Ο βιομηχανικός κολοσσός της Henschel ιδρύθηκε το 1844 και, προς τα τέλη του 19ου αιώνος, κατέστην ο μεγαλύτερος κατασκευαστής ατμομηχανών σε ολόκληρη την Ευρώπη. Εν συνέχεια πέρασε στα αυτοκίνητα, τα λεωφορεία, τα τρακτέρ και τα τανκς, ενώ το 1932 πρότεινε στον Hugo Junkers συνεργασία για τη δημιουργία αεροσκαφών. Ο τελευταίος αρνήθηκε, λόγω της καθολικής απειρίας της εταιρείας επάνω στον συγκεκριμένο τομέα, αλλά ο διευθύνων σύμβουλος Oscar Henschel δεν πτοήθηκε, αναθέτοντας στον αναπληρωτή του, Walter Hormel, την ίδρυση του δικού του εργοστασίου. Αυτή όμως η πρωτοβουλία δεν βρήκε άμεση ανταπόκριση από την Επιτροπή Αεροπορίας. Τελικώς, η απόφαση για την οργάνωση του σχετικού τμήματος με κύριο σχεδιαστή τον Friedrich Nicolaus ενεκρίθη από το διοικητικό συμβούλιο έναν χρόνο αργότερα (στις 30 Μαρτίου 1933) και ονομάστηκε Henschel Flugzeugwerke GmbH.

Είσοδος της Henschel στην αεροπορική βιομηχανία και επωφελείς συνεργασίες
Τα πρώτα της αεροσκάφη, τα Hs.123 και Hs.126, ήταν μεν απλά, αλλά επιτυχημένα. Παρήχθησαν μαζικώς και τα αποτελέσματα ενεθάρρυναν την Henschel να προχωρήσει σε πιο περίπλοκα projects. H νεοϊδρυθείσα εταιρεία είχε επίσης την υποστήριξη του κορυφαίου ερευνητικού ινστιτούτου της γερμανικής αεροπορικής βιομηχανίας DVL. H συνεργασία του τελευταίου με την Henschel, υπό του επικεφαλής Dr. Seewalde, απέφερε τη δημιουργία του στροβιλοσυμπιεστού TK-9 με αυτόματη υπερτροφοδότηση, ο οποίος ήταν παρόμοιος με τον αμερικανικό.
Η τρίτη συμμετέχουσα στο πρόγραμμα ήταν η εταιρεία κατασκευής κινητήρων Hirth (Göbler-Hirthmotoren GmbH). Βέβαια, τo επιτελείο σχεδιασμού της δεν ήταν τόσο ισχυρό όπως αυτό της Junkers Flugzeug- und Motorenwerke AG ή της Daimler–Benz Flugmotoren, αλλά η διεύθυνση είχε μεγάλες φιλοδοξίες μαζί με τη σφοδρή επιθυμία να λάβει ένα διόλου ευκαταφρόνητο μερίδιο από τον αυξανόμενο στρατιωτικό προϋπολογισμό του Τρίτου Ράϊχ. Η Hirth αντελήφθη εγκαίρως πως θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο να υπερκεράσει τους ανταγωνιστές της, εάν ασχολείτο με την ανάπτυξη συμβατικών κινητήρων αεροσκαφών. Ως εκ τούτου, είδε ως ιδανική ευκαιρία τη στροφή προς την κατασκευή κινητήρων ειδικού σκοπού όπως, επί παραδείγματι, αυτών που θα λειτουργούσαν αποτελεσματικά σε μεγάλα υψόμετρα. Για τις συγκριτικές δοκιμές, δημιουργήθηκε το πειραματικό αεροσκάφος Hs.128, όπου ξεκίνησε να σχεδιάζεται τον Ιούλιο του 1937, εν αναμονή μιας μελλοντικής παραγγελίας από το Υπουργείο Αεροπορίας (RLM) για ένα αεροσκάφος μεγάλου υψόμετρου.

Τεχνικά στοιχεία
Είχε μεταλλική άτρακτο στρογγυλεμένης διατομής μήκους 14,8 μέτρων στην οποία στηρίζονταν χαμηλές πτέρυγες εκτάσεως 26 μέτρων. Ο συμπιεζόμενος θάλαμος για το διμελές πλήρωμα αποτελούσε ξεχωριστή πριτσινωτή κατασκευή από λεπτά φύλλα ντουραλουμινίου για να μπορεί να ανέρχεται σε ύψος πολύ άνω των 10.000 μέτρων. Η θέρμανση γινόταν με ζεστό αέρα που κυκλοφορούσε μεταξύ της καμπίνας και των τοιχωμάτων της ατράκτου. Στο ρύγχος υπήρχαν στρογγυλά φινιστρίνια με διπλά τζάμια, ενώ διέθετε και μη αναδιπλούμενο σύστημα προσγειώσεως.

Πρωτότυπα και κατάληξη
Βάσει του αρχικού σχεδίου, στο Hs.128V-1 θα εγκαθίσταντο δύο Daimler-Benz DB601 με στροβιλοσυμπιεστές TK-9. Μία μακέτα παρουσιάστηκε το 1938 και επιθεωρήθηκε από εκπροσώπους των RLM, DVL και DLH. Κατόπιν, το RLM υπέβαλε επίσημα την παραγγελία του. Τον Απρίλιο του 1939, έλαβε χώρα η παρθενική του πτήση χωρίς στροβιλοσυμπιεστές, αλλά εξήχθησαν πολύτιμα συμπεράσματα αναφορικά με το κόκπιτ υπό πίεση. Σε επόμενες δοκιμές, οι στροβιλοσυμπιεστές που προσετέθησαν δεν λειτούργησαν στον αναμενόμενο βαθμό, οπότε το V-1 έφτασε σε υψόμετρο μόνον 9.500 μέτρων.

Το δεύτερο, το Hs.128-V2, θα ετοιμαζόταν με κινητήρες Junkers Jumo 210G και υπερσυμπιεστές δύο σταδίων TK-16, με τους οποίους οι μηχανικοί υπελόγιζαν να έφτανε στα 17.000 μέτρα. Ωστόσο, η κατασκευή του καθυστέρησε λόγω της προτεραιότητας που δόθηκε στο επιθετικό Hs.129, αλλά ολοκληρώθηκε τελικώς τον Αύγουστο του 1939. Δεδομένου ότι η ανάπτυξη του στροβιλοσυμπιεστή TK-16 είχε διακοπεί στο μεταξύ, το δεύτερο πρωτότυπο εδέχθη δύο DB601 αντί για τους προγραμματισμένους Jumo, γεγονός που επιβράδυνε το πρόγραμμα περισσότερο.
Το V-2 πέταξε για πρώτη φορά στις 20 Μαρτίου του 1940. Μετά τις εργοστασιακές δοκιμές του, μεταφέρθηκε στο ινστιτούτο DVL στις 7 Μαΐου (όπως ακριβώς έγινε και με το V-1 στις 8 Μαρτίου) για συνέχιση των γενικών αξιολογήσεων. Να πούμε συμπληρωματικά πως και στα δύο πειραματικά δοκιμάστηκαν και άλλες συσκευές συμπιέσεως, συστήματα εγχύσεως υποξειδίου του αζώτου GM1 και μείγμα αλκοόλης-νερού MW.50, τα οποία αυξάνουν το υψόμετρο και την ισχύ. Παρ’όλα αυτά, το project ακυρώθηκε την ίδια χρονιά, με το αιτιολογητικό της ελλείψεως ανάγκης τη δεδομένη χρονική στιγμή για ένα τέτοιο αεροσκάφος μεγάλου υψόμετρου. Η Henschel όμως είχε ήδη στραφεί στον διάδοχό του, το Hs.130 το οποίο και θα παρουσιάσουμε αύριο.

| Χαρακτηριστικά | (Henschel Hs 128 V-1) |
| Πλήρωμα | 2 μέλη |
| Έκταση πτερύγων | 26,02 μέτρα |
| Μήκος | 14,77 μέτρα |
| Ύψος | 5,51 μέτρα |
| Επιφάνεια πτερύγων | 72,83 τετραγωνικά μέτρα |
| Καθαρό βάρος | 6.680 κιλά |
| Βάρος απογειώσεως | 10.250 κιλά |
| Βάρος πτερύγων | 140 κιλά ανά τετραγωνικό μέτρο |
| Κινητήρες | Δύο υδρόψυκτοι δωδεκακύλινδροι DB 601που περιέστρεφαν τετράφυλλες έλικες |
| Μέγιστη ταχύτητα | 450 χλμ / ώρα |
| Ανώτατο υψόμετρο | 16.800 μέτρα (θεωρητικό) 9.500 μέτρα (πρακτικό) |
| Αυτονομία πτήσεως | 2.500 χλμ (πρακτικό) |

