Τις τελευταίες ημέρες του Β Παγκοσμίου Πολέμου, ο Βρετανός Πρωθυπουργός Ουίνστον Τσόρτσιλ κατέστρωσε ένα σχέδιο για μια κοινή αμερικανοβρετανική επίθεση κατά της Σοβιετικής Ένωσης.
Στις 8 Μαΐου 1945, καθώς οι άνθρωποι παντού γιόρταζαν το τέλος του Β ‘Παγκοσμίου Πολέμου στην Ευρώπη, στη Μεγάλη Βρετανία καταστρώνονταν σχέδια για την έναρξη ενός νέου Παγκοσμίου Πολέμου. Πριν προλάβει καλά καλά να στεγνώσει το μελάνι στο έγγραφο της γερμανικής παράδοσης, ο Βρετανός πρωθυπουργός Ουίνστον Τσόρτσιλ ζήτησε από το πολεμικό υπουργικό συμβούλιο, να καταρτίσει σχέδια για εισβολή στη Σοβιετική Ένωση.
Η Επιχείρηση Unthinkable (Αδιανόητος), θα ήταν μια αιφνιδιαστική επίθεση κατά των σοβιετικών δυνάμεων στη Γερμανία με σκοπό “… να επιβάλλει στην Ρωσία την βούληση των Ηνωμένων Πολιτειών και της Βρετανικής Αυτοκρατορίας. Ακόμα και αν η ‘θέληση’ των δύο αυτών χωρών μπορεί να οριστεί ως όχι περισσότερο από μια δίκαια συμφωνία για την Πολωνία, δεν περιορίζει αναγκαστικά την στρατιωτική δέσμευση“. Η ημερομηνία της επίθεσης καθορίστηκε για τη 1η Ιουλίου 1945, τέσσερις ημέρες πριν τις βρετανικές εκλογές, τις οποίες ο Τσόρτσιλ τελικά έχασε. Το σχέδιο περιλάμβανε την επίθεση 47 βρετανικών και αμερικανικών μεραρχιών (από τις συνολικά 100) στο τομέα της Δρέσδης, στο μέσο της σοβιετικής γραμμής. Τα βρετανικά επιτελεία όμως θεώρησαν πως η επιχείρηση θα αποτύγχανε, λόγω της 2,5/1 υπεροχής των Σοβιετικών σε χερσαίες δυνάμεις στην Ευρώπη. Στις συμμαχικές δυνάμεις θα συμπεριλαμβάνονταν Πολωνοί στρατιώτες, αλλά και 100.000 στρατιώτες της Βέρμαχτ που θα εξοπλίζονταν εκ νέου. Αν ο αρχικός αιφνιδιασμός αποτύγχανε, οι σύμμαχοι θα εμπλέκονταν σε μακροχρόνιο πόλεμο φθοράς με την ΕΣΣΔ.
Εφόσον όμως οι συμμαχικές δυνάμεις προλάβαιναν το χειμώνα του 1945 και προχωρούσαν σύμφωνα με το σχέδιο, αναμενόταν ότι οι Σοβιετικοί θα συγκέντρωναν το κύριο όγκο των τεθωρακισμένων τους κατά μήκος των ποταμών Όντερ και Νέισε, που είχε οριστεί ως το σύνορο μεταξύ Γερμανίας-Πολωνίας. Κατόπιν, μια μεγάλη αρματομαχία θα εξελισσόταν γύρω από το Στέτιν και εφόσον νικούσαν οι σύμμαχοι, θα προέλαυναν ανενόχλητοι για 400 χιλιόμετρα έως το Ντάνζιγκ και το Μπρεσλάου στη Πολωνία, όπου θα έκαναν παύση για να μην εκθέσουν τα νώτα τους στη κατεχόμενη από τους Σοβιετικούς Τσεχοσλοβακία. Ο Τσόρτσιλ -άγνωστο για ποιο λόγο- πίστευε ότι εάν οι σύμμαχοι έφταναν στη γραμμή Ντάνζιγκ-Μπρεσλάου ως το φθινόπωρο του 1945, ο Στάλιν θα “εγκατέλειπε” τη μάχη.
Επειδή το αρχικό σχέδιο δεν φαινόταν δυνατόν να υλοποιηθεί και με την αποχώρηση αμερικανικών δυνάμεων για τον Ειρηνικό Ωκεανό (ο πόλεμος με την Ιαπωνία δεν είχε τελειώσει), η φιλόδοξη επιχείρηση του Τσόρτσιλ άλλαξε χαρακτήρα και νέα σχέδια καταστρώθηκαν για την υπεράσπιση των βρετανικών νήσων από τυχόν εισβολή των Σοβιετικών. Ακόμη και οι πληροφορίες που είχε ο Τσόρτσιλ για το νέο ατομικό όπλο των ΗΠΑ, το οποίο συνυπολόγισε στην εξίσωση της επίθεσης κατά της ΕΣΣΔ, ενδεχομένως δεν θα έκανε τη διαφορά, δεδομένου πως μέχρι το 1946, οι Αμερικανοί είχαν προλάβει να κατασκευάσουν μόλις 9 βόμβες, φαινομενικά όχι αρκετές για μια αχανή χώρα όπως η Σοβιετική Ένωση.
Τα Επιτελεία απέρριψαν εξαρχής τις φιλοδοξίες του Τσόρτσιλ, τόσο λόγω της σοβιετικής υπεροπλίας, όσο και επειδή δεν έβλεπαν στρατηγική αξία στη κατοχή εδαφών στην Ευρώπη. Η Αμερική δεν ήταν διατεθειμένη να ανοίξει ένα νέο μέτωπο κατά της ΕΣΣΔ, τη στιγμή που τη χρειαζόταν για να ανοίξει άλλο μέτωπο στα βόρεια της Ιαπωνίας και να απασχολήσει μέρος του Αυτοκρατορικού Στρατού. Εν τέλει όμως, η παρουσία 6,5 εκατομμυρίων Σοβιετικών στρατιωτών, 20.000 αρμάτων μάχης και 10.000 αεροσκαφών σε ευρωπαϊκά εδάφη, ήταν ο λόγος που επικράτησε η λογική και η Επιχείρηση δεν έλαβε ποτέ σάρκα και οστά.
Πρώτη δημοσίευση 18/3/2018