Δεδομένου ότι το Α΄ Μέρος του Messerschmitt Me 262 παρουσιάστηκε στην «Πτήση», το κάτοθι άρθρο είναι αυτό που ουσιαστικώς εγκαινιάζει την συγγραφή μου στο https://military-history.gr , συμμετέχοντας στην ενθουσιώδη προσπάθεια των συνεργατών μου να δημιουργήσουν για το ενδιαφερόμενο αναγνωστικό κοινό μια σελίδα με αμιγώς ιστορικό περιεχόμενο.
Δίχως να έχουν ολοκληρωθεί τα δικινητήρια του Β΄ Π.Π. (εξαιρουμένων των αποκλειστικά μεσαίων βομβαρδιστικών), θα επιθυμούσα να ξεκινήσω με ένα θέμα, στρατιωτικής μεν υφής, αλλά δίχως να εμπερικλείει θηριωδίες ή πολεμικές φρικαλεότητες. Έτσι κατέληξα στην επιλογή ενός μοναδικού στο είδος του, αεροσκάφους που θεωρείται από διαφόρους ως το κομψότερο της εποχής του. Ένα αληθινό έργο τέχνης, που δεικνύει με σαφήνεια πως η Ιαπωνία δεν υστερούσε τεχνολογικώς έναντι της Γερμανίας ή των υπολοίπων εμπλεκομένων μεγάλων δυνάμεων.

Η επιβεβαιώση της θεωρίας του Tsuruno με το ανεμόπτερο Yokosuka MXY–6
Ο Masayoshi Tsuruno υπήρξε μέλος του Τμήματος Eρεύνης της Αεροπορίας του Αυτοκρατορικού Ιαπωνικού Ναυτικού. Ήταν γύρω στο 1940 όταν άρχισε να συλλαμβάνει την ιδέα δημιουργίας ενός canard αεροσκάφους, στοχεύοντας στην εξαιρετικά αισθητή μεγιστοποίηση των επιδόσεών του. Στη συγκεκριμένη διάταξη, με τις μικρότερες πτέρυγες να προηγούνται των κυρίων, θα μπορούσε ευκόλως να προσαρμοστεί ένας ισχυρός turbojet κινητήρας, εάν γινόταν διαθέσιμος.

Στις αρχές του 1943, η Αεροπορία Ναυτικού εξέδωσε τις προδιαγραφές 18-Shi Otsu για ένα νέο αναχαιτιστικό εχθρικών βομβαρδιστικών, ταχύτητας 740 χλμ/ώρα στα 8.700 μέτρα, όπου θα είχε ικανότητα ανόδου στα 8.000 μέτρα εντός 10,5 λεπτών, θα έφτανε σε μέγιστο ύψος 12.000 μέτρων και θα έφερε οπλισμό τεσσάρων πυροβόλων των 30 χλστ. Ο Tsuruno επεξεργάστηκε ένα ανάλογο σχέδιο και το κατέθεσε στο τεχνικό τμήμα της Αεροπορίας Ναυτικού. Το τελευταίο αντέδρασε με ενθουσιασμό, αλλά δίστασε να εγκρίνει ένα τόσο ριζοσπαστικό project βασισμένο σε μια μη δοκιμασμένη ακόμη διάταξη πτερύγων. Ο Tsuruno κατάφερε να αποσπάσει το ενδιαφέρον συναργασίας του με το τεχνικό κέντρο της Αεροπορίας Ναυτικού (Dai-Ichi Kaigun Koku Gijitsusho) στη Yokosuka, ώστε να αποδείξει τη θεωρία του.
Έτσι δημιούργησε το Yokosuka MXY-6, ένα εξ ολοκλήρου ξύλινο ανεμόπτερο με σταθερό τρίκυκλο σύστημα προσγείωσης. Οι επιφάνειες ελέγχου βρίσκονταν κοντά στο ρύγχος, ενώ οι κύριες πτέρυγες ήταν τοποθετημένες πιο πίσω στην άτρακτο. Κάθε μία διέθετε κατακόρυφο σταθεροποιητή με το πηδάλιο διεύθυνσης προς το μέσον του. Η Chigasaki Seizo έφτιαξε τρία πειραματικά. Tο πρώτο δοκιμάστηκε πτητικώς τον Ιανουάριο του 1944, με τον ίδιον τον Tsuruno στο κόκπιτ. Σε κάποιο από αυτά προσαρμόστηκε και ένας Nippon Hainenki Semi 11 [Ha-90] των 22 ίππων, που περιέστρεφε δίφυλλη ξύλινη έλικα σταθερού βήματος. Η τοποθέτηση του κινητήρα δεν ήταν για να καταστήσει το MXY-6 πλήρως λειτουργικό, αλλά απέβλεπε στην επαύξηση της πτητικής του εμβέλειας.

Οι δοκιμές επιβεβαίωσαν εις το έπακρον τους ισχυρισμούς του Tsuruno. Το MXY-6 ανταποκρινόταν υπέροχα σε χαμηλές ταχύτητες, χωρίς απώλεια στήριξης. Με βάση τις θετικές αυτές προκαταρκτικές δοκιμές, η Αεροπορία Ναυτικού ενέκρινε τελικώς το κατατεθέν σχέδιο του Tsuruno, τον Φεβρουάριο του 1944. Το αεροσκάφος θα κατασκευαζόταν από την Kyushu Kyushu Hikoki και έλαβε την ονομασία J7W1 «Shinden» (Υπέροχη Αστραπή).
Η εταιρεία που το ανέλαβε, είχε ιδρυθεί τον Οκτώβριο του 1943 ως θυγατρική της Watanabe Tekkosho. Ο λόγος που επελέγη για το project ήταν επειδή διέθετε εργάτες και εγκαταστάσεις για την παραγωγή του. Καθώς όμως στερείτο εμπειρίας επάνω στην κατασκευή μαχητικών αεροσκαφών τέτοιων υψηλών απαιτήσεων, θα δεχόταν συμβουλές και καθοδήγηση από τον Tsuruno προσωπικά και το τεχνικό κέντρο της Αεροπορίας Ναυτικού. Η επίσημη παραγγελία για το J7W1 «Shinden» εξεδόθη τον Ιούνιο του 1944, ενώ η παρθενική πτήση του πρωτότυπου υπελογίζετο να πραγματοποιηθεί κατά τον Ιανουάριο του επομένου έτους.

Δομικά και τεχνικά χαρακτηριστικά
Το Kyushu J7W1 «Shinden» δεν είχε ουσιώδεις διαφορές από το MXY-6 ως προς το σχήμα. Ήταν ολομεταλλικό, μονοκόμματης κατασκευής, και τα φύλλα αλουμινίου περτσινωτά ή συγκολλημένα. Με αλουμίνιο ήταν επίσης κεκαλυμμένες και οι επιφάνειες ελέγχου. Το ρύγχος επρόκειτο να δεχθεί τέσσερα πυροβόλα (Τύπου 5) των 30 χλστ., μήκους 2,19 μέτρων και βάρους 70 κιλών έκαστο. Η ελαφρώς κλιμακωτή τοποθέτησή τους στόχευε στη διευκόλυνση της τροφοδοσίας τους και τη διατήρηση της στενής δομής της ατράκτου. Από κάτω είχε προβλεφθεί χώρος συγκεντρώσεως των καλύκων, ώστε να αποκλεισθεί η πιθανότητα να χτυπήσουν την έλικα κατά την αποβολή τους. Είχε ακόμη τεθεί προς συζήτηση και έκδοση με δύο πολυβόλα των 7,9 χλστ. στο ρύγχος, για εκπαιδευτικούς κυρίως σκοπούς. Όμως το πρωτότυπο δεν έφερε καθόλου οπλισμό, γι’αυτό επιπρόσθετο βάρος τοποθετήθηκε για την εξομοίωση κατά τις πτητικές δοκιμές.

Το μονοθέσιο κόκπιτ διέθετε εμπρόσθια θωράκιση πάχους 70 χλστ., ενώ υπήρχε και διάφραγμα των 16 χλστ. που χώριζε τον πιλότο από το μέρος του οπλισμού. Λίγο πιο κάτω και πίσω από το θάλαμο διακυβέρνησης ήταν μια αυτοσφραγιζόμενη δεξαμενή καυσίμου (400 λίτρων) από καουτσούκ, πάχους 22 χλστ. Ακριβώς πίσω από το κόκπιτ βρισκόταν η δεξαμενή λαδιού (165 λίτρων) και ακολουθούσε ο αερόψυκτος αστεροειδής Mitsubishi [Ha-43] 42, δεκαοκτώ κυλίνδρων διπλής σειράς, που απέδιδε ισχύ 2.030 ίππων. Ο υπερσυμπιεστής δύο ταχυτήτων ήταν εγκατεστημένος στο οπίσθιο τμήμα του κινητήρα που περιέστρεφε εξάφυλλη μεταλλική έλικα σταθερής ταχύτητας και διαμέτρου 3,40 μέτρων. Σε περίπτωση εκτάκτου ανάγκης, ο χειριστής μπορούσε να πυροδοτήσει ένα εκρηκτικό κορδόνι που θα απέκοπτε την έλικα για την ασφαλή έξοδό του.
Ο αέρας ψύξεως του κινητήρα εισήγετο από πλαγίους αγωγούς τοποθετημένους σε κάθε πλευρά της ατράκτου ακριβώς πίσω από το πιλοτήριο, ενώ οι γρίλιες των εισόδων τους καθόριζαν τη ροή του.
Η δομή κάθε πτέρυγας αποτελείτο από τρεις στύλους. Η εσωτερική είχε 2,5 μοίρες δίεδρο και η εξωτερική μηδέν. Στο μέσον κάθε πτέρυγας υπήρχε κάθετος σταθεροποιητής που εκτείνετο πέραν του άκρου της. Αργότερα προσετέθη και τροχός – δεν είχε προβλεφθεί αρχικά – ώστε να αποφευχθούν χτυπήματα της έλικας στο έδαφος, από το οποίο απείχε περί τα 740 χλστ. Κάθε πτέρυγα εμπεριείχε μια δεξαμενή καυσίμου των 205 λίτρων και μια νερoύ-μεθανόλης των 75 λίτρων. Οι πτέρυγες είχαν ακόμη δυνατότητα μεταφοράς βομβών βάρους 30 έως 60 κιλών.
Ο άξονας του εμπρόσθιου τροχού ήταν πιο επιμήκης, με αποτέλεσμα το ρύγχος να υψώνεται από το έδαφος κατά πέντε μοίρες. Η σκοπιμότης ήταν η ελαχιστοποίηση την απαιτουμένης περιστροφής για την επίτευξη της απογείωσης. H ανάσυρση των τροχών γινόταν με υδραυλικό σύστημα. Με μήκος 1,8 μέτρων, το σύστημα προσγείωσης ήταν αρκετά ψηλό ώστε να υπάρχει μια ασφαλή απόσταση μεταξύ του εδάφους και των άκρων της έλικας.
Το J7W1 είχε άνοιγμα πτερύγων 11,11 μέτρα, μήκος 9,76 και ύψος 3,92. Η μεγίστη ταχύτητά του ήταν 750 και η ταχύτητα πορείας 444 χλμ/ώρα. Είχε καθαρό βάρος 3.465 κιλών και απογειώσεως 5.228 αντιστοίχως. Τέλος, διέθετε αυτονομία πτήσεως 850 χλμ.
Το άρθρο θα ολοκληρωθεί αύριο