Στις αρχές της δεκαετίας του 1970, κι ενώ μαίνονταν ακόμα ο πόλεμος στο Βιετνάμ, επανήλθε στο προσκήνιο μία παλιά ιδέα, αυτή των «παρασιτικών» μαχητικών.
Η ιδέα ήταν ότι το ίδιο το βαρύ βομβαρδιστικό που θα είχε την απαραίτητη ακτίνα δράσης για την επιδρομή σε στόχους στην τότε ΕΣΣΔ, θα είχε το δικό του ή δικά του «οργανικά» μαχητικά αεροσκάφη προστασίας τα οποία θα ήταν προσκολλημένα πάνω του και θα αποσπώνταν για να το προστατέψουν από τα εχθρικά αναχαιτιστικά.
Υπήρξαν κάποιοι πειραματισμοί και δοκιμές με ορισμένα αεροσκάφη, όπως για παράδειγμα με το βομβαρδιστικό Β-29, στο οποίο προσαρμόστηκαν στα ακροπτερύγια δυο μαχητικά αεροσκάφη RF-84, ως προεκτάσεις των πτερύγων του.
Επίσης δοκιμάστηκε η μεταφορά του και κάτω από την άτρακτο, αλλά κι η χρήση μαχητικού εξ αρχής σχεδιασμένου να επιχειρεί ως παρασιτικό, και συγκεκριμένα του αποτυχημένου XF-85 Goblin.
Η αμερικάνικη Αεροπορία λοιπόν αποφάσισε να πάει αυτήν την ιδέα σε άλλο επίπεδο. Έτσι λοιπόν παρήγγειλε μία μελέτη επιτευξιμότητας για να επεξεργαστεί το κατά πόσο θα ήταν εφικτό ένα βαρύ αεροσκάφος να μετέφερε όχι απλώς ένα ή δυο μαχητικά για προστασία «την δύσκολη ώρα», αλλά μίας ολόκληρης μοίρας μαχητικών, για επιχειρήσεις ως ένα πραγματικό αεροπλανοφόρο στον αέρα.
Η μελέτη για το «ιπτάμενο αεροπλανοφόρο» (Airborne Aircraft Carrier – AAC) διεξήχθη με σύμβαση από το Εργαστήριο Πτητικής Δυναμικής (USAF FDL) της αμερικανικής Αεροπορίας με έδρα την αεροπορική βάση Ράιτ-Πάτερσον στο Οχάιο.
Για τις ανάγκες της μελέτης εξετάστηκαν ως υποψήφια δυο αεροσκάφη και συγκεκριμένα το πολιτικό επιβατικό 747-200 της ίδιας εταιρείας και το στρατιωτικό βαρύ μεταγωγικό C-5A Galaxy της Lockheed Martin.
Αξίζει να σημειωθεί ότι εκτός των C-5A και Boeing-747-200 εξετάστηκε και το ενδεχόμενο σχεδίασης ενός νέου εξειδικευμένου αεροσκάφους για τον συγκεκριμένο ρόλο, αλλά απορρίφθηκε λόγω κόστους.
Ωστόσο οι σχεδιαστές που εργάστηκαν πάνω στην μελέτη ήταν υπάλληλοι της Boeing με αποτέλεσμα στην τελική μελέτη να προκρίνουν την επιλογή του αεροσκάφους της εταιρείας τους για τις ανάγκες της μελέτης.
Σύμφωνα με τις απαιτήσεις λοιπόν, το αεροσκάφος θα έπρεπε να μπορεί να μεταφέρει στο εσωτερικό ένα μεγάλο αριθμό ειδικά σχεδιασμένων μαχητικών αεροσκαφών και ιδανικά όχι λιγότερο από δέκα.
Θα έπρεπε να μπορεί να τα εξαπολύσει αλλά και να τα ανακτήσει καθώς και να τα εφοδιάσει με καύσιμα στον αέρα ή αφού τα ανακτήσει να τα ανεφοδιάσει με καύσιμα και πυρομαχικά για τουλάχιστον τρεις συνεχόμενες αποστολές.
Ποια θα ήταν τώρα η πρακτική επιχειρησιακή χρησιμότητα ενός τέτοιου ιπτάμενου αεροπλανοφόρου; Η ιστορία έχει απαντήσει στο ερώτημα δεδομένης της κατάληξης της μελέτης. Ωστόσο θεωρητικά, μία τέτοια πλατφόρμα θα μπορούσε να έχει χρησιμότητα σε κάποια σενάρια.
Για παράδειγμα, θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί σε περιπτώσεις όπου ήδη θα υπήρχε εξασφαλισμένη εναέρια υπεροχή, ως ένα είδος ιδιότυπης περιπολίας CAP, αφού ένα Boeing 747 ειδικά με αναπληρωματικούς πιλότους και συνεχείς εναέριους ανεφοδιασμούς θα μπορούσε να μείνει στον αέρα για ολόκληρα εικοσιτετράωρα.
Έτσι χωρίς να κουράζονται οι πιλότοι των μαχητικών, που αλλιώς θα έπρεπε να ήταν στον αέρα ακίνητοι μέσα στο πιλοτήριό τους, θα μπορούσε να παρασχεθεί πυρ υποστήριξης σε εξαιρετικά μικρό χρονικό διάστημα από ό,τι αν έπρεπε τα μαχητικά να απογειωθούν από βάσεις ξηράς.
Επίσης θα μπορούσε να χρησιμεύσει σε περιπτώσεις όπου θα χρειαζόταν αεροπορική υπεροχή αλλά δεν θα υπήρχαν άλλες φίλιες δυνάμεις στην περιοχή κι ένα αεροπλανοφόρο ακόμα και αν έπλεε πάσα δυνάμει θα χρειαζόταν πολλές μέρες για να φτάσει στο θέατρο επιχειρήσεων.
Φυσικά όλα αυτά τα σενάρια, όπως και άλλα ακόμα, θα τα ξεπερνούσαν σύντομα οι τεχνολογικές εξελίξεις αλλά εκείνη την περίοδο αυτό δεν μπορούσε είναι γνωστό ώστε να ληφθεί υπ’ όψιν.
Για παράδειγμα, σε κάποια συγκεκριμένα επιχειρησιακά σενάρια, προβλέποταν η προσέγγιση του ιπτάμενου αεροπλανοφόρου στο θέατρο επιχειρήσεων (Βόρεια Ευρώπη ή Ισραήλ ή Ινδικός Ωκεανός) προκειμένου να εξαπολύσει αιφνιδιαστικές επιθέσεις όντας το αεροσκάφος έξω από την εμβέλεια των εχθρικών ραντάρ και αντιαεροπορικών συστημάτων.
Αυτό ήταν απόλυτα ρεαλιστικό την δεκαετία του ’70. Σύντομα όμως η τεχνολογία θα επέτρεπε την αύξηση της εμβέλειας των ραντάρ αλλά και των πυραύλων σε σημείο που ειδικά μεγάλου όγκου στόχοι όπως ένα Boeing 747 δεν θα είχαν μεγάλες ελπίδες επιβίωσης αφενός ή θα απαιτούσαν μία έξτρα μοίρα μαχητικών μόνο για το προστατεύει ώστε να μπορεί η δικιά του μοίρα να πολεμήσει.
Από την άλλη πλευρά βέβαια θα υπήρχαν και σοβαρά μειονεκτήματα. Για παράδειγμα, όπως ένα αεροπλανοφόρο στην θάλασσα, το εν θέματι ιπτάμενο αεροπλανοφόρο θα ήταν εξαιρετικά ευάλωττο, αφού ένα και μόνο πλήγμα από έναν πύραυλο στο μητρικό αεροσκάφος θα ήταν αρκετό για εξουδετερώσει μία ολόκληρη μοίρα μαχητικών.
Λέγοντας για τα μαχητικά, αυτά θα ήταν σχεδιασμένα και κατασκευασμένα από την ίδια εταιρεία. Συγκεκριμένα και παρόλο που εξετάστηκαν όλες οι πιθανές διαμορφώσεις, ακόμα και σχέδιο με πτέρυγες μεταβλητής (!) γεωμετρίας, το μαχητικό θα ήταν τελικά το Boeing μοντέλο 985 Micro Fighter.
Ο οπλισμός του θα ήταν δυο πυροβόλα των 25 χλστ. με αναχορηγία 200 βλημάτων, δύο ρουκέτες zuni σε ειδικά διαμερίσματα μέσα στην πτέρυγα και δύο σημεία για ανάρτηση οπλισμού (αέρος-αέρος ή αέρος -εδάφους, κατευθυνόμενα και μη).
Δεδομένου ότι το αεροσκάφος δεν θα είχε χώρο για ένα ισχυρό ραντάρ, δεν θα μπορούσε να συμμετάσχει ισότιμα σε αερομαχίες πέραν του ορίζοντα ενάντια σε άλλα πιο βαριά μαχητικά.
Αποφασίστηκε λοιπόν να επικεντρωθεί στις κοντινές αερομαχίες με υπερευελιξία που θα υποβοηθούνταν από ακροφύσια κατευθυνόμενης ώσης.
Λόγω των ειδικών σχεδιαστικών προδιαγραφών, ήταν εφικτή η σημαντική μείωση του βάρους του – θα μπορούσε να ζυγίζει μέχρι 4760 κιλά, καθώς δεν θα χρειάζονταν μεγάλη ποσότητα καυσίμου, ούτε ισχυρή δομή υψηλής αντοχής, που θα ήταν απαραίτητη για να ανταπεξέλθει στις καταπονήσης συμβατικών απο-προσγειώσεων.
Ως κινητήρας, έπρεπε να χρησιμοποιηθεί ο General Electric YJ101 με μέγιστη παρεχόμενη ώση της τάξης των 15.000 λιβρών. Επίσης δεν θα είχε κλασική διάταξη για τα σκέλη προσγείωσης, ώστε αν υπήρχε ανάγκη αναγκαστικής προσγείωσης, θα έπρεπε να συρθεί με την άτρακτο…
Πάντως οι κύριες απαιτήσεις για το ιπτάμενο αεροπλανοφόρο της μελέτης ήταν η ακτίνα δράσης, η σχέση κόστους-αποτελεσματικότητας της πτήσης και το μέγεθος της μεταφερόμενης μοίρας.
Επίσης, ήταν υποχρεωτική απαίτηση η τοποθέτηση δύο σημείων ανάκτησης / εξαπόλυσης των μαχητικών, ώστε να είναι εφικτή ταυτόχρονα η ανάκτηση ενός μαχητικού από το ένα σημείο και η εξαπόλυση ενός άλλου από το δεύτερο.
Η διαδικασία της εξαπόλυσης / ανάκτησης των αεροσκαφών θα ήταν επικίνδυνη διαδικασία. Το κάθε αεροσκάφος θα έπρεπε με την σειρά του να οδηγούνταν σε ειδικό θάλαμο που θα ήταν ανεξάρτητος από τους υπόλοιπους χώρους του αεροσκάφους ώστε να μπορούν να παραμείνουν υπό πίεση.
Το πλήρωμα του ιπτάμενου αεροπλανοφόρου θα ήταν 44 άτομα. Μεταξύ των οποίων το πλήρωμα του αεροσκάφους (12), οι τεχνικοί που θα συντηρούσαν / ανεφοδίαζαν τα μαχητικά (14-18) και βέβαια κι οι πιλότοι των μαχητικών (οι υπόλοιποι).
Τα δε μαχητικά θα ήταν δέκα στον αριθμό, θα ήταν αποθηκευμένα σε στίβα (κάθετα-διαγώνια) μέσα στην άτρακτο του Boeing 747 και θα μπορούσαν να εξαπολυθούν από ένα σημείο κάτω από το ρύγχος του μητρικού αεροσκάφος, και να ανακτηθούν από ένα ειδικό σημείο στο πίσω μέρος του.
Δύο μαχητικά αεροσκάφη θα έπαιζαν τον ρόλο αεροσκαφών επιφυλακής και θα μπορούσαν να εξαπολυθούν μέσα σε μόλις ένα λεπτό από την ώρα του συναγερμού, ενώ αμέσως μετά τα επόμενα αεροσκάφη θα μπορούσαν να εξαπολυθούν σε ενδιάμεσα διαστήματα 80 δευτερολέπτων.
Μετά την εκπλήρωση της αποστολής ή της μάχης, τα μαχητικά θα έπρεπε να επιστρέψουν στο μητρικό αεροσκάφος. Εκεί μέσα σε δέκα λεπτά το αεροσκάφος θα έπρεπε να μπορεί να εφοδιαστεί σε καύσιμα και πυρομαχικά και να επιστρέψει ξανά στη μάχη.
Προβλεπόταν δε το απόθεμα καυσίμου και όπλων / πυρομαχικών για τα μαχητικά αεροσκάφη να είναι αρκετά για τρεις ανεφοδιασμούς και για τα δέκα μεταφερόμενα αεροσκάφη.
Το 1973, η αρχική μελέτη εγκρίθηκε από την αμερικανική Αεροπορία για περαιτέρω ανάπτυξη. Εν τω μεταξύ ο φορέας επιλέχθηκε και ήταν βέβαια το Boeing-747-200 ενώ και το μαχητικό Boeing 985 συνέχισε να βλετιώνεται, με την προσθήκη περισσότερων σημείων ανάρτησης οπλισμού και αύξησης της ταχύτητάς του.
Με βάση τα ευρήματα της μελέτης, μία ομάδα μάχης πολλαπλού ρόλου [Multi-Purpose Strike System (MPSS)] θα αποτελούνταν από 10 ιπτάμενα αεροπλανοφόρα Boeing 747 AAC και ένα ιπτάμενο ραντάρ, επίσης Boeing 747.
Αυτή η σύνθεση στην θεωρία τουλάχιστον θα ήταν μία εντυπωσιακή μαχητική δύναμη αφού θα αποτελούνταν από 100 μαχητικά αεροσκάφη (πάνω από 4 μοίρες πλήρους σύνθεσης) που θα μπορούσε να βρεθεί στο θέατρο επιχειρήσεων της Ευρώπης μέσα σε μόλις 8 ώρες και να είναι άμεσα έτοιμη για επιχειρήσεις με τους πιλότους των μαχητικών να είναι ξεκούραστοι και προετοιμασμένοι.
Μέχρι το 1974, η μελέτη είχε φτάσει στο σημείο να κάνει μέχρι και δοκιμές σε αεροσήραγγα με βάση μοντέλα των αεροσκαφών, αλλά η Αεροπορία εν μέσω πια ενός ιδιαίτερα αρνητικού κλίματος μετά τον πόλεμο του Βιετνάμ, δεν κατάφερε να αποσπάσει τη απαραίτητη χρηματοδότηση.
Λίγο αργότερα, το 1975 το πρότζεκτ ακυρώθηκε οριστικά.
Παρόλαυτά μπορούμε να εκτιμήσουμε με σχετικά χαμηλό ρίσκο ότι ακόμα κι αν υποθετικά εξασφαλιζόταν η απαραίτητη χρηματοδότηση, το πρότζεκτ δεν θα μπορούσε να υλοποιηθεί, καθώς αφενός μέν κάτι τέτοιο δεν είχε γίνει ποτέ ξανά και θα αντιμετωπίζονταν πρωτοφανείς τεχνικές προκλήσεις, αφετέρου δε οι τεχνολογικές εξελίξεις και κυρίως η εξέλιξη των συστημάτων ραντάρ και των αντιαεροπορικών πυραύλων θα το καθιστούσαν ξεπερασμένο πριν καν μπει σε υπηρεσία, κι όλα αυτά με επιχειρησιακό αντίκτυπο αν τελικά έμπαινε σε υπηρεσία τουλάχιστον αμφίβολο.
Ήταν όμως μία περίοδος που ακόμα και το όνειρο μπορούσε να μελετηθεί για το κατά πόσο θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί…
Τελικά, ιπτάμενα αεροπλανοφόρα είδαμε μόνο σε ταινίες επιστημονικής φαντασίας, για να διαπιστώσουμε ότι πράγματι θα ήταν κάτι μάταιο.
(φωτογραφίες: Boeing, dtic.mil)
Αρχική δημοσίευση 11/9/2018