Τη 10η του Μουχάραμ έτους 61, του ισλαμικού ημερολογίου έγινε μια από τις σημαντικότερες μάχες των διαδόχων του προφήτη Μωάμεθ, με έπαθλο την εξουσία επί των πιστών της νέας θρησκείας.
Με τον θάνατο του τρίτου χαλίφη, Μουαουϊγιάδ, ιδρυτή της δυναστείας των Ουμεϋαγιαδών, ο Χουσεΐν ιμπν Αλί, εγγονός του Μωάμεθ, δεν αναγνώρισε την εξουσία του γιού του πρώτου, Γιαζίντ του 1ου. Το σχίσμα μεταξύ των διαδόχων της νέας θρησκείας για την εξουσία του χαλιφάτου, διευρύνθηκε και πολλοί δήλωσαν την υποστήριξή τους στον Αλί. Κι ενώ ο Γιαζίντ καθιέρωνε την εξουσία του στη Δαμασκό μετατρέποντας το χαλαρό καθεστώς συμβούλων μεταξύ χαλίφη και ιμάμηδων σε ένα πιο απολυταρχικό μοναρχικό, ο Χουσεΐν Αλί και οι υποστηρικτές του κατέφυγαν αρχικά στη Μέκκα και κατόπιν κίνησαν για την Κούφα, αλλά οι άνδρες του Γιαζίντ τον πρόλαβαν, κοντά στην πόλη Καρμπάλα.
Το καραβάνι του Αλί αριθμούσε 72 (σύμφωνα με την παράδοση) ή 150 άτομα, μεταξύ τους παιδιά και βρέφη, ενώ οι Ουμεϋάδες παρέταξαν 30.000 με 100.000 (αριθμοί υπερβολικοί αλλά σίγουρα η ομάδα του Χουσεΐν υστερούσε αφόρητα σε αριθμούς). Η μάχη έγινε σε ανοιχτό πεδίο με πυκνή ανταλλαγή βελών και ακοντίων που σκότωσαν πολλούς αλλά οι απώλειες των ακολούθων του Αλί βάραιναν πολύ περισσότερο.
Στην τελική της φάση (πάντα σύμφωνα με το μύθο), η μάχη εξελίχθηκε σε ηρωϊκές μονομαχίες στις οποίες πήρε μέρος κι ο ίδιος ο Αλί, νικώντας όλους τους αντιπάλους του. Τελικά, ενώ σκούπιζε το πρόσωπό του από το αίμα, ο Χουσεΐν Αλί δέχτηκε ένα βέλος στην καρδιά. Το τράβηκε επιδεινώνοντας την αιμορραγία και προκαλώντας τους εχθρούς του, όταν ένας ευγενής κάλπασε εναντίον του και του κατάφερε έναν σπαθισμό στο κεφάλι. Έτσι ο Αλί σκοτώθηκε αφήνοντας τον Γιαζίντ μοναδικό χαλίφη, αλλά το σχίσμα Σιιτών (οπαδών του Αλί) και Σουνιτών (Ομεϋάδες) παρέμεινε και ταλαιπωρεί ακόμη τον μουσουλμανικό κόσμο. Η μέρα είναι για τους Σιίτες πένθιμη και την τιμούν με προσευχές, αυτομαστίγωμα και τελετουργικά κοψίματα με ξυράφια ή ξίφος στο κεφάλι, όπως ο Αλί.