Ήταν το πιο προχωρημένο «τζιπ» που κατασκευάστηκε ποτέ. Τόσο προχωρημένο που δεν προηγείτο μιας φάλαγγας αλλά… πετούσε. Πολύ πριν την εποχή των ραντάρ παρακολούθησης εδαφικού αναγλύφου, το επαναστατικό VZ-8 Airgeep μπορούσε να αποφεύγει τον εντοπισμό του από τα εχθρικά ραντάρ πετώντας όχι στο ύψος των δένδρων αλλά χαμηλότερα από αυτό.
Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και άλλοι είχαν προσπαθήσει να αναπτύξουν μηχανές που θα απογειώνονταν σαν ελικόπτερο όμως οι σχεδιαστές της Piasecki ήταν οι μόνοι που κατάλαβαν πώς θα μπορούσε να γίνει. Η προοπτική ενός «ιπτάμενου τζιπ» φορέα βαρέων όπλων κέρδισε το ενδιαφέρον της Transportation Research Command του αμερικανικού Στρατού και χάρισε στην εταιρία ένα συμβόλαιο που θα έκανε την ιδέα της πραγματικότητα.
Το Model 59K Skycar δεν είχε μόνο λογικό μέγεθος εν σχέσει με άλλα ιπτάμενα οχήματα, ήταν και ευκολότερο στην χρήση. Η άνωση, η κίνηση και ο έλεγχος του σκάφους γινόταν με την βοήθεια δύο τρίφυλλων ελίκων εντός αεραγωγού που μοιράζονταν ένα κοινό κιβώτιο μετάδοσης κίνησης. Σε περίπτωση αστοχίας ενός εκ των δύο εμβολοφόρων Lycoming O-360-A2A των 180 hp –κάτι που δεν μπορούσε να αποκλειστεί υπό επιχειρησιακές συνθήκες στο πεδίο της μάχης– η συγκεκριμένη διάταξη εξασφάλιζε ότι και οι δύο ρότορες θα συνέχιζαν να λειτουργούν.
Τα χειριστήρια θύμιζαν αυτά ενός ελικοπτέρου και ένας εκπαιδευμένος πιλότος μπορούσε να το πετάξει χωρίς δυσκολία, ελέγχοντάς το με το (ανεξάρτητο) βήμα των ελίκων. Με τον τρόπο αυτό μπορούσε να ανυψώνει το εμπρός ή το πίσω τμήμα του σκάφους ενώ η προσγείωση γινόταν σε τρείς τροχούς. Η πρώτη πτήση του πρωτοτύπου VZ-8P πραγματοποιήθηκε στις 22 Σεπτεμβρίου 1958 με τον Φρανκ Παϊασέκι στην θέση του πιλότου.
Στον Στρατό άρεσε αυτό που είδε. Το Airgeep, όπως μετονομάσθηκε, απέκτησε ισχυρότερο κινητήρα στρατιωτικών προδιαγραφών (αξονοστρόβιλο Turbomeca Artouste IIB, 425 hp) και τον Ιούνιο του 1959 πραγματοποίησε με επιτυχία την πρώτη του πτήση. Οι στρατιωτικοί ενθουσιάστηκαν τόσο που έστειλαν το «ιπτάμενο τζιπ» στο Ναυτικό για να το αξιολογήσει κι αυτό.
Το Ναυτικό αποφάσισε ότι ο κινητήρας που είχε επιλέξει ο Στρατός άφηνε περιθώρια για κάτι καλύτερο κι έτσι το VZ-8P-2 εφοδιάστηκε με τον ελαφρύτερο και ισχυρότερο Garrett AiResearch TPE331-6, ισχύος 550 hp. Επίσης τα σκέλη προσγείωσης βελτιώθηκαν για καλύτερη κινητικότητα στο έδαφος ενώ στο Model 59N SeaGeep I προβλέφθηκε η τοποθέτηση πλωτήρων για προσθαλασσώσεις.
Το τροποποιημένο δεύτερο πρωτότυπο (PA-59H Airgeep II) είχε υποστεί αρκετές αλλαγές ώστε η νέα έκδοση να ονομαστεί VZ-8P (B). Οι θέσεις του πιλότου και του συγκυβερνήτη/πυροβολητή είχαν αντικατασταθεί από δύο εκτινασσόμενα καθίσματα, διέθετε τρεις ακόμη θέσεις επιβατών και ήταν εφοδιασμένο με δύο Τurbomeca Artouste IIC των 400 hp.
Είχε μεγίστη ταχύτητα 85 μιλίων/ώρα (136 χλμ/ώρα) και ταχύτητα πλεύσης 70 μιλίων/ώρα (112 χλμ/ώρα) ενώ η ακτίνα δράσης του έφθανε τα 35 μίλια (56 χλμ). Εξακολουθούσε να μοιάζει περίεργο, αλλά με πρόβλεψη μεταφοράς ενός Π.Α.Ο κάθε άλλο παρά αστείο ήταν.
Ικανό να επιχειρεί σε ύψος έως 2.999 ποδών αλλά και ελάχιστα πάνω από το έδαφος, πετώντας κάτω από τα ραντάρ, το Airgeep υπερτερούσε των Chrysler VZ-6 και Curtiss-Wright VZ-7 που επίσης αξιολογήθηκαν. Ωστόσο ο αμερικανικός Στρατός δεν είχε πεισθεί εντελώς ότι το «ιπτάμενο τζιπ» θα απέδιδε σε ένα σύγχρονο πεδίο μάχης και επικέντρωσε το ενδιαφέρον του στα ελικόπτερα.
Την δεκαετία του ’50 τίποτα δεν έδειχνε απίθανο και ο Ψυχρός Πόλεμος έδωσε την ευκαιρία σε πολλές ιδέες, κάποιες πραγματικά καινοτόμες και άλλες τελείως τρελλές, να φθάσουν μέχρι το στάδιο του πρωτοτύπου δοκιμών ή και ακόμη παραπέρα. Το concept του Airgeep μπορεί τελικά να απορρίφθηκε, η Piasecki όμως είχε αποδείξει ότι ήταν εφικτό.
Αλέξανδρος Θεολόγου
Πρώτη δημοσίευση 12/4/2018