Η εταιρεία Henschel κατέβαλε έντονες προσπάθειες να κεντρίσει το ενδιαφέρον του Υπουργείου Αεροπορίας του Ράϊχ, αποβλέποντας σε μεγάλα συμβόλαια παραγωγής αεροσκαφών που θα της απέφεραν τεράστια κέρδη, τόσο πριν όσο και κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ένα από αυτά ήταν και το δικινητήριο με τη λεπτή άτρακτο Hs 130, το οποίο προοριζόταν για ανάληψη ποικίλων καθηκόντων σε μεγάλο υψόμετρο. Tα προβλήματα που προέκυψαν κατά το σχεδιασμό του κατέληξαν στην κατασκευή πρωτοτύπων και μόνο.

Η σύλληψη της δημιουργίας του έγινε το 1938, εν εξελίξει των δοκιμών του πειραματικού τότε Hs 128, που επίσης προορίζετο για μεγάλα ύψη. Η εταιρεία ήθελε να κατασκευάσει και ένα αναλόγων ιδιοτήτων αναγνωριστικό όπου θα πετούσε ανεμπόδιστo από οποιοδήποτε μαχητικό της εποχής του. Tα σχετικά πλάνα κατατέθηκαν το 1939 και δύο πρωτότυπα θα κατασκευάζονταν κατά το τρέχον και το επόμενο έτος (αυτά ονομάστηκαν Hs 128 V1 και V2). Τα συγκεκριμένα θα διετίθοντο για ερευνητικούς σκοπούς, αποβλέποντας στη συλλογή στοιχείων για την εφαρμογή νέων συστημάτων, δομικών υλικών και μηχανολογικών καινοτομιών.

Η ιδέα του προγράμματος για ένα υπερσύγχρονο αναγνωριστικό μεγάλου υψομέτρου, μακράς εμβελείας και υψηλών επιδόσεων ενθουσίασε το επιτελείο της Luftwaffe η οποία ενεθάρρυνε την εταιρεία να συνεχίσει την ανάπτυξή του, μετονομάζοντάς το επίσης από Hs 128 σε Hs 130.

Η παρθενική πτήση του πρώτου πειραματικού, Hs 130Α, έλαβε χώρα την 23η Μαΐου του 1940. Ο όλος σχεδιασμός κατεδείκνυε πως το project θα μπορούσε πράγματι να επιτύχει στο σκοπό δημιουργίας του. Τα χαρακτηριστικά του περιελάμβαναν συμπιεζόμενο θάλαμο διακυβερνήσεως εξοπλισμένο καταλλήλως για τις δραστηριότητες του πληρώματος σε μεγάλο υψόμετρο, επιμήκεις πτέρυγες και δύο δωδεκακύλινδρους DB 605E των 1.475 ίππων. Με αυτούς, το αεροσκάφος ήταν σε θέση να ανέλθει σε υψόμετρο 13.900 μέτρων και να φτάσει σε μεγίστη ταχύτητα τα 460 χλμ/ώρα. Το διμελές πλήρωμα κάθονταν ο ένας δίπλα στον άλλον. Τα σειριακά Hs 130A-0 ήταν παρόμοια με το πρωτότυπο Hs 130A, αλλά διέθεταν εναέριες κάμερες RB 75/30, η λειτουργία των οποίων ελεγχόταν από το πιλοτήριο.

Το Hs 130Β θα έφερε ιδιότητες περισσότερο ενός ταχέως βομβαρδιστικού παρά αναγνωριστικού. Ως εκ τούτου, η εταιρεία προέβη σε ολικό επανασχεδιασμό, αφαιρώντας το φωτογραφικό και αναγνωριστικό εξοπλισμό, ώστε να δημιουργήσει χώρο για καταπακτή βομβών. Ο συγκεκριμένος τύπος ουδέποτε υλοποιήθηκε, αλλά άνοιξε το δρόμο για τον επόμενο της σειράς, το Hs 130C, που βασίστηκε κατά πολύ στο Hs 130A-0.

Το Hs 130C-0 κατασκευάστηκε ως βομβαρδιστικό μεγάλου υψόμετρου, διαθέτοντας κοντύτερες πτέρυγες και δύο δεκατετρακύλινδρους αερόψυκτους αστεροειδείς BMW 801TJ, ισχύος 2.000 ίππων. Κάθε ένας ήταν εφοδιασμένος με υπερσυμπιεστή που εξασφάλιζε το απαιτούμενο ύψος, ακόμα και όταν πετούσε με φορτίο βομβών έως δύο τόνους (τους ίδιους κινητήρες έφεραν τα δύο πρώτα πρωτότυπα, V1 και V2, ενώ στο V3 εγκαταστάθηκαν οι DB603A). Ο αμυντικός οπλισμός αποτελείτο από τέσσερα πολυβόλα MG 131 των 13 χλστ., τηλεχειριζόμενα από το κόκπιτ.

Κατόπιν εκτενών δοκιμών του βομβαρδιστικού Hs 130C-0, επικράτησε τελικώς η άποψη του Υπουργείου Αεροπορίας πως το αεροπλάνο θα ήταν χρησιμότερο ως αναγνωριστικό μεγάλου ύψους. Έτσι η Henschel προχώρησε στον επανασχεδιασμό του, επεκτείνοντας και πάλι το άνοιγμα των πτερύγων στα 33 μέτρα και τροποποιώντας ένα διαμέρισμα για την εγκατάσταση εναερίων καμερών με τηλεχειρισμό, το οποίο βρισκόταν στο εμπρόσθιο τμήμα της ατράκτου. Αυτό ήταν το Hs 130Ε που είχε δύο κινητήρες DB 603C, ισχύος 1.750 ίππων, και έναν ακόμη DB 605T των 1.475 ίππων στην άτρακτο με Ηοnen Zentrale-Anlage στροβιλοσυμπιεστή. O τρίτος δεν παρείχε αύξηση των επιδόσεων του αεροσκάφους. Ο αποκλειστικός ρόλος του ήταν η παροχή αέρος στους βασικούς κινητήρες κατά τις πτήσεις σε υψόμετρο έως 15.100 μέτρων. Από τη συγκεκριμένη «Ε» σειρά βρήκαν δύο πρωτότυπα Hs 130E V1 και V2, με το πρώτο να δοκιμάζεται πτητικώς το Σεπτέμβριο του 1942. Το δεύτερο καταστράφηκε από πυρκαγιά του κινητήρος, κάτι που οδήγησε σε απαραίτητες ανακατασκευές από τις οποίες προέκυψε το Hs 130E V3.

Το Hs 130E-0 είχε τριμελές πλήρωμα, επιφάνεια πτερύγων 85 τετραγωνικών μέτρων), μήκος 22 μέτρα και ύψος 5,60. Το βάρος απογειώσεως ανέρχετο στις 40.000 λίβρες. Τροφοδοτείτο με δύο DB 603Β, των 1.730 ίππων, που περιέστρεφαν τετράφυλλες έλικες, και τον DB 605T που παρείχε αέρα στις άλλους δύο. Στις
δοκιμές που πραγματοποιήθηκαν το 1943 έφτασε την τελική ταχύτητα των 612 χλμ/ώρα και ταχύτητα πλεύσης σχεδόν 515 χλμ. Η εμβέλεια ήταν 3.000 χλμ., ενώ το ανώτατο ύψος 50.000 πόδια. Τα ικανοποιητικά αποτελέσματα επέφεραν αρχικώς τη ζήτηση περισσοτέρων πρωτοτύπων (συνολικά οκτώ κατασκευάστηκαν) και κατόπιν την παραγγελία 100 αεροσκαφών Hs 130E-1, όπου επρόκειτο να δεχθούν δύο τηλεκατευθυνόμενους πύργους επάνω και κάτω από την άτρακτο, με δύο αμυντικά πολυβόλα MG-17 στον καθένα. Υπήρχαν όμως θέματα με τους κινητήρες και στροβιλοσυμπιεστές που δεν επέτρεπαν στο αεροσκάφος να φτάσει στα απαιτούμενα στάδια αξιοπιστίας. Έτσι η παραγγελία μειώθηκε στα 30 αεροσκάφη το 1943, ενώ το επόμενο έτος ακυρώθηκε ολοσχερώς.

Παρ’όλα αυτά, το νέο αναγνωριστικό και βομβαρδιστικό της Henschel έπαιξε ρόλο και ως μέσο ψυχολογικής πιέσεως στις συμμαχικές δυνάμεις, όπου μπήκαν τάχιστα στη διαδικασία κατασκευής ενός αναλόγων δυνατοτήτων αεροσκάφους, που τότε έδειχνε να μην έχει αντίπαλο στον αέρα. Το συγκεκριμένο είχε συμπιεζόμενη καμπίνα, φυγόκεντρους υπερτροφοδοτούμενους κινητήρες και έλικες ειδικά σχεδιασμένες για πτήσεις σε μεγάλο ύψος. Ωστόσο, ακόμη και τα καλύτερα σε δοκιμές σημμαχικά αεροσκάφη αδυνατούσαν να ανέβουν πάνω από τα 12.000 μέτρα, ώστε να εξαϋλώσουν τους κινδύνους προερχομένους από τα Hs 130E-0. Τα σχέδια, μολαταύτα, δεν προχώρησαν, αφού η γερμανική αεροβιομηχανία έριξε το κύριο βάρος σε επιθετικά αεροσκάφη, για την αναχαίτηση των συμμαχικών βομβαρδιστικών και την προσβολή εδαφικών στόχων.


