Με το θέμα ενίσχυσης/εκσυγχρονισμού μονάδων του Ναυτικού να απασχολεί την επικαιρότητα, αναδημοσιεύουμε άρθρο μας σχετικά με το πρόγραμμα εκσυγχρονισμού του Ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού κατά τη περίοδο 1868-1886, για να δούμε πως η Ελλάδα, παρά τα πενιχρά οικονομικά μέσα της εποχής, δεν δίστασε να διαθέσει τεράστια κονδύλια, ακόμη και για νέες πρωτοποριακές τεχνολογίες.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1860 και ως τα μέσα του 1880, το Ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό επιδόθηκε σε μια σειρά προμηθειών νέων κύριων μονάδων για τον στόλο, όπως τα θωρακισμένα καταδρομικά κλάσης Ύδρα, αλλά και το ιστιοφόρο καταδρομικό Μιαούλης. Μια ακόμη προμήθεια, ήταν αυτή ενός υποβρυχίου εκτοπίσματος 60 τόνων, που αν και ποτέ δεν είδε πολεμική δράση, φανέρωνε τη προσπάθεια της Ελλάδας να παρακολουθήσει τις εξελίξεις τις ναυτικής τεχνολογίας.
Τη περίοδο 1866-1869, έλαβε χώρα η Κρητική Επανάσταση ενάντια στην Οθωμανική κυριαρχία και ήταν υπέρ της ένωσης με την Ελλάδα. Παρ΄ ότι η ίδια η Επανάσταση δεν στέφθηκε με επιτυχία, το γεγονός της ανατίναξης της Μονής Αρκαδίου, που προκάλεσε το θάνατο 300 περίπου πολιορκημένων και 700 αμάχων, είχε μεγάλο αντίκτυπο στη διεθνή κοινή γνώμη ως μία από τις πτυχές του όλου Ανατολικού Ζητήματος.
Η συγκεκριμένη σύγκρουση, αποτέλεσε το έναυσμα μιας προσπάθειας εκσυγχρονισμού του Ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού.
Το 1868, η Ελλάδα παραγγέλνει το Βασιλεύς Γεώργιος από τα βρετανικά ναυπηγεία Thames Ironworks. Επρόκειτο για μια θωρακισμένη ατμοκίνητη κορβέτα (θωρακοβάρις), εκτοπίσματος 1774 τόνων, που έφερε 2 εμπροσθογεμή πυροβόλα Armstrong των 9 ιντσών, που αντικαταστάθηκαν αργότερα από 2 οπισθογεμή πυροβόλα Krupp των 210mm. Ήταν πρωτοποριακό για την εποχή του, διότι ήταν από τα πρώτα πολεμικά πλοία στο κόσμο, που διέθετε πυροβόλα σε πυργίσκο, αντί περιμετρικά. Έλαβε μέρος στον πόλεμο του 1897, κανονιοβολώντας το φρούριο της Πρέβεζας. Παροπλίστηκε το 1912.
Τον ίδιο χρόνο, δίνεται παραγγελία για το Βασίλισσα Όλγα στο ναυπηγείο Stabilimento Tecnico Triestino της τότε Αυστροουγγαρίας. Δεν είδε ποτέ δράση και μετατράπηκε σε εκπαιδευτικό πλοίο το 1897. Ήταν οπλισμένο με δυο πυροβόλα των 228,6mm και δέκα πυροβόλα των 177,8mm.
Το 1885, αγοράστηκαν από τη Γαλλία, τρία θωρακισμένα καταδρομικά κλάσης Ύδρα, εκτοπίσματος 4808 τόνων, που έφεραν πανίσχυρο οπλισμό που περιλάμβανε τρία πυροβόλα των 274mm. Είχε προηγηθεί η αγορά το 1877 του ιστιοφόρου εύδρομου Μιαούλης, που έφερε τέσσερα πυροβόλα των 170mm.
Το Μιαούλης αναφερόταν λανθασμένα ως “θωρηκτόν”, αλλά στη πράξη επρόκειτο για μη θωρακισμένο καταδρομικό. Η αγορά λίγα χρόνια αργότερα των κατά πολύ ικανότερων θωρακισμένων καταδρομικών Ύδρα. Ψαρά και Σπέτσες, σήμανε την απόσυρση του πλοίου από τη πρώτη γραμμή.
Τα πλοία της κλάσεως Ύδρα, έλαβαν μέρος στον πόλεμο του 1897, αλλά η δράση τους ήταν εξαιρετικά περιορισμένη κατόπιν επέμβασης των Μεγάλων Δυνάμεων. Κατά τις δεκαετίες 1890-1900, πραγματοποιήθηκαν προγράμματα εκσυγχρονισμού στον οπλισμό τους, αλλά την εποχή των Βαλκανικών Πολέμων, ήταν πολύ αργά για να ακολουθήσουν τα νεότερα πλοία του Πολεμικού Ναυτικού και ενώ έλαβαν μέρος στη Ναυμαχία της Έλλης και της Λήμνου, και δεν μπόρεσαν να βοηθήσουν ουσιαστικά. Αποσύρθηκαν οριστικά γύρω στο 1920.
Το πρώτο ελληνικό υποβρύχιο
Το 1866, το Πολεμικό Ναυτικό γίνεται από τα πρώτα στο κόσμο που αγοράζουν υποβρύχιο. Επρόκειτο για ένα σκάφος 56 τόνων, που κατασκευάστηκε από τον Σουηδό Thorsten Nordenfelt, με βάση σχέδιο του Βρετανού George Garrett. Ήταν σκάφος μήκους 19,5 μέτρων και πλάτους 2,75. Είχε εκτόπισμα εν καταδύσει 56tn και δυνατότητα κατάδυσης έως τα 15 μέτρα. Η κίνησή του προερχόταν από μία ατμομηχανή 100 ίππων, η οποία του έδινε δυνατότητα ανάπτυξης ταχύτητας 9 κόμβων στην επιφάνεια και 2 κόμβων εν καταδύσει, με αυτονομία στην κατάδυση 160 ναυτικά μίλια (σύμφωνα με άλλες πηγές, η αυτονομία δεν ξεπερνούσε τα 14 μίλια). Ήταν οπλισμένο με έναν τορπιλοσωλήνα, ο οποίος είχε τη δυνατότητα βολής μιας τορπίλης 14 ιντσών σε απόσταση 30 μέτρων από το στόχο και ευρισκόμενο εν επιφάνεια. Το “NORDENFELT-I” φτάνει στην Ελλάδα τον Ιανουάριο του 1886 (αποσυναρμολογημένο).Τον Μάρτιο του ίδιου έτους κάνει τις πρώτες του δοκιμές στον Φαληρικό όρμο, κατά τις οποίες παρουσιάζει στοιχεία αξιόπλοου σκάφους εν επιφάνεια, αλλά δεν ισχύει το ίδιο και στην κατάδυση, όπου εμφανίζει πολλά προβλήματα ευστάθειας, στεγανότητας και προβλήματα στην εκτόξευση της τορπίλης.
Η Ελλάδα πλήρωσε 9.000 στερλίνες για την αγορά του συγκεκριμένου υποβρυχίου. Διέθετε μια κλασική ατμομηχανή για να κινείται όταν βρίσκεται στη επιφάνεια. Όταν καταδυόταν, η καπνοδόχος αναδιπλωνόταν και ο θάλαμος καύσης σφραγιζόταν για να μην προκληθεί ασφυξία στο τριμελές πλήρωμα. Η ζέστη όμως που συνέχιζε να εκπέμπεται, συνέχιζε να θερμαίνει το νερό που βρισκόταν σε ειδικές δεξαμενές και παρήγαγε ατμό που αποθηκευόταν υπό πίεση σε άλλη δεξαμενή, για τη κίνηση εν καταδύσει. Ως οπλισμό διέθετε μια τορπίλη Whitehead σε εξωτερικό κάνιστο και ένα πυροβόλο των 25mm σχεδίασης του Nordenfelt. Το υποβρύχιο ουδέποτε αξιοποιήθηκε επιχειρησιακά και εκποιήθηκε το 1901.
Βλέπουμε λοιπόν πως η Ελλάδα, παρά τα πενιχρά οικονομικά μέσα της εποχής και έπειτα από το μάθημα που πήρε από την αποτυχία της Κρητικής Επανάστασης, δεν δίστασε να διαθέσει τεράστια κονδύλια, ακόμη και για νέες, πρωτοποριακές τεχνολογίες.
Πρώτη δημοσίευση: 14/1/2018