Με την αφορμή της πρόσφατης ανακοίνωσης της προμήθειας μαχητικών αεροσκαφών Rafale για την Πολεμική Αεροπορία, αξίζει τον κόπο μία ιστορική αναδρομή στην προσπάθεια προώθησης του συγκεκριμένου αεροσκάφους όλα αυτά τα χρόνια από την Γαλλία.
Όπως είναι γνωστό, μετά την κρίση των Ιμίων, πριν την οποία είχαν επικρατήσει φωνές τύπου «θα το ρισκάρουμε», η τότε κυβέρνηση Σημίτη πιεζόμενη από την «γύμνια» των Ενόπλων Δυνάμεων σε θέματα σύγχρονου εξοπλισμού που αναδείχθηκε ακριβώς από αυτήν την κρίση, ανακοίνωσε ένα ευρύ πρόγραμμα εκσυγχρονισμού, που μεταξύ άλλων προέβλεπε και αγορά νέων μαχητικών αεροσκαφών.
Για τον σκοπό αυτό διεξήχθη ανοιχτός διεθνής διαγωνισμός στον οποίο κατέθεσαν πρόταση μέχρι και οι Ρώσοι της Sukhoi, με το μαχητικό Su-27/30, που μάλιστα το έστειλαν για αξιολόγηση στην Τανάγρα, πράγμα πρωτοφανές στα χρονικά για χώρα του ΝΑΤΟ.
H Boeing επέλεξε να κατεβάσει τον αετό της στην έκδοση F-15H, η Lockheed Martin μία αναβαθμισμένη έκδοση του F-16C/D, ενώ για πρώτη φορά υπήρξε συμμετοχή και από τη νέα τότε ευρωπαϊκή κοινοπραξία που προωθούσε το Eurofighter Typhoon. Και η Dassault τι έκανε;
Η Dassault τότε παράλληλα με την κοινοπραξία του Eurofighter ανέπτυσσε κι εκείνη το νέο κι ευθέως ανταγωνιστικό μαχητικό της, το Rafale, το οποίο ήταν προορισμένο (όπως κι έγινε) να αντικαταστήσει σε γαλλική υπηρεσία τα πάντα με ικανότητα πολλαπλού ρόλου: Αεροσκάφη κρούσης Super Etendard Modernises, Étendard IVP/M και μαχητικά αεροσκάφη F-8P Crusader του γαλικού Ναυτικού, αλλά και μία πανσπερμία μαχητικών και βομβαρδιστικών αεροσκαφών Jaguar, Mirage 2000C/D/F/N, Mirage IV και Mirage F1 της γαλλικής Αεροπορίας.
Αλλά υπήρχε ένα πρόβλημα.
Το Rafale δεν ήταν έτοιμο, ή τουλάχιστον έτσι έλεγε η Dassault. Για τον λόγο αυτό δεν το κατέβασε στον ελληνικό διαγωνισμό, αλλά στην θέση του πρότεινε μία αναβαθμισμένη έκδοση του Mirage 2000, την 2000-5 Mk2, με νέο ραντάρ, σύστημα αυτοπροστασίας και σύγχρονα όπλα, όπου ξεχώριζε ο μοναδικός για τα δεδομένα της Ελλάδας και σπάνιος ακόμα και σε διεθνές επίπεδο πύραυλος πλεύσης SCALP-EG, που θα έβαζε την χώρα σε ένα πολύ κλειστό κλαμπ αεροπορικών δυνάμεων με ικανότητα υποστρατηγικου πληγματος σε μεγάλο βάθος στην εχθρική ενδοχώρα.
Το αποτέλεσμα του διαγωνισμού ήταν μία σολωμόντεια λύση, αφού η τότε κυβέρνηση με πρωθυπουργό των Κώστα Σημίτη και υπουργό Εθνικής Άμυνας τον Άκη Τσοχατζόπουλο επέλεξαν μία τριπλή λύση μοιράζοντας την πίτα:
- Την αγορά 50 μαχητικών αεροσκαφών F-16C/D Block 52+ με προαίρεση (που τελικά εξασκήθηκε) για 10 ακόμα
- Την αγορά 15 μαχητικών αεροσκαφών Mirage 2000-5 και την παράλληλη αναβάθμιση στο ίδιο επίπεδο επιπλέον 10 εκ των υπαρχόντων EGM/BGM
- Την δέσμευση για αγορά 60 μαχητικών αεροσκαφών Eurofighter με προαίρεση για 30 ακόμα, όταν το αεροσκάφος θα έμπαινε σε μαζική παραγωγή.
Πρέπει να σημειωθεί ότι η προμήθεια του Eurofighter ήταν μία περίπου κλεισμένη συμφωνία και έφτασε πάρα πολύ κοντά στο να δρομολογηθεί, πράγμα που όμως τελικά δεν έγινε.
Ανεξάρτητα από αυτό όμως, το ενδιαφέρον της υπόθεσης ήταν ακριβώς η αιτιολογία πάνω στην οποία στηρίχθηκε η τότε κυβέρνηση για την επιλογή του Eurofighter. Κι η αιτιολογία αυτή ήταν ότι βασικά ήταν… το μοναδικό τότε διαθέσιμο μαχητικό τέταρτης γενιάς, που θα έδινε ένα πραγματικό πλεονέκτημα απέναντι στην Τουρκία φέρνοντας την ΠΑ σε μία νέα εποχή. Αυτή η αιτιολογία υποστηρίχθηκε δημόσια από τον τότε ΥΠΕΘΑ Άκη Τσοχατζόπουλο.
Την επόμενη μέρα συνέβη κάτι το ανήκουστο, πρωτοφανές στα χρονικά των προμηθειών αμυντικών εξοπλισμών. H Dassault πλήρωσε για ολοσέλιδη καταχώρηση όχι στον αμυντικό τύπο αλλά σε εφημερίδες ευρείας κυκλοφορίας (θέλοντας δηλαδή να φτάσει το μήνυμα της σε κάθε Έλληνα πολίτη κι όχι μόνο το εξειδικευμένο κοινό του ειδικού τύπου) όπου ευθέως αποκαλούσε τον υπουργό «ψεύτη» επειδή είπε ότι το Eurofighter ήταν το μοναδικό διαθέσιμο μαχητικό τέταρτης γενιάς, που όμως δεν ήταν γιατί υπήρχε και το… Rafale.
Όμως ήταν η Dassault που δεν κατέβασε το Rafale στον ελληνικό διαγωνισμό ακριβώς με την δικαιολογία ότι δεν ήταν έτοιμο. Τι συνέβαινε λοιπόν;
Αυτό που συνέβαινε ήταν απλό: Η Dassault επέλεξε να προωθήσει το αναβαθμισμένο Mirage 2000 με την ελπίδα ότι αργότερα θα μπορούσε να εξασφαλίσει μία follow-up παραγγελία και για κάποιες μοίρες Rafale, ωστόσο στην πορεία, η κυβέρνηση Σημίτη κατέληξε στην γερμανική πρόταση των Eurofighter λόγω των καλύτερων σχέσεών του με τη χώρα αυτή. Όταν έγινε αυτό λοιπόν, ήταν φανερό ότι δεν θα υπήρχε ούτε το παραμικρό περιθώριο για το Rafale στην Πολεμική Αεροπορία, κι έτσι η γαλλική εταιρεία θα έχανε, πιθανόν οριστικά, τον καλύτερο πελάτη της επί ευρωπαϊκού εδάφους!
Η πραγματικότητα όπως την ξέρουμε σήμερα πια, είναι ότι το Rafale αν και πράγματι δεν ήταν έτοιμο το διάστημα 1997-1999 θα μπορούσε να είχε προωθηθεί στην Ελλάδα, δεδομένου ότι μετά το 2000 το γαλλικό Ναυτικό ξεκίνησε να παραλαμβάνει τα δικά του Rafale. Δηλαδή το ίδιο περίπου διάστημα που θα παραδίδονταν τα αναβαθμισμένα Mirage 2000-5, θα μπορούσαν στην θέση τους να άρχιζαν να παραδίδονται και νέα Rafale (αντί για Eurofighter).
Οι Γάλλοι όμως, προφανώς θεωρώντας δεδομένο πελάτη την Ελλάδα, επέλεξαν να προωθήσουν πρώτα τα Mirage 2000-5, αφενός μεν για να κρατήσουν την εκεί γραμμή παραγωγής ανοιχτή – και πράγματι, τα ελληνικά αεροσκάφη ήταν τα τελευταία που εξήλθαν από αυτήν – κι αφετέρου δε να μην καθυστερήσουν τις παραδόσεις στις γαλλικές Ένοπλες Δυνάμεις. Έτσι απέφυγαν να προσφέρουν το καλύτερο αεροσκάφος τους στην Ελλάδα.
Στην συνέχεια και με την έξοδο του Άκη Τσοχατζόπουλου από το υπουργείο, τα πράγματα δυσκόλεψαν για το Eurofighter επί υπουργού Γιάννου Παπαντωνίου (προερχόμενος από του υπουργείο Οικονομίας) που πήρε την θέση του, με αποτέλεσμα η προμήθεια εκείνη να πάει στις καλένδες και το πεδίο για το Rafale να ανοίξει ξανά, μόνο που πια θα ξεκινούσε από μηδενική βάση…
Οι Γάλλοι της Dassault στο εξής δεν έχαναν ευκαιρία να προσεγγίζουν του Έλληνες επιτελείς και να φέρνουν το Rafale στην Ελλάδα για παρουσίαση με κάθε ευκαιρία. Συνέστησαν δε τελικά μία νέα εταιρεία από κοινού με SNECMA και MBDA, την Rafale International προκειμένου να συντονίσουν καλύτερα την προώθηση του αεροσκάφους σε διεθνείς πελάτες.
Οι δε Έλληνες πιλότοι είχαν σταδιακά όλο και περισσότερες ευκαιρίες να το δουν από κοντά κατά την διάρκεια διεθνών ασκήσεων στο εξωτερικό και να συνεκπαιδευτούν μαζί του, καθώς οι Γάλλοι παραλάμβαναν σταδιάκα όλο και περισσότερα αεροσκάφη, με το Ναυτικό πάντως να προηγείται έχοντας πιο πιεστικές ανάγκες από την Αεροπορία.
Καθώς η νέα κυβέρνηση Καραμανλή αντιμετώπισε αντιπολιτευτικά σχεδόν όλες τις προμήθειες που είχε δρομολογήσει η προηγούμενη κυβέρνηση, προσπάθησε να ακυρώσει ή καθυστερήσει δικαίως ή αδίκως με κάθε τρόπο τις περισσότερες από αυτές με προσχηματικά ή και υπαρκτά προβλήματα. Η παραγγελία των επιπλέον Mirage 2000-5 και ο εκσυγχρονισμός των υπόλοιπων 10 EGM/BGM δέχθηκε ιδιαίτερη πολεμική και για ένα διάστημα υπήρξε μέχρι και άρνηση παραλαβής των αεροσκαφών με αφορμή μία πολύ μεγάλη λίστα με προβλήματα και παραλείψεις που είχαν διαπιστωθεί σε αυτά.
Το γεγονός και το κλίμα αυτό προφανώς δεν βοήθησε την υποψηφιότητα του Rafale, και ταυτόχρονα ωφέλησε την ανταγωνιστική Lockheed Martin, που πέτυχε να προωθήσει μία συμπληρωματική παραγγελία 30 F-16C/D Block 52M με προαίρεση (που δεν ασκήθηκε) για 10 ακόμα το 2005. Η παραγγελία αυτή προφανώς έσπρωξε τις όποιες γαλλικές ελπίδες για ελληνική παραγγελία Rafale ακόμα πιο μακριά στο μέλλον.
Οι Γάλλοι δεν τα παράτησαν ωστόσο. Το έφεραν στον Αρχάγγελο 2005, την πρώτη και μοναδική στο είδος της αεροπορική έκθεση στην Ελλάδα το 2005, όπου το αεροσκάφος συμμετείχε στην εκεί αεροπορική επίδειξη παρουσιάζοντας ορισμένες από τις ικανότητές του στον αέρα.
Μετά υπέβαλαν αναλυτική προσφορά στην Πολεμική Αεροπορία στα πλαίσια της (τελευταίας) έκθεσης αμυντικού υλικού Defendory 2008, όπου όμως είχαν δυνατό ανταγωνισμό να αντιμετωπίσουν, στον οποίο αν κι είχε αφαιρεθεί ντε φάκτο η ρωσική πρόταση για Su-27/30 (ειδικά μετά την εισβολή στην Γεωργία τον Αύγουστο του 2008, όταν κι έπεσε σε δυσμένεια στην Δύση), είχε προστεθεί ωστόσο η υποψηφιότητα του σουηδικού Gripen, που προωθούνταν δυνατά με την βοήθεια των Άγγλων της BAE Systems.
Tο έφεραν και στο Ελευθέριος Βενιζέλος όπου συμμετείχε σε στατική έκθεση στα πλαίσια της έκθεσης Athens International. Δεν δίστασαν να προσφέρουν και αντισταθμιστικά ωφέλη σε ελληνική αμυντική εταιρεία (miltec) δίνοντάς παραγωγικό έργο για απάρτια για το Rafale χωρίς καν να υπάρχει ακόμα συμβόλαιο αγοράς του αεροσκάφους, θέλοντας ενδεχομένως να διασκεδάσουν και τις κακές εντυπώσεις που υπήρχαν με τα προβλήματα (ή «προβλήματα», όπως το δει κανείς) των νεοπαραληφθέντων Mirage 2000-5.
Σημειωτέον δε ότι την ίδια περίοδο το Rafale βάδιζε από αποτυχία σε αποτυχία (Σιγκαπούρη, Νότια Κορέα και αλλού) σε διεθνείς διαγωνισμούς, με την στέρηση κάποιας παραγγελίας και από τον παραδοσιακό πελάτη στην Ευρώπη να κοστίζει σημαντικά, αφού δινόταν προς τα έξω η εικόνα ότι ούτε οι καλύτεροι πελάτες της γαλλικής εταιρείας δεν πείθονταν από το αεροσκάφος της.
Ο νέος τότε Γάλλος πρόεδρος Νικολά Σαρκοζί ανέλαβε λοιπόν προσωπικά την προώθηση του αεροσκάφους της Dassault με αποτέλεσμα να το συμπεριλαμβάνει στην ατζέντα του όπου και αν πήγαινε για επίσημη επίσκεψη, από την Ινδία (που τότε έτρεχε έναν φαραωνικό διαγωνισμό για 126 νέα μαχητικά αεροσκάφη) μέχρι… την Ελλάδα.
Στην οποία Ελλάδα, κατά την διάρκεια επίσημης επίσκεψής του το 2008 έφτασε στο σημείο να απευθυνθεί στους Έλληνες βουλευτές από το βήμα της βουλής, εκθειάζοντας την εξαίρετη γεωστρατηγική σχέση των δυο χωρών και προσπαθώντας να την μετουσιώσει σε κάτι… πιο χειροπιαστό.
Δυστυχώς και παρά την φιλότιμη προσπάθειά του, ήταν πολύ αργά. Σύντομα, η τότε κυβέρνηση Καραμανλή έπεσε στις έκτακτες εκλογές του Οκτωβρίου του 2009 με τη νέα κυβέρνηση Παπανδρέου να μην είναι ιδιαίτερα ζεστή για νέους εξοπλισμούς παρά το αλήστου μνήμης σύνθημα «Λεφτά υπάρχουν» με το οποίο κέρδισε τις εκλογές.
Η συνέχεια από εκεί και πέρα είναι λίγο πολύ γνωστή. Η χώρα μας έπεσε στον κυκεώνα της διεθνούς οικονομικής κρίσης, με την οικονομία να καταρρέει και τα μνημόνια με τους διεθνείς μας εταίρους να έρχονται το ένα πίσω από το άλλο. Τα επόμενα δέκα χρόνια που θα ακολουθούσαν θα ήταν μία πρωτοφανής περίοδος αυτο-αφοπλισμού για τις ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις με τις προμήθειες να παγώνουν σχεδόν ολοκληρωτικά, και να παραλαμβάνονται στην καλύτερη περίπτωση μόνο λίγα μεταχειρισμένα συστήματα από το εξωτερικό.
Τελικά τα χρόνια πέρασαν κι εν τω μεταξύ η Dassault είχε περιορίσει την παραγωγή του Rafale σε μόλις 11 (!) αεροσκάφη το χρόνο (για σύγκριση, πριν λίγο καιρό σε διάστημα μίας εβδομάδας παραδόθηκαν 13 F-35 για λογαριασμό των ΗΠΑ και διεθνών πελατών) προκειμένου να κρατήσει την γραμμή παραγωγής για λίγο παραπάνω έστω μόνο για τις γαλλικές Ένοπλες Δυνάμεις.
Τελικά κατάφερε με αργούς ρυθμούς να το εξελίξει αρκετά ώστε να το καταστήσει πιο ανταγωνιστικό στο διεθνές προσκήνιο. Νέο ραντάρ AESA, νέα όπλα, νέα υποσυστήματα και αρκετή διπλωματική προσπάθεια, εξασφάλισαν τελικά τις πρώτες παραγγελίες από Κατάρ, Αίγυπτο και Ινδία.
Τελικά φτάσαμε στο σωτήριο έτος 2020, κι ενώ έχουν περάσει πια 20+ χρόνια από την τότε «αγορά του αιώνα» και τα πάντα έχουν αλλάξει πια. Η Τουρκία δεν είναι πια το χαϊδεμένο παιδί της Δύσης πράγμα που της έχει κοστίσει δεινά στα εξοπλιστικά της, τα αεροσκάφη μας που αγοράστηκαν τότε ήδη χρήζουν αναβάθμισης, ενώ εκείνα που ήταν τότε υποψήφια, έχουν εξελιχθεί πια σε σχεδόν διαφορετικά αεροσκάφη.
Πολλά μπορούν να ειπωθούν για εκείνη την αγορά κι ο καθένας μπορεί να κατηγορήσει ή υπερασπιστεί τα τότε υποψήφια μαχητικά για πολλούς και διαφόρους λόγους. Η ιστορία όμως έχει γραφτεί κι η ιστορία έγραψε ότι δεν πήραμε Rafale το 1999 αλλά το 2020, δυο δεκαετίες μετά.
Ίσως τελικά είμαστε τυχεροί μέσα στην ατυχία μας, δεδομένου του τι αεροσκάφη θα παραλαμβάναμε, αν τα είχαμε επιλέξει τότε, και τι αεροσκάφη θα παραλάβουμε τελικά από του χρόνου.
Σε κάθε περίπτωση, είμαστε σίγουροι ότι οι πιλότοι κι οι τεχνικοί μας θα κάνουν, όπως πάντα, το καλύτερο δυνατό που μπορούν ώστε τα νέα αεροσκάφη να παραληφθούν, ενταχθούν και αξιοποιηθούν το συντομότερο δυνατόν προς υπεράσπιση της πατρίδας και των δικαίων της.