Σε μια μάχη μαζικής εξόντωσης, ο στρατός της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας υπό την ηγεσία του ίδιου του αυτοκράτορα κυκλώνεται και εξαϋλώνεται σχεδόν ολοκληρωτικά από τους Γότθους, λίγες δεκάδες χιλιόμετρα από την πρωτεύουσά του, την νεαρή ακόμα Κωνσταντινούπολη, στην φαρδιά πεδιάδα της Αδριανούπολης.
Σπρωγμένοι από τους Ούνους και Αλανούς οι Γότθοι ξεκίνησαν επιδρομές στη ρωμαϊκή επικράτεια με σκοπό την μόνιμη εγκατάσταση. Οι προηγούμενοι Ρωμαίοι αυτοκράτορες τους επέτρεψαν να εγκατασταθούν στα σύνορα καλλιεργώντας τη γη και εντασσόμενοι στο ρωμαϊκό αμυντικό σύστημα ως βοηθητικοί (foederati, φοιδεράτοι). Η κακοδιαχείριση όμως του θεσμού και η κακοποίησή τους από τοπικούς αξιωματούχους οδήγησε τους Γότθους στα όπλα, τη στιγμή που ο αυτοκράτορας Ουάλης (Flavius Iulius Valens) βρισκόταν στην Αντιόχεια απωθώντας τους Πέρσες.
Μαθαίνοντας τα νέα, o αυτοκράτορας βάδισε προς τη Βαλκανική από την Κωνσταντινούπολη με μια άλλη στρατιά να κατευθύνεται προς τα εκεί από το Ιλλυρικό. Οι Γότθοι συμμάχησαν κι αυτοί προσωρινά με τους Ούνους κι Αλαμάνους και συγκεντρώθηκαν στην πεδιάδα της Αδριανούπολης: ένα πεδίο που προσφερόταν για ιππικές επελάσεις από το απώτερο παρελθόν κι έγινε συχνά επίκεντρο μαχών.
Η μάχη κρίθηκε στην κρίσιμη άφιξη των ενισχύσεων, με τους Ρωμαίους να κερδίζουν αρχικά το κέντρο μόνο για να σαρωθούν από την ορμητική επέλαση των νομάδων ιππέων και να διαλυθούν. Τα δύο τρίτα του ρωμαϊκού στρατού σκοτώθηκαν, μαζί με τον Ουάλη (πιστεύεται ότι αποκόπηκε σε μια καλύβα με συμπολεμιστές του και κάηκε ζωντανός μέσα σε αυτήν).
Ο νέος αυτοκράτορας, Θεοδόσιος, ήρθε σε συνδιαλλαγή μαζί με τους Γότθους και τους επέτρεψε να εγκατασταθούν στα εδάφη της αυτοκρατορίας, με αυτονομία στη διοίκησή τους και ως μόνη υποχρέωση να παρέχουν πολεμιστές, όταν τους το ζητούσε.