Το αερόπλοιο R101 ήταν το πρώτο από τα δυο αερόπλοια άκαμπτου κελύφους που ολοκληρώθηκαν το 1929 στο πλαίσιο μίας προσπάθειας της βρετανικής κυβέρνησης να δημιουργήσει ένα νέο στόλο αερόπλοιων για πολιτική χρήση που θα μπορούσαν να μικρύνουν τις αποστάσεις ανάμεσα στην μητροπολιτική Αγγλία και τις (αρκετές ακόμα τότε) αποικίες της ανά τον κόσμο.
Σχεδιάστηκε και κατασκευάστηκε από την ομάδα Royal Airship Works που συστάθηκε για τον σκοπό αυτό από το υπουργείο Άμυνας. Όταν κατασκευάστηκε, ήταν το μεγαλύτερο αεροσκάφος στον κόσμο με συνολικό μήκος 731 πόδια (223 μέτρα), ρεκόρ που κράτησε για επτά χρόνια μέχρι που τελικά πέταξε το γερμανικό αερόπλοιο Hindenburg, που επίσης καταστράφηκε στο πρώτο του ταξίδι.
Μετά τις πρώτες δοκιμαστικές πτήσεις και τις επακόλουθες τροποποιήσεις κι αξιολόγηση για την περαιτέρω αύξηση της ανυψωτικής ικανότητας, ακολούθησε επιμήκυνση του αερόπλοιου κατά 46 πόδια (14 μέτρα) που είχε ως αποτέλεσμα την προσθήκη ενός ακόμα διαμερίσματος για αέριο.
Το R101 όμως ήταν άτυχο. Συνετρίβη πάνω από τη Γαλλία κατά τη διάρκεια του παρθενικού του ταξιδιού στο εξωτερικό στις 5 Οκτωβρίου 1930. Είχε 54 επιβάτες σε εκείνο το ταξίδι, από το οποίο σκοτώθηκαν οι 48.
Κατά μία ειρωνεία της μοίρας, ανάμεσα στους νεκρούς ήταν κι ο «υπουργός Αέρος» (Air Minister – θωκός που δεν υπάρχει πλεόν), λόρδος Τόμσον, που ήταν ο πρωτεργάτης του συγκεκριμένου προγράμματος κι είχε στηρίξει την ανάπτυξή του όσο κανένας άλλος..
Η άδοξη κατάληξη του R101 τερμάτισε οριστικές τις βρετανικές φιλοδοξίες για ανάπτυξη στόλου αερόπλοιων όντας μάλιστα ένα από τα χειρότερα αεροπορικά ατυχήματα της δεκαετίας του ‘30.
Σύμφωνα με το FlightGlobal, οι 48 νεκροί του R101 ήταν περισσότεροι από τους 36 του Hindenburg το 1937, αλλά λιγότεροι από τους 52 νεκρούς του γαλλικού στρατιωτικού αερόπλοιου Dixmude το 1923 και τους 73 του αμερικανικού USS Akron το 1933.