Συγκροτείται στη Βρετανία το «Βασιλικό Σώμα Αέρος» με βάση το Εναέριο Τάγμα του Σώματος Μηχανικού, με ναυτική και χερσαία πτέρυγα, σχολή εκπαίδευσης και εργοστάσιο αεροπλάνων.
Για χρόνια, η εξέλιξη της πολεμικής τεχνολογίας άφησε αδιάφορους τους επιτελείς των Μεγάλων Δυνάμεων. Το τέλος των μεγάλων πολέμων στην Ευρώπη και στην Αμερικανική ήπειρο, κράτησε τα πολεμικά ήθη σε έναν περίεργο λήθαργο, επιτρέποντας αναχρονισμούς, όπως τις εντυπωσιακές πολύχρωμες στολές, το συγχρονισμένο βάδισμα και την τακτική της ομοβροντίας ως παράγοντες τακτικής νίκης. Η σκέψη πολλών στρατηγών δεν είχε αλλάξει από το Βατερλώ και η έλλειψη αξίου αντιπάλου διαιώνιζε αυτήν την κατάσταση.
Η εμφάνιση όμως αυτοκινήτων, πολυβόλων όπλων, τυφεκίων ακριβείας και πυροβόλων που μπορούσαν να χτυπήσουν με ακρίβεια τον στόχο τους χιλιόμετρα μακριά και πέρα από την οπτική παρατήρηση, έδειξαν πλέον να αλλάζουν τα δεδομένα. Ταυτόχρονα, η εξέλιξη των μηχανών έδινε την ευκαιρία για ταχύτητα στη θάλασσα και στην ξηρά αλλά εσχάτως και στον αέρα.
Η εξελιξη των αεροπλάνων στις αρχές του 20ού αιώνα και οι σχετικές εφευρέσεις έκαναν το βρετανικό επιτελείο να προβληματιστεί, όπως και πολλοί άλλοι ταυτόχρονα, για τη χρήση του αεροπλάνου ως πολεμικού μέσου, ιδίως στους τομείς της αναγνώρισης και κατάδειξης στόχων για το πυροβολικό.
Έτσι, στις 13 Απριλίου 1912, ο βασιλιάς Γεώργιος ο 5ος υπέγραψε διάταγμα που προέβλεπε την ίδρυση του Βασιλικού Αεροπορικού Σώματος (Royal Flying Corps). Και μέσα σε ένα μόλις μήνα, στις 13 Μαΐου 1912, το πρώτο τάγμα ενεργοποιήθηκε με δύναμη κάτι λιγότερη των 150 ανδρών, με 12 αερόστατα και 36 αεροσκάφη.
Με την έναρξη του Ά Παγκοσμίου, το Σώμα είχε ισχυρή παρουσία στο γαλλικό θέατρο επιχειρήσεων, αναδιοργανώνοντας τα τμήματά του σε μοίρες αεροσκαφών και αεροστάτων παρατήρησης. Εμπλεκόμενο αρχικά σε αποστολές παρατήρησης των εχθρικών θέσεων και φωτογραφίσεις, το Σώμα είδε τα αεροσκάφη του να γίνονται στόχος των Γερμανών πιλότων, κάτι που οδήγησε στην απόκτησης περισσότερων και πιο ευέλικτων αεροσκαφών με ισχυρό οπλισμό.
Οι βρετανικές μοίρες θα δουν τον μετασχηματισμό που φέρνει ένας πραγματικός πόλεμος με αντίπαλο τεχνολογικά τουλάχιστον ισάξιο: οι Μοίρες θα αναλάβουν ρόλους αναχαιτίσεως των εχθρικών αεροπλάνων και βομβαρδισμού των θέσεών τους. Με το τέλος του πολέμου, τέσσερα χρόνια μετά, θα παρατάσσουν συνολικά 114.000 άνδρες και 4.000 αεροπλάνα.
Το Αεροπορικό Σώμα παρά τα προβλήματα λόγω έλλειψης πείρας, κατάφερε να σταθεί στα πόδια του. Οι πρωτοπόροι αεροπόροι εξελίχθηκαν εξίσου γρήγορα με τις ιπτάμενες μηχανές τους. Προς το τέλος του Μεγάλου Πολέμου τα δύο βρετανικά αεροπορικά σώματα, το Αεροπορικό Σώμα του Στρατού και η Βασιλική Ναυτική Υπηρεσία Αέρος συγχωνεύτηκαν σε μια, ως τρίτος κλάδος των ενόπλων δυνάμεων, για να γεννηθεί την 1η Απριλίου 1918 η Βασιλική Πολεμική Αεροπορία, γνωστή μας ως RAF.