Στο Βιετνάμ οι πιλότοι των αμερικανικών τζετ βρέθηκαν να πολεμούν με αεροσκάφη τεχνολογίας αιχμής εξοπλισμένα με βόμβες τεχνολογίας του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Ένα όπλο που θα έπληττε με αξιοσημείωτη ακρίβεια όχι απλώς σημαντικούς αλλά και κινούμενους στόχους, εθεωρείτο τουλάχιστον επιστημονική φαντασία. Οι καθημερινές επιδρομές όμως κόστιζαν αεροπλάνα και έμπειρα πληρώματα αέρος ενώ τα αποτελέσματα ήταν συχνά κατώτερα των επιχειρησιακών προσδοκιών. Αυτό θα άλλαζε.
Ο Σμήναρχος Ντέιβις ήθελε καμιά δωδεκαριά κατευθυνόμενες βόμβες που να χτυπούν τον στόχο τους με απόκλιση το πολύ 30 ποδών. Αν σκεφθεί κανείς ότι την εποχή εκείνη ο μέσος όρος ακρίβειας ενός πλήγματος κυμαίνετο μεταξύ 100 και 1.000 ποδών, αναλόγως της τακτικής, του στόχου και του καιρού, ο Ντέιβις εννοούσε κάθε τι που έλεγε. Ύστερα από 72 ώρες εντατικής δουλειάς χωρίς ύπνο, ο Γουόρντ κατέφθασε στο γραφείο του Σμηνάρχου με μια μελέτη 18 σελίδων γραμμένη στο χέρι για ένα πρόγραμμα ανάπτυξης μιας βόμβας κατευθυνόμενης από ακτίνες λέιζερ, με κόστος ανάπτυξης 99.000 δολάρια και χρόνο παράδοσης εντός έξι μηνών.
Ωστόσο η βόμβα που κατασκευάσθηκε τελικά δεν έμοιαζε σε τίποτα με το αρχικό σχέδιο. «Εμείς, αυτό που κάναμε ήταν να τοποθετήσουμε απλώς την συσκευή εντοπισμού στο οριζόντιο σταθερό μιας βόμβας. Όπως απεδείχθη αργότερα, δεν υπήρχε καμία περίπτωση να πετάξει έτσι. Δεν ήταν παρά μια μάζα σιδερικά, αλλά αυτό απετέλεσε την βάση για να δουλέψουμε» λέει ο Γουόρντ.
Την ίδια εποχή που η Texas Instruments πρότεινε απλές, «χοντροκομμένες» επιφάνειες ελέγχου για την καθοδήγηση της βόμβας βάσει των υπολογισμών της κεφαλής λέιζερ, η θυγατρική της North American Aviation, Autonetics, πρότεινε canards και ένα πολύπλοκο γυροσκοπικό σύστημα ελέγχου. Αυτό θα διατηρούσε την συσκευή λέιζερ σταθερή και ευθυγραμμισμένη με το ίχνος πτήσης της βόμβας, δίδοντας εντολές στις επιφάνειες ελέγχου για τις απαραίτητες διορθώσεις.
Τα απλά πτερύγια της ΤΙ άρεσαν περισσότερο στον Ντέιβις. Ούτως ή άλλως, ο Γουόρντ και η ομάδα του δεν είχαν ούτε τον χρόνο ούτε τα χρήματα για να δουν πώς μπορούσε να μείνει σταθερή η κεφαλή με την βοήθεια ενός τόσο πολύπλοκου συστήματος όπως το γυροσκόπιο. Αντιθέτως, έκαναν κάτι πολύ πιο απλό: ο Ντικ Τζόνσον, ένας από τους αεροναυπηγούς της εταιρίας, έριξε την ιδέα να τοποθετήσουν την κεφαλή στο εσωτερικό ενός σωλήνα, κάτι που τής έδωσε την ονομασία ‘birdie head’ επειδή θύμιζε κάπως το φτερωτό μπαλάκι του μπάντμιντον.
Πίσω από την κεφαλή τοποθετήθηκε ένας σταθεροποιητικός δακτύλιος. Στο έδαφος η κεφαλή έδειχνε να «κρέμεται» ενώ εν πτήσει το ρεύμα του αέρα περνούσε από τον δακτύλιο κρατώντας τον ευθυγραμμισμένο με την πορεία του όπλου. «Από την στιγμή που αρχίζεις να μπλέκεσαι με γυροσκόπια και διάφορα άλλα τέτοια εξαρτήματα, αναπόφευκτα αυξάνεται το κόστος και η πολυπλοκότητα του συστήματος. Μαζί και ο κίνδυνος της αποτυχίας» επισημαίνει ο Ντέιβιντ Μετς.
Το σύστημα φαινόταν πολύ απλό για να είναι αξιόπιστο αλλά… ήταν. Το δε σύστημα ελέγχου της ΤΙ ήταν επίσης απλούστερο από το αντίστοιχο της North American. Η κεφαλή ενεργοποιούσε αναλόγως τα πτερύγια ελέγχου (αργότερα μετακινήθηκαν στο πρόσθιο τμήμα του όπλου) με την βοήθεια ηλεκτρικών σημάτων. «Το να βυθίσεις ήταν εύκολο», λέει ο Γουόρντ, «όμως το να σηκώσεις το αεροπλάνο ήταν κόλαση. Αυτές οι βόμβες ήταν κάτι απίστευτα παλιά, ογκώδη, τέρατα».
Δεν θα μπορούσε να υπήρχε ακριβέστερη περιγραφή των «χαζών» βομβών Μ117A1 που χρησιμοποιήθηκαν στις δοκιμές της κατευθυνόμενης BOLT-117 (BOmb Laser Terminal) των 750 λιβρών, της πρώτης βόμβας λέιζερ στον κόσμο. Εφοδιασμένη με την συλλογή καθοδήγησης KMU-342, αργότερα μετονομάσθηκε σε GBU-1. Όταν αυτά τα απομεινάρια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου αντικαταστάθηκαν από τις χαμηλής οπισθέλκουσας Mk84 που είχε αναπτύξει ο σχεδιαστής του Α-4 Skyhawk, Eντ Χάινεμαν, η ακρίβεια στις δοκιμές βελτιώθηκε κατά 50%.
Μια από τις μεγαλύτερες προκλήσεις που είχαν να αντιμετωπίσουν τα μέλη της ομάδας του Γουόρντ ήταν ο τρόπος μετάδοσης των δεδομένων από την κεφαλή προς την μονάδα ελέγχου, σε μια εποχή που την χαρακτήριζαν τα τρανζίστορ και τα κυκλώματα. «Το πρόβλημα δεν ήταν τόσο η ανάπτυξη της κεφαλής λέιζερ όσο ο αργός ρυθμός μεταφοράς των δεδομένων –μόλις 8 με 10 παλμοί ανά δευτερόλεπτο. Και για μια βόμβα που πέφτει από τα 6.000 με 8.000 πόδια είναι πολύ αργός ρυθμός» επισημαίνει ο Τομ Γουέιβερ, μηχανικός της Texas Instruments.
Τελικά, ο ρυθμός μετάδοσης των δεδομένων σταθεροποιήθηκε στους 10 παλμούς ανά δευτερόλεπτο καθώς θεωρήθηκε βέλτιστο για την καθοδήγηση μιας βόμβας προς τον στόχο της. Δουλεύοντας στα εργαστήρια της ΤΙ και στην ζεστή, υγρή Eglin, τον Σεπτέμβριο του 1965 οι τεχνικοί ήταν αποφασισμένοι να κάνουν τις βόμβες λέιζερ πραγματικότητα. Ο Ντέιβ Σαλόνιμερ τους δάνεισε ένα λέιζερ κι άρχισαν να μελετούν την επιστροφή της εκπεμπομένης ακτίνας έχοντας ως σημείο αναφοράς την υπερυψωμένη δεξαμενή νερού στο Πλάνο του Τέξας, «το μοναδικό πράγμα που ξεπρόβαλλε από το έδαφος» λέει ο Γουόρντ.
Από την στιγμή που δεν υπήρχαν κονδύλια και για την διεξαγωγή τεστ σε αεροσήραγγα, ο Ντικ Τζόνσον κατασκεύασε μοντέλα βομβών του Β’ ΠΠ υπό κλίμακα και βυθίζοντάς τα σε μια πισίνα άρχισε να δοκιμάζει διαφορετικές επιφάνειες ελέγχου. Ο στόχος ήταν να επιτευχθεί η απαραίτητη σταθερότητα αλλά με όσο το δυνατόν μικρότερα πτερύγια ώστε να μπορεί να μεταφερθεί κάτω από το φτερό ενός αεροπλάνου.
Οι περιορισμένες πιστώσεις έκαναν την ομάδα ακόμη πιο εφευρετική. Αντί να εφοδιάσει την βόμβα με όργανα τηλεμετρίας, ο μηχανικός Νικ Μπέικερ χρησιμοποίησε flight data recorders τοποθετημένους σε ενισχυμένα κάνιστρα. «Για να βρούμε αυτά τα πράγματα χρειάσθηκε να σκάψουμε την μισή χώρα» λέει χαριτολογώντας. Όταν η πρώτη βόμβα έπεσε 140 πόδια από τον στόχο, όλοι αναρωτήθηκαν «κατευθύνθηκε ή απλώς έπεσε κοντά;» Η ανάλυση των στοιχείων των καταγραφέων πτήσης έδειξε ότι ο καταδείκτης λέιζερ παρήγαγε δορυφόρες ακτίνες που ξεπρόβαλλαν δεξιά κι αριστερά της κυρίας ακτίνας σαν «δάκτυλα» με τάση να αντανακλώνται πάνω σε ο,τιδήποτε περιέβαλε τον στόχο, ακόμη και στα ψηλά χόρτα.
Αυτό εξηγεί τα πενιχρά αποτελέσματα των πρώτων βολών. Αργότερα η κατάσταση βελτιώθηκε με την κατάλληλη ρύθμιση του καταδείκτη και η Texas Instruments κέρδισε ένα συμβόλαιο για την παράδοση πενήντα συλλογών κατεύθυνσης ‘Paveway’ (PAVE Precision Avionics Vectoring Equipment) αποτελούμενες από κεφαλές και συστήματα ελέγχου, για να προσαρμοσθούν σε όπλα ήδη στο οπλοστάσιο της USAF. Η τελευταία έκδοση Paveway που χρησιμοποιείται σήμερα σε επιθέσεις από χαμηλό ύψος είναι εφοδιασμένη με σύστημα κατεύθυνσης όχι πολύ διαφορετικό από την αρχική σχεδίαση της North American.
Παρά το ανησυχητικό συμπέρασμα στο οποίο κατέληγε στα τέλη του Β’ ΠΠ μια μελέτη του υπουργείου Άμυνας για την ευστοχία των αμερικανικών βομβαρδιστικών (ακόμη και με την χρήση των υπερσύγχρονων, για την εποχή, σκοπευτικών τύπου Norden, μόνο ένα μικρό ποσοστό των βομβών που ερρίφθησαν έπεσε πλησίον του στόχου) την δεκαετία του ’50 κανείς δεν ενδιαφέρθηκε για την ανάπτυξη κατευθυνομένων όπλων. Η στρατηγική της εποχής επικεντρώθηκε στην ανάπτυξη πανίσχυρων πυρηνικών όπλων, ικανών να καταστρέψουν στην στιγμή ολόκληρες πόλεις κι όχι απλές, σιδερένιες γέφυρες.
«Στη δεκαετία του ’50 αρπάξαμε 5.000 άτομα τα οποία δούλευαν σε συμβατικά προγράμματα στη βάση Eglin και τους ρίξαμε στα προγράμματα ανάπτυξης των ICBM… Atlas, Titan, Minuteman, πού βρήκαν όλα αυτά τα προγράμματα μηχανικούς;» λέει ο Μετς. Το αποτέλεσμα ήταν στην Κορέα οι Αμερικανοί να εξαρτώνται από ραδιοκατευθυνόμενες βόμβες οι οποίες ήταν δύσκολες στην συντήρησή τους, ακόμη πιο δύσκολες στην χρήση τους και συχνά αναξιόπιστες, λόγω των προβλημάτων που παρουσίαζε το σύστημα ραδιοκατεύθυνσης. Οι βόμβες LGB θα έδιναν τέλος σε όλα αυτά.
Οι πρώτες δοκιμές σε συνθήκες μάχης ξεκίνησαν τον Μάιο του 1968. Με βάση τα αποτελέσματα των δοκιμών αυτών, οι συλλογές Paveway άρχισαν να τοποθετούνται το ίδιο καλοκαίρι στις βόμβες της σειράς Mk80. Η παύση των βομβαρδισμών του Βορείου Βιετνάμ για τέσσερα χρόνια, βάσει του σχετικού μορατόριουμ που υπέγραψε ο Πρόεδρος Λίντον Τζόνσον, είχε αποτέλεσμα οι βόμβες λέιζερ να «δοκιμασθούν» σε στόχους στο Λάος και κατά μήκος του Ho Chi Minh Trail: φορτηγά, δρόμοι, θέσεις πυροβόλων, όλα «φωτίσθηκαν» και καταστράφηκαν.
Το 1972 οι βομβαρδισμοί του Βορρά επαναλήφθηκαν με μεγαλύτερη σφοδρότητα. Μέχρι να τελειώσει ο πόλεμος, 25.000 κατευθυνόμενες βόμβες θα εξαπολύοντο πάνω από το Λάος και το Βιετνάμ. Οι πρώτες αποστολές εκτελούντο με την συμμετοχή δύο αεροσκαφών –ο χειριστής οπλικών συστημάτων (WSO) ενός F-4 καταύγαζε με την βοήθεια του καταδείκτη λέιζερ ‘Zot Box’ τον στόχο ενώ ένα άλλο Phantom, οπλισμένο με βόμβες LGB, έκανε την επίθεση. Προκειμένου ο στόχος να μένει εντός του «πεδίου όρασης» του καταδείκτη, το αεροσκάφος που «φώτιζε» το στόχο ήταν υποχρεωμένο να πετά με κλίση 12.000 πόδια πάνω από αυτόν, αποτελώντας κι αυτό στόχο.
Η δυνατότητα ελιγμών διαφυγής ήταν μηδαμινή καθώς σε απόσταση 20.000 ποδών από τον στόχο η αλλαγή κλίσης έστω κατά μία μοίρα ισοδυναμούσε με μετατόπιση της ακτίνας λέιζερ από το κέντρο του καταυγαζόμενου στόχου κατά 350 πόδια. Αν και κανένα αμερικανικό τζετ δεν χάθηκε (τα 12.000 πόδια ήταν πάνω από το βεληνεκές των περισσοτέρων αντιαεροπορικών στο Βιετνάμ) η USAF δεν ήταν διατεθειμένη να θέσει σε κίνδυνο δύο αεροσκάφη για την άφεση ενός φορτίου βομβών.
Μια από τις βελτιώσεις που επέφερε το σύστημα ‘Pave Knife’ ήταν η μεταφορά του Zot Box από το αριστερό τμήμα του σκελετού της καλύπτρας του χειριστή οπλικών συστημάτων, σε ένα ατρακτίδιο το οποίο επέτρεπε στον WSO να βλέπει τον στόχο μέσα από ένα σταυρόνημα. Ο καταδείκτης λέιζερ μπορούσε να περιστραφεί παρέχοντας έτσι στο πλήρωμα του επιτιθέμενου αεροσκάφους την δυνατότητα να διατηρεί το στόχο «φωτισμένο» καθ’ όλη την διάρκεια της βύθισης, άφεσης και ανόδου. Με τον τρόπο αυτό απαιτείτο μόνο ένα αεροσκάφος.
Στην πράξη, ένα F-4 εξοπλισμένο με ατρακτίδιο Pave Knife καταύγαζε τον στόχο και τα υπόλοιπα έριχναν τις βόμβες τους όπου έπεφτε η ακτίνα λέιζερ. Κάθε Phantom μετέφερε μόνο δύο βόμβες των 2.000 λιβρών επειδή τα πτερύγια ελέγχου επέτρεπαν την ανάρτηση ενός όπλου ανά πυλώνα. Τα πτυσσόμενα πτερύγια που τοποθετήθηκαν στην νέα έκδοση, την Paveway II, κατέστησαν δυνατή την φόρτωση δύο τέτοιων όπλων σε κάθε φορέα.
Αν και εύκολες στην χρήση τους, οι LBG απαιτούσαν δεξιοτεχνία από τον πιλότο για να είναι αποτελεσματικές. Η βόμβα έπρεπε να μην ξεφύγει από το «καλάθι», τον νοητό «κώνο» μέσα από τον οποίο το όπλο κατευθυνόταν προς τον στόχο. Και όσο περισσότερο η βόμβα πλησίαζε προς αυτόν, τόσο πιο πολύ στένευε η άκρη του «κώνου». Σε περίπτωση που η άφεση γινόταν εκτός «κώνου», τα βαλλιστικά χαρακτηριστικά της βόμβας λέιζερ δεν θα διέφεραν από αυτά μιας απλής, μη κατευθυνόμενης βόμβας.
Το ίδιο ίσχυε και για την ακρίβειά της. «Έπρεπε να υπάρχει στενή συνεργασία μεταξύ πιλότου και WSO και μια γενική αντίληψη της λειτουργίας του όπλου. Αν χρησιμοποιούσες την LGB σωστά, ήταν τόσο πολύ ανώτερη από τις συνηθισμένες ‘iron bombs’ που δεν ετίθετο καν θέμα σύγκρισης», δηλώνει κατηγορηματικά ο Ντιν Φέιλορ, απόστρατος Αντισμήναρχος της USAF, ο οποίος στο Βιετνάμ είχε πετάξει ως χειριστής οπλικών συστημάτων F-4 στις επιχειρήσεις Linebacker I και ΙΙ.
Ένα ακόμη πλεονέκτημα των βομβών Paveway σε σύγκριση με άλλα όπλα ακριβείας της εποχής ήταν το μικρό τους κόστος. Οι GBU-8 στοίχιζαν στην αμερικανική κυβέρνηση περίπου 17.000 δολάρια η μία και παρουσίαζαν συχνά αστοχίες. Αντιθέτως, η αρχική έκδοση Paveway Ι κόστιζε μόλις 4.000 δολάρια –κόστος το οποίο με την συνέχιση του πολέμου και την επακόλουθη αύξηση της παραγωγής έπεσε στις 2.500 δολάρια. Σε σύγκριση με τον μισθό που έπαιρνε τότε ένας νέος αξιωματικός της Αεροπορίας, ακόμη κι αυτό το ποσό φάνταζε μεγάλο.
«Συνηθίζαμε να λέμε ότι ρίχνουμε μια… Κάντιλακ» λέει ο Φέιλορ. «Ήταν πολύ ακριβείς και συγκριτικά με άλλα πυρομαχικά της εποχής μάλλον φθηνές, όμως για μας ήταν Κάντιλακ. Και άξιζαν όσο μια τέτοια γιατί δούλευαν στ’ αλήθεια. Τις χρησιμοποιούσαμε στο Ho Chi Minh Trail για να αποκόψουμε κομβικά σημεία, χτυπούσαμε μπουλντόζες, ακόμη και άρματα καταστρέψαμε. Θυμάμαι μια μπουλντόζα που χτυπήσαμε, κρυβόταν μέσα σε έναν κρατήρα από βόμβα σε μια δύσκολη γωνία προσβολής. Της ρίξαμε μια κατευθυνόμενη και η μπουλντόζα τινάχθηκε στριφογυρίζοντας στον αέρα».
Τα σύννεφα, η αχλύ και ο καπνός από προηγούμενες προσβολές του στόχου επηρέαζαν τις επιδόσεις των πρώτων Paveway όμως δεν εμπόδισαν τις βόμβες λέιζερ να επιτύχουν ποσοστό ευστοχίας 68%. Η γέφυρα Thanh Hoa, το «Σαγόνι του Δράκου» όπως ήταν γνωστή, ήταν ένα από τα θύματά τους: το πρωί της 13ης Μαΐου 1972, δεκατέσσερα F-4 της 8th Tactical Fighter Wing απογειώθηκαν από την αεροπορική βάση Ubon της Ταϊλάνδης με προορισμό την όρθια ακόμη γέφυρα.
Έπειτα από εννέα GBU-11 (M118 με συλλογή KMU-388) των 3.000 λιβρών, δώδεκα «διχίλιαρες» GBU-10 (Mk84) και 48 συμβατικές βόμβες των 500 λιβρών, το δυτικό τμήμα της γέφυρας κατέρρευσε στον ποταμό Song Ma. Ο στόχος είχε κοστίσει στην USAF αεροσκάφη και χειριστές, όμως τα νέα όπλα έσπασαν το «Σαγόνι του Δράκου»…
Την ίδια τύχη είχε και ένα τμήμα της περίφημης γέφυρας Paul Doumer, ο βασικός συνδετικός κρίκος μεταξύ Βορείου Βιετνάμ και Κίνας και ένας από τους πιο δύσκολους στόχους στον Βορρά. Από το 1967 οι Αμερικανοί είχαν πραγματοποιήσει εννέα ξεχωριστές αποστολές εναντίον της αλλά κάθε φορά οι Βορειοβιετναμέζοι την επισκεύαζαν.
Το 1972 δέχθηκε ακόμη μια επίθεση από δεκαέξι F-4D Phantom. Aυτή την φορά όμως τα αμερικανικά αεροσκάφη ήταν οπλισμένα με GBU-10 Paveway II. Μετά από αυτήν την επιδρομή, πήρε στους Βόρειους πάνω από επτά μήνες για να την επισκευάσουν… Το τελευταίο έτος του πολέμου, οι κατευθυνόμενες βόμβες πιστώθηκαν με την καταστροφή 100 γεφυρών στο Βόρειο Βιετνάμ. Ο πόλεμος είχε γίνει πια hi-tech.
Σήμερα οι «έξυπνες» βόμβες θεωρούνται αναπόσπαστο τμήμα των πολεμικών επιχειρήσεων. Οι φωτογραφίες ενισχυμένων καταφυγίων αεροσκαφών με μια ωραία τρύπα στην κορυφή τους και στο εσωτερικό τους… ό,τι απέμεινε από αυτό που κρυβόταν εκεί, είναι πλέον η πραγματικότητα των σύγχρονων πολέμων. Βοσνία, Πόλεμος του Κόλπου, οι επιθέσεις κατά της Λιβύης και εναντίον των τζιχαντιστών στο Αφγανιστάν, στο Ιράκ και στην Συρία, είναι η υπενθύμιση ότι από τότε που οι «χαζές» βόμβες έγιναν «έξυπνες», ο πόλεμος έχει γίνει αδυσώπητα πιο εύστοχος. Την επόμενη φορά που θα δείτε μια LGB θυμηθείτε ότι δεν ήταν πάντα έτσι.
Αλέξανδρος Θεολόγου
Διαβάστε επίσης
Laser Guided Bombs: Πώς οι «χαζές» βόμβες έγιναν –επικίνδυνα– «έξυπνες»
To τεύχος Ιουνίου της ΠΤΗΣΗΣ (397), τώρα διαθέσιμο ηλεκτρονικά στο Joomag