Στις 09:04′ το πρωί της 6ης Δεκεμβρίου 1917, το γαλλικό πλοίο Mont-Blanc, πλήρες πολεμοφοδίων, εξερράγη στο λιμάνι, προκαλώντας ακαριαίο θάνατο σε περισσότερους από 1.900 άνδρες, γυναίκες και παιδιά, τραυματίζοντας περισσότερα από 9.000 άτομα, ενώ περίπου 200 άτομα τυφλώθηκαν από τα θραύσματα των υαλοπινάκων ή από την λάμψη της έκρηξης.
Το λιμάνι του Χάλιφαξ θεωρείται ένα από τα ασφαλέστερα λιμάνια στον κόσμο. Και όμως εκεί έγινε η φοβερότερη, μη πυρηνική έκρηξη όλων των εποχών.
Η έκρηξη προήλθε ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης των δύο πλοίων στον λιμένα του Χάλιφαξ. Όπως τελικά αποφάνθηκε το αρμόδιο δικαστήριο, η υπαιτιότητα για την σύγκρουση αυτή βαρύνει εξ ίσου και τα δύο σκάφη (Mont-Blanc και Imo).
Το Μον Μπλαν (Mont-Blanc) ήταν σκάφος γενικού φορτίου, ιδιοκτησίας της γαλλικών συμφερόντων εταιρείας Compagnie Generale Transatlantique. Είχε μήκος 97,5 μ. (320 πόδια), πλάτος 13,6 μ (44,8 πόδια) και βύθισμα 4,66 μ. (15,3 πόδια). Η μεταφορική του ικανότητα ανερχόταν σε 2.252 τόνους, ενώ το εκτόπισμά του ήταν 3.121 κ.ο.χ. Ήταν ατμοκίνητο και διέθετε μία ελικα. Κυβερνήτης του σκάφους, το οποίο είχε πλήρωμα 41 Γάλλους ναυτικούς, ήταν ο Πλοίαρχος Αιμέ Λε Μεντέκ (Aime Le Medec). Το πλοίο είχε αποπλεύσει από το λιμάνι της Νέας Υόρκης στις 11 το βράδυ της 1ης Δεκεμβρίου 1917 με προορισμό το Χάλιφαξ. Σκοπός της εκεί παραμονής του ήταν να αναμένει τα συνοδά σκάφη νηοπομπής, προκειμένου να διασχίσει τον Ατλαντικό, με τελικό προορισμό την δοκιμαζόμενη από τον πόλεμο Γαλλία και συγκεκριμένα το Μπορντώ. Από πλευράς οπλισμού έφερε μόνον δύο πυροβόλα, ένα των 90 και ένα των 95 mm. Το φορτίο του το αποτελούσαν:
226.797 kg τρινιτροτολουόλης (ΤΝΤ)
1.602.519 kg υγρού πικρικού οξέος
544.311 kg στερού πικρικού οξέος
56.301 kg βαμβακοπυρίτιδας
223.188 kg βενζολίου
Το φορτίο ήταν αποθηκευμένο τόσο στα αμπάρια όσο και στο κατάστρωμα (τα βαρέλια με το βενζόλιο), ενώ είχε ληφθεί ειδική μέριμνα στερέωσής του με ξύλα και σχοινιά, ώστε να αποφευχθούν πιθανοί σπινθήρες λόγω τριβών μετακίνησής του. Ενώ σύμφωνα με τους κανόνες ναυσιπλοΐας όφειλε να έχει αναρτημένο ειδικό διάσημο για την επικινδυνότητα του φορτίου του, αυτό δεν είχε αναρτηθεί, καθώς θα αποτελούσε «κόκκινο πανί» για τα γερμανικά υποβρύχια. Φυσικά, στο πλήρωμα είχε απαγορευτεί το κάπνισμα, η κατοχή σπίρτων και τα αλκοολούχα ποτά επί του σκάφους.
Στις 3 Δεκεμβρίου 1917 το Ίμο αγκυροβόλησε στο λιμάνι του Χάλιφαξ φθάνοντας από το Ρόττερνταμ της Ολλανδίας, προκειμένου να ανεφοδιαστεί. Στις 5 Δεκεμβρίου ο ανυπόμονος πλοίαρχός του Νορβηγός Χάακον Φρομ (Haakon From) έλαβε άδεια να εγκαταλείψει το Χάλιφαξ με προορισμό τη Νέα Υόρκη. Λόγω καθυστέρησης στην παράδοση του τελικού φορτίου άνθρακα, το πλοίο υποχρεώθηκε να παραμείνει μια επιπλέον νύκτα στο λιμάνι, καθώς δεν πρόλαβε κατεβασμένο το ανθυποβρυχιακό δίχτυ, που έφραζε το στόμιο του λιμένα προκειμένου να εμποδίσει την είσοδο σε γερμανικά υποβρύχια. Ομοίως, το Μον Μπλαν δεν πρόλαβε το ανθυποβρυχιακό δίχτυ κατεβασμένο και δεν πρόλαβε να μπει στο λιμάνι. Υποχρεώθηκε να ρίξει άγκυρα στην παραπλήσια νήσο ΜακΝαμπ (McNab) προς διανυκτέρευση, αναμένοντας το κατέβασμα του διχτυού το επόμενο πρωί.
Το πρωί της 6ης Δεκεμβρίου, στις 07:30′ το Μον Μπλαν υπό την καθοδήγηση του έμπειρου πιλότου Φράνσις Μακέι (Francis Mackey), ο οποίος είχε επιβιβαστεί στο σκάφος στις 04:00′, αναχώρησε από τη νήσο ΜακΝαμπ βάζοντας πλώρη προς το λιμάνι. Το ανθυποβρυχιακό δίχτυ είχε αποσυρθεί και το σκάφος προχώρησε με ταχύτητα τεσσάρων κόμβων προς το λιμάνι, ενώ μπροστά του πήγαινε ένα μικρό φορτηγό – ρυμουλκό. Το σκάφος εξακολουθούσε να μην έχει ανεβάσει την μικρή κόκκινη σημαία, που καταδείκνυε επικίνδυνο φορτίο. Υπό συνθήκες ειρήνης, η είσοδός του στο λιμάνι θα είχε απαγορευτεί. Μπαίνοντας στο λιμάνι και στην περιοχή που αποκαλείται «The Narrows» (= τα στενά), η κυκλοφορία σκαφών διεξαγόταν και προς τις δύο κατευθύνσεις, με κανονισμούς ίδιους με αυτούς της κυκλοφορίας αυτοκινήτων: Τα εισερχόμενα σκάφη παρέμεναν στην δεξιά «λωρίδα» και τα εξερχόμενα στην αριστερή.
Στις 07:30′ επίσης το Ίμο έλαβε άδεια απόπλου, αλλά στην αριστερή «λωρίδα» (εξόδου) συνάντησε πολύ μεγάλη κίνηση κι έτσι παρέμεινε στην δεξιά. Ωστόσο, η ταχύτητά του ήταν ιδιαίτερα υψηλή (επτά κόμβοι) και αντίβαινε προς τους κανονισμούς του λιμανιού, που επέβαλαν ανώτατη ταχύτητα πέντε κόμβων.
Στην κανονική του «λωρίδα» το Μον Μπλαν συνέχιζε την πορεία του με ταχύτητα τεσσάρων κόμβων. Ο Μακέι είδε το Ίμο να πλησιάζει με αυξημένη ταχύτητα και σήμανε μια σύντομη φορά την σειρήνα του σκάφους για να δείξει ότι το δικό του σκάφος ήταν στην κανονική πορεία και είχε προτεραιότητα, αλλά το Ίμο απάντησε με δύο συριγμούς, δείχνοντας ότι δεν μπορούσε να αλλάξει πορεία. Ο Μακέι αντιλήφθηκε ότι το Ίμο ήταν αναγκασμένο να διατηρήσει την πορεία του λόγω αυξημένης κίνησης και έδωσε εντολή να σταματήσει η μηχανή και να στραφεί το σκάφος ελαφρά προς τα δεξιά. Επανέλαβε το ηχητικό σήμα του ενός συριγμού, για να πάρει άμεση απάντηση με δύο συριγμούς: Το Ίμο δεν μπορούσε να αλλάξει πορεία. Καθώς τα δύο σκάφη πλησίαζαν το ένα το άλλο, ο πλοίαρχος Φρομ, που είχε ήδη διατάξει «κράτει» έδωσε εντολή για «όπισθεν ολοταχώς», τη στιγμή που η πλώρη του Μον Μπλαν μόλις είχε παρακάμψει την δική του. Πιθανότατα αυτή η διαταγή να στάθηκε μοιραία, λόγω της ιδιομορφίας του Ίμο: Το σκάφος απέκλινε προς τα αριστερά, πέφτοντας επάνω στο Μον Μπλαν. Το ρήγμα που δημιούργησε η σύγκρουση ήταν σχετικά μικρό και δεν δημιούργησε κινδύνους βύθισης του γαλλικού σκάφους, αλλά λόγω της πρόσκρουσης ορισμένα από τα βαρέλια με το βενζόλιο που ήταν στοιβαγμένα στο κατάστρωμά του έσπασαν και περιέβρεξαν με το υγρό περιεχόμενό τους το κατάστρωμα. Οι σπινθήρες που παράχθηκαν από την τριβή των μεταλλικών τμημάτων των δύο σκαφών προκάλεσαν άμεση ανάφλεξη του βενζολίου. Το πλήρωμα του Μον Μπλαν, γνωρίζοντας πολύ καλά το φορτίο του σκάφους, έσπευσε να το εγκαταλείψει με τις σωσίβιες λέμβους, προειδοποιώντας με φωνές όλους τους γύρω για τον μεγάλο κίνδυνο.
Στο μεταξύ, το Μον Μπλαν ακυβέρνητο και ωθούμενο από το Ίμο στράφηκε προς τα δεξιά και επέπεσε φλεγόμενο σε μια προβλήτα. Οι πυροσβέστες έσπευσαν εκεί προκειμένου να σβήσουν τη φωτιά, αλλά δεν είχαν προλάβει να συνδέσουν τις μάνικες στην αντλία όταν το Μον Μπλαν εξερράγη μέσα σε μια εκτυφλωτική λάμψη. Ήταν 09:05′ όταν σημειώθηκε η μεγαλύτερη ανθρωπογενής έκρηξη πριν την πυρηνική εποχή.
Από την αρχική έκρηξη ισοπεδώθηκαν σπίτια, εργοστάσια, σχολεία, εκκλησίες, προβλήτες και πλοία διαλύθηκαν, ενώ συντρίμμια άρχισαν να επιπίπτουν σε όλη την γύρω περιοχή. Καθώς τα συντρίμμια έπεφταν, κτύπησαν σόμπες και θερμαντικές συσκευές, που προκάλεσαν πυρκαϊές σχεδόν σε ολόκληρη την πόλη. Στη θάλασσα το νερό εξατμίστηκε λόγω της έκρηξης τόσο απότομα, ώστε φάνηκε ο πυθμένας. Καθώς το γειτονικό νερό έσπευδε να καταλάβει το κενό, δημιουργήθηκε ισχυρό τσουνάμι, το οποίο έπληξε τις ακτές. Όταν νύχτωσε, άρχισε μια ισχυρή χιονοθύελλα, η οποία κράτησε μέχρι και την επόμενη ημέρα. Κανένα σπίτι από όσα είχαν διασωθεί δεν διέθετε πλέον τζάμια, για να συγκρατήσουν τις χαμηλές θερμοκρασίες. Ο τελικός απολογισμός ήταν 1.600 ως 1.900 νεκροί, 9.000 τραυματίες, εκατοντάδες τυφλωμένοι από θραύσματα γυαλιών ή την λάμψη της έκρηξης ενώ χιλιάδες κάτοικοι του Χάλιφαξ είχαν μείνει άστεγοι.
Το παρόν άρθρο πρωτοδημοσιεύτηκε στις 17/9/2017