Bristol Bloodhound SAM: Το κυνήγι «Αρκούδας» στον Ψυχρό Πόλεμο ήθελε χοντρά σκάγια!

Ήταν οι πύραυλοι που θα αναχαίτιζαν όσα σοβιετικά βομβαρδιστικά Tu-95 Bear κατάφερναν να περάσουν από τα μαχητικά Lightning της RAF. Τα βλήματα Bloodhound αναπτύχθηκαν κατά την δεκαετία του ’50 στο πλαίσιο σαρωτικών αλλαγών στην βρετανική μεταπολεμική αμυντική πολιτική και το 1958 τέθηκαν σε υπηρεσία αποτελώντας την τελευταία γραμμή άμυνας του Ηνωμένου Βασιλείου σε περίπτωση που ο Ψυχρός Πόλεμος γινόταν… θερμότερος.

Το αεροδρόμιο της RAF στο North Coates του Lincolnshire, η πρώτη πυραυλική βάση της χώρας, βρέθηκε πολύ κοντά στο να χρησιμοποιήσει τα βλήματα που παρέλαβε όταν τον Οκτώβριο του 1962 ξέσπασε η Κρίση των Πυραύλων της Κούβας. Το 264 Air Defence Missile Squadron, όπως και οι υπόλοιπες Μοίρες αντιαεροπορικών πυραύλων, τέθηκε σε Κόκκινο Συναγερμό: όλες οι άδειες του προσωπικού ανακλήθηκαν ενώ στις αεροπορικές βάσεις Coningsby, Scampton και Waddington τα βρετανικά πυρηνικά βομβαρδιστικά βρίσκονταν σε ετοιμότητα των 15 λεπτών, φορτωμένα και έτοιμα για απογείωση.

Σχεδιασμένα αρχικά για την προστασία των βάσεων των πυρηνικών βομβαρδιστικών (V-bomber Force) τα βλήματα της έκδοσης Mk.I ήταν οι πρώτοι βρετανικοί κατευθυνόμενοι πύραυλοι εδάφους-αέρος που κατέστησαν πλήρως επιχειρησιακοί τον Δεκέμβριο του 1958. Κάθε βάση στρατηγικών βομβαρδιστικών της RAF διέθετε δύο πυροβολαρχίες Bloodhound των 16 βλημάτων εκάστη, με διπλά κτήρια ελέγχου εκτόξευσης και υποσταθμούς ενέργειας, ρυμουλκούμενα τρέιλερ ραντάρ, χώρους συντήρησης πυραύλων και ενδιαίτησης προσωπικού.

Τα δε μέτρα ασφαλείας ήταν αυστηρότατα, με πυκνές περιπολίες Αερονόμων συνοδεία εκπαιδευμένων σκύλων με «μύτη για σαμποτέρ» όπως τόνιζε σχετικό οπτικό εποχής. Οι Bloodhound ήταν τόσο σημαντικοί για την Βρετανία που έγιναν μέχρι και θέμα κιτ της Airfix σε κλίμακα 1/72 –συμπεριλαμβανομένου του στρατιωτικού σκύλου-φύλακα!

Υποτίθεται ότι την πυραυλική αεράμυνα θα αναλάμβανε ένας μεγαλύτερης ακτίνας πύραυλος με την κωδική ονομασία Blue Envoy και εμβέλεια 150 μίλια (240 χλμ) όμως όταν το σχετικό πρόγραμμα ματαιώθηκε οι Bloodhound έμειναν το κύριο όπλο αεράμυνας της Βρετανίας. Τμήματα της σχεδίασης του ακυρωθέντος πυραύλου, όπως οι κινητήρες ramjet και το ραντάρ, χρησιμοποιήθηκαν στην ανάπτυξη της βελτιωμένης έκδοσης Mk.2 που από το 1964 άρχισε να αντικαθιστά τα Bloodhound Mk.I σε βάσεις εντός και εκτός του Ηνωμένου Βασιλείου.

Τα βλήματα Bloodhound Mk.ΙΙ ήταν ένα προηγμένο για την εποχή του όπλο, σχεδόν συγκρίσιμο με τους αμερικανικούς Nike Hercules στην ακτίνα και τις επιδόσεις, χρησιμοποιώντας όμως ένα σύστημα ημιενεργούς καθοδήγησης ραντάρ συνεχούς κύματος το οποίο παρείχε εξαιρετική προστασία σε ηλεκτρονικά αντίμετρα καθώς και ψηφιακό υπολογιστή Ferranti Argus για το σύστημα ελέγχου πυρός. Ο υπολογιστής χρησιμοποιείτο και στα τσεκ ετοιμότητος του πυραύλου.

Το «Κυνηγόσκυλο» ήταν ένα μεγάλο βλήμα δύο και πλέον τόννων (2.267 κιλά, 5.000 λίβρες) που έμοιαζε να είχε βγει από κόμικς επιστημονικής φαντασίας εποχής, ανεπτυγμένο σε σταθερές βάσεις εκτόξευσης όπως οι πύραυλοι «Νίκη» ή οι σοβιετικοί S-25 Berkut. Οι Σουηδοί πάντως είχαν τους RB 68 (Bloodhound Mk.II) που απέκτησαν σε ημι-κινητή διαμόρφωση.

Ο πύραυλος ήταν εφοδιασμένος με τέσσερεις βοηθητικούς κινητήρες Gosling οι οποίοι απορρίπτονταν σαν πέταλα όταν λόγω εξάντλησης των στερεών προωθητικών τους η παραγόμενη ώση καθίστατο μικρότερη από αυτήν των δύο κινητήρων ramjet του βλήματος. Οι ramjet Thor που ανέπτυξε η Bristol Aero Engines σε συνεργασία με την Boeing προσέδιδαν τελική ταχύτητα 2,7 Μαχ στο «Κυνηγόσκυλο», μεγαλύτερη των 2,2 Μαχ της αρχικής έκδοσης, εξασφαλίζοντας ότι κανένα σοβιετικό βομβαρδιστικό δεν θα του ξέφευγε.
Παρόλο που σε δοκιμές είχαν επιτευχθεί άμεσα πλήγματα κατά αεροσκαφών-στόχων σε ύψος 50.000 ποδών (15.240 μ) τα βλήματα παραγωγής έφεραν την μεγαλύτερη πολεμική κεφαλή K11A1 εφοδιασμένη με πυροσωλήνα προσέγγισης, αυξάνοντας τις πιθανότητες κατάρριψης εχθρικού βομβαρδιστικού χωρίς να χρειάζεται άμεσο πλήγμα. Η μεγίστη εμβέλεια ήταν περίπου 115 μίλια (185 χλμ) με ελάχιστο δραστικό βεληνεκές σε μικρό ύψος τα 6,9 μίλια (11,1 χλμ) και μέγιστο τα 86,25 μίλια (138,8 χλμ) σε μεγάλο ύψος.
Η καθοδήγηση προς τον στόχο γινόταν με ραντάρ Type 86 Firelight της Ferranti (επί ρυμουλκούμενου τρέιλερ) ή με το μεγαλύτερο, σταθερής εγκατάστασης, Type 87 Scorpion της Marconi. Εκτός από τις δικές του κεραίες καταύγασης και ιχνηλάτησης στόχου, το ραντάρ Scorpion διέθετε μια από τις αντέννες-δέκτες του επί του βλήματος προκειμένου να «βλέπει» την εικόνα που είχε ο αντίστοιχος δέκτης του πυραύλου. Τα νέα ραντάρ αντιμετώπισαν τα προβλήματα της αντανάκλασης εδάφους, επιτρέποντας βολή κατά παντός ορατού στόχου, ασχέτως πόσο κοντά πετούσε στο έδαφος.
Τα βήματα της έκδοσης Mk.II μοιραζόταν πολλά από τα χαρακτηριστικά του ραντάρ και του τρόπου καθοδήγησης με τον μικρότερου μεγέθους και πιο ευκίνητο πύραυλο εδάφους-αέρος Thunderbird του Βρετανικού Στρατού –μάλιστα για ένα διάστημα οι Bloodhound συνυπηρέτησαν με το βλήμα της English Electric. Τα μικρής ακτίνας Thunderbird άρχισαν να αντικαθίστανται το 1971 από το αντιαεροπορικό σύστημα Rapier.
Η δυνατότητα αναχαίτισης στόχων σε ύψη από 150 έως 65.000 ποδών (45 έως 19.800 μ) του Bloodhound κράτησε μακριά την απειλή μιας επίθεσης σοβιετικών βομβαρδιστικών μέχρι την διάλυση της ΕΣΣΔ το 1991. Η τελευταία βρετανική Μοίρα απενεργοποιήθηκε τον Ιούλιο του ιδίου έτους ενώ οι ελβετικοί BL-64 παρέμειναν επιχειρησιακοί μέχρι το 1999. Εκτός από την Σουηδία και την Ελβετία, βλήματα του τύπου είχαν παραλάβει επίσης η Αυστραλία, και η Σινγκαπούρη.

Σήμερα, οι πύραυλοι που σώζονται βρίσκονται σε Μουσεία ή χρησιμοποιούνται ως art installations σε διάφορες εκθέσεις. Αν πλησιάσετε κάποιο από τα Bloodhounds που εκτίθενται σε Μουσείο, ίσως ακούσετε να διηγούνται κυνηγετικές ιστορίες για «Αρκούδες» (Τu-95 Bear) που τελικά… δεν ήλθαν.

Αλέξανδρος Θεολόγου       

Most Popular