Ο βυζαντινός αυτοκράτορας Κωνστάντιος ο Β’ αντιμετωπίζει με επιτυχία τα στρατεύματα του ανταπαιτητή του, Φλαβίου Μαγνέντιου. Ο τελευταίος ήταν Στρατηγός που εξεγέρθηκε κατά της φαύλης διοίκησης του αυτοκράτορα Κώνστα ένα χρόνο πριν. Τα στρατεύματά του τον αναγνώρισαν ως Καίσαρα και ο ίδιος βάδισε κατά της Ρώμης αφού συγκέντρωσε την υποστήριξη των φρουρών της Γαλατίας, της Ιβηρικής και της Βρετανίας. Σύντομα, απέκτησε μέσω ισχυρών μελών της αριστοκρατίας τη βοήθεια και της Ιταλίας και της Αφρικής.
Ο Κωνστάντιος Β’, αδελφός του Κώνστα (και οι δύο γιοι του Μεγάλου Κωνσταντίνου), άφησε τον πόλεμο στην Ανατολή εναντίον των Περσών και των Σύρων και στράφηκε κατά του Μαγνεντίου. Ο τελευταίος ήδη αντιμετώπιζε εξεγέρσεις συνωμοτών αριστοκρατών και δεν είχε κατορθώσει να επικρατήσει στη Ρώμη. Τελικά οι δύο συναντήθηκαν στην Πανονία, κοντά στη Μούρσα (Mursa Major, κοντά στο σημερινό κροατικό Osijek, στην κοιλάδα του ποταμού Ντράβα).
Η σύγκρουση ήταν σφοδρότατη. Απέναντι στο βαρύ θωρακισμένο ιππικό των ανατολικών επαρχιών του Κωνσταντίου και τους επιδέξιους τοξότες της Ανατολίας τάχθηκαν οι φοβεροί πολεμιστές της Γαλατίας και οι Γερμανοί μισθοφόροι του Μαγνεντίου μαζί με το πειθαρχημένο πεζικό της Ισπανίας. Οι αριθμοί, όμως, ήταν αμείλικτοι: στους 36.000 του Μαγνεντίου αντιπαρατάχθηκαν 80.000 του Κωνσταντίου.
Ο Μαγνέντιος ήταν στρατιωτικός και πολέμησε ηρωϊκά στην πρώτη γραμμή. Ο Κωνστάντιος δεν μετείχε στη μάχη αλλά πέρασε τη μέρα στη σκηνή του «προσευχόμενος», έχοντας όμως καταφέρει μέσω διαπραγματεύσεων να πείσει κάποιους υποστηρικτές του Μαγνεντίου να τον εγκαταλείψουν.

Η μάχη θεωρείται η πιο αιματηρή του 4ου αιώνα: τα δύο τρίτα του στρατού του Μαγνεντίου και το ήμισυ του Κωνσταντίου έπεσαν.