι η ιδέα του εξοπλισμένου ελικοπτέρου ήταν εφικτή. Οι «Πειρατές» θα αναλάμβαναν να το κάνουν σαφές και στους Αλγεριάνους αντάρτες.
Το διάστημα 1959-1960 οι Γάλλοι εξόπλισαν τουλάχιστον πέντε H-34 με πυροβόλο 20 χιλ. και πολυβόλα ενώ το Ναυτικό τροποποίησε επίσης μερικά ελικόπτερα του τύπου (HSS-1) για επιθέσεις και υποστήριξη φιλίων τμημάτων. Πέραν των όπλων, τα εξοπλισμένα ελικόπτερα της Aéronavale έφεραν περιστασιακά τέσσερεις ρουκέτες LRAC και δώδεκα SNEB.
Επιχειρώντας στο πλαίσιο των νέων δογμάτων αξιοποίησης της αεροκίνησης και της προσβολής επιγείων στόχων που αναπτύχθηκαν κατά τον πόλεμο της Αλγερίας, τα H-34 στερούσαν από τους αντάρτες την δυνατότητα διαφυγής στους λόφους μετά από μια ενέδρα τους. Ειδικά τα οπλισμένα ‘Pirate’ απεδείχθησαν ικανά στον νέο τους ρόλο και επικίνδυνα.
Αφού εντόπιζαν τον αντίπαλο, ξεχωρίζοντας τους αντάρτες από τις φίλιες δυνάμεις, άρχιζαν την επίθεση πρώτα με τα όπλα της δεξιάς πλευράς (πυροβόλο, πολυβόλο) και στρέφοντας, εκτελούσαν δεύτερη διέλευση βάλλοντας με τα πολυβόλα της αριστερής πλευράς την ώρα που ο τρίτος πυροβολητής γέμιζε τα όπλα ή άλλαζε την κάννη που είχε υπερθερμανθεί ή είχε υποστεί βλάβη. Εν τω μεταξύ, οι Αμερικανοί παρακολουθούσαν προσεκτικά την χρήση των γαλλικών gunships και κρατούσαν σημειώσεις. Σύντομα στο Βιετνάμ θα ερχόταν η σειρά τους.
Αλέξανδρος Θεολόγου