Η κύρια σύγκρουση
Διασχίζοντας τη Βιθυνία και μαθαίνοντας πως ο Ουρσέλιος ήταν σταθμευμένος κοντά στο Σαγγάριο, ο καίσαρας κατευθύνθηκε ταχέως εναντίον του περνώντας από το Δορύλαιο, που αποτελούσε το δεύτερο άπληκτο (στρατιωτικός σταθμός συγκεντρώσεως ταγμάτων) στις εκστρατείες προς ανατολάς. Η επιλογή του Ουρσελίου να στρατοπεδεύσει στο συγκεκριμένο σημείο, μόνο τυχαία δεν μπορεί να θεωρηθεί. Ο σκοπός του ήταν να αποκόψει οποιαδήποτε πιθανή στρατιωτική ενίσχυση του αντιπάλου του. Αυτό μπορεί κάλλιστα να εξηγήσει γιατί ο εμπειροπόλεμος Φράγκος βιαζόταν υπερβολικά να φτάσει στον προορισμό του προ του Ιωάννη Δούκα.
Ακολούθησαν προσπάθειες για την επίτευξη κάποιας ειρηνευτικής συμφωνίας, αλλά κατέληξαν όλες σε αποτυχία. Ο Ατταλειάτης αποδίδει την αποτυχία τους στον Δούκα, του οποίου οι εκπρόσωποι επιχείρησαν να ταπεινώσουν τον Ουρσέλιο, με αποτέλεσμα να εκνευρισθεί και να πεισμώσει περισσότερο. Ως εκ τούτου, η σύγκρουση κατέστη αναπόφευκτη και οι δύο στρατοί παρατάχθηκαν ο ένας απέναντι του άλλου. Ο καίσαρας κατείχε το κέντρο με τους Βάραγγες μισθοφόρους. Ο γιος του Ανδρόνικος ανέλαβε τη διοίκηση της αριστερής πτέρυγας, ενώ η δεξιά ανατέθηκε σε κάποιον άλλον Φράγκο, που η πηγή του Βρυεννίου ονομάζει Πάπα. Ο Νικηφόρος Βοτανειάτης ήταν επικεφαλής της οπισθοφυλακής, η οποία στελεχωνόταν από μονάδες της Φρυγίας, της Λυκαονίας και της Θράκης. Ο Ουρσέλιος ακολούθως διαχώρισε τις δυνάμεις του σε δύο ομάδες.
Η μάχη ξεκίνησε όταν ο Δούκας διέσχισε το Σαγγάριο και εξαπέλυσε ολομέτωπη επίθεση κατά των Φράγκων. Ο Ατταλειάτης μας λέει πως ο Βοτανειάτης είχε συμβουλέψει προκαταβολικά το συστράτηγό του να περιμένει πρώτα την άφιξη όλων των μονάδων του στρατού του, οι οποίες βρίσκονταν ακόμη καθ’ οδόν. Εν τω μεταξύ, θα ήταν συνετό να προέβαινε σε νέες συνομιλίες ώστε να κατευνάσει τον Ουρσέλιο, μήπως τελικώς αποτραπεί η αιματοχυσία. Εναλλακτικά, θα μπορούσε να αφήσει τους Φράγκους να πάρουν εκείνοι την πρωτοβουλία και να προχωρήσουν, ενώ οι Βυζαντινοί θα τους περίμεναν στην απέναντι όχθη πλήρως ετοιμασμένοι, αφού θα είχαν προστεθεί στην παράταξή τους και όλες οι εναπομείνασες δυνάμεις. Όμως ο καίσαρας αγνόησε τις συμβουλές και διέσχισε τη γέφυρα με αρκετά μεγάλη δυσκολία λόγω της ολισθηρότητάς της, κουράζοντας έτσι τους στρατιώτες του. Υποτιμώντας τον αντίπαλο, ο Δούκας θεώρησε πως θα νικούσε ευκόλως λόγω του μεγέθους του στρατού του, αλλά συνάντησε αντίσταση πολύ πιο σθεναρή από όσο φανταζόταν. Το αποτέλεσμα ήταν να ηττηθεί και να συλληφθεί από άνδρες του Ουρσελίου, ενώ ο υπόλοιπος στρατός του ετράπη σε άτακτη φυγή.
Η θέση του Βοτανειάτη στην οπισθοφυλακή πιστοποιείται και από τους δύο ιστορικούς. Όμως, μόνο ο Ατταλειάτης τον παρουσιάζει ως συστράτηγο του Δούκα και τον απαλλάσσει από κάθε ενοχή για την ολοσχερή ήττα (να διευκρινίσουμε παρενθετικά πως η κρίση του συγγραφέως έρχεται εκ των υστέρων, διότι έγραψε την Ιστορία του το 1078, τέσσερα δηλαδή χρόνια μετά τη διεξαγωγή της μάχης). Χαρακτηρίζει μεν τις συμβουλές που έλαβε ο καίσαρας ως άριστες, αλλά δε μας λέει γιατί τις αγνόησε και αποφάσισε να προχωρήσει, αν και «βρισκόταν σε κατάσταση σύγχυσης», χωρίς όμως να αποσαφηνίζει τι ακριβώς εννοεί με αυτό.
Ρόλο πρέπει επίσης να έπαιξε και η στρατοπέδευση του ικανότατου και έμπειρου Φράγκου πολέμαρχου στην συγκεκριμένη πλευρά της γέφυρας αντί για την απέναντι, αφού κατέφθασε προ του αντιπάλου του και συνεπώς μπορούσε να επιλέξει. Ενδεχομένως, τα στρατεύματα των Βυζαντινών δε ξεκουράστηκαν καθόλου μετά τις δυσκολίες της κοπιαστικής πορείας τους προς το Ζόμπο, κάτι που αντιβαίνει πλήρως στις υποδείξεις των Βυζαντινών στρατιωτικών εγχειριδίων, τα οποία συστήνουν τριήμερη ανάπαυση πριν τις εχθροπραξίες.
Όταν άρχισε η μάχη και οι Φράγκοι έδειξαν αρχικώς πως υποχωρούν και τρέπονται σε φυγή, ο Δούκας πίστεψε στη νίκη του. Τότε όμως ήταν που δέχτηκε την επίθεση των επιλέκτων μονάδων του Ουρσελίου και συνετρίβη. Ο Ατταλειάτης υπονοεί πως οι Φράγκοι παρέσυραν τους αντιπάλους τους μακρύα από τις γραμμές τους ώστε να χαλαρώσουν τη συμπαγή συνοχή τους. Τα γραφόμενά του όμως δεν πείθουν πλήρως, διότι η προσποιούμενη υποχώρηση ήταν συνήθης τακτική των Τούρκων. Δεν υπάρχει καμία πηγή, βυζαντινή ή λατινική, που να δηλώνει πως η ίδια τακτική υιοθετήθηκε και από τους Φράγκους κατά τον ενδέκατο και το δωδέκατο αιώνα.
Για τα κενά της προβληματικής αφηγήσεως του Ατταλειάτη μας διαφωτίζει ο Βρυέννιος που αναφέρει πως όταν οι δύο αντίπαλες παρατάξεις έφτασαν κοντά η μία στην άλλη, οι Φράγκοι του Ουρσελίου άρχισαν να παροτρύνουν τους μισθοφόρους συμπατριώτες τους υπό τη διοίκηση του Πάπα να έλθουν στο πλευρό τους, όπερ και εγένετο. Ενώνοντας λοιπόν τις δυνάμεις τους, επιχείρησαν να περικυκλώσουν τις μονάδες του Δούκα, αλλά οι θηριώδεις Βάραγγες με τους πέλεκεις ανά χείρας το απέτρεψαν. Η μάχη πλέον διεξάγετο σώμα με σώμα ενώ οι απώλειες και των δύο πλευρών ήταν τεράστιες.
Ο Ουρσέλιος διηύθυνε τη μάχη, ακολουθώντας την προπορευομένη ίλη. Αυτές οι τακτικές και η εξέλιξη της σύρραξης λείπει εντελώς από το κείμενο του Ατταλειάτη που την καταλήγει απλώς με τη νίκη των Φράγκων και ολοκληρώνει με την τύχη του Βοτανειάτη, ο οποίος «με ατρόμητο και απτόητο πνεύμα αποσύρθηκε μαζί με τους άντρες του στα εδάφη της ιδιοκτησίας του».
Ο Βρυέννιος παρέχει μια διαφορετική εικόνα αναφορικά με το συμβάν, λέγοντας πως ο Βοτανειάτης, «όταν είδε πως οι μισθοφόροι Φράγκοι είχαν αυτομολήσει στον εχθρό και αγωνίζονταν να περικυκλώσουν τη φάλαγγα του καίσαρα, όφειλε να είχε τρέξει σε βοήθεια. Αντ’ αυτού όμως, μάζεψε τις δυνάμεις του και υποχώρησε, αν και πολλάκις είχε δώσει δείγματα της στρατιωτικής του αξίας κατά το παρελθόν. Οι Φράγκοι άδραξαν τότε την ευκαιρία και περικύκλωσαν τον καίσαρα με ευκολία. Οι Βάραγγες γύρω του αντιστάθηκαν, αλλά μέχρις ενός ορίου. Κατόπιν βρέθηκαν σε δεινή θέση, διότι δέχονταν επιθέσεις και στα νώτα τους. Ο ίδιος ο καίσαρας, μένοντας θαρραλέος, τους εμψύχωνε και συνέχισαν να αντιστέκονται όσο τους επέτρεπαν οι δυνάμεις τους. Όταν όμως κουράστηκαν και είδαν αρκετούς από τους συστρατιώτες τους να έχουν ήδη σκοτωθεί, αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν, ενώ ο καίσαρας συνελήφθη. Κατόπιν τράπηκαν σε φυγή και οι άνδρες του Ανδρονίκου Δούκα από τους υπεράριθμους αντιπάλους τους».
Κάποιοι ιστορικοί αποδίδουν την αποκλειστική ευθύνη της ήττας στον Πάπα, αλλά οι αναφορές του Βρυεννίου και του Ατταλειάτη δε στηρίζουν τέτοιο συμπέρασμα. Οι αυτομολήσαντες Φράγκοι εξαπέλυσαν την επίθεσή τους στο κέντρο του αυτοκρατορικού στρατού, που κατείχε ο Ιωάννης Δούκας. Η προσπάθειά τους στέφθηκε με επιτυχία μόνον όταν ο Βοτανειάτης υποχώρησε και οι Βάραγγες περικυκλώθηκαν, βαλλόμενοι από κάθε πλευρά. Μέχρι εκείνη τη στιγμή, το αποτέλεσμα της μάχης ήταν αμφίβολο και οι απώλειες εκατέρωθεν μεγάλες. Συνεπώς, είναι ο ρόλος του Βοτανειάτη αυτός που χρήζει περαιτέρω εξέταση.
Προδοτική υποχώρηση;
Έχει εκφρασθεί η άποψη πως η υποχώρησή του οφείλεται σε λόγους κοπώσεως, αλλά αυτή σε καμία περίπτωση δεν εξηγεί το γιατί η απόφαση εκτελέστηκε τη δεδομένη χρονική στιγμή, ενόσω η μάχη μαινόταν. Η απάντηση πιθανότατα βρίσκεται στις αναφορές των δύο συγγραφέων σχετικά με την επανάσταση του Βρυεννίου το 1077 μ.Χ. Από τον Ατταλειάτη μαθαίνουμε για την αποτυχημένη προσπάθεια του Ουρσελίου να δραπετεύσει από την αιχμαλωσία του και να συναντήσει τον Βοτανειάτη που βρισκόταν τότε στον τόπο καταγωγής του, τη Λάμπη της Φρυγίας.
Την ίδια περίπου περίοδο με τον Βρυέννιο είχε επαναστατήσει και ο ίδιος ο Βοτανειάτης, αποβλέποντας στην βίαιη απομάκρυνση του Μιχαήλ Ζ’ από την εξουσία και την κατάληψη του αυτοκρατορικού θρόνου. Όλοι οι Φράγκοι που είχαν αρχικώς συνταχθεί μαζί του, προσχώρησαν στον επαναστατικό στρατό του Βρυεννίου. Ο Ουρσέλιος όμως αποτέλεσε μια αξιοσημείωτη εξαίρεση. Το σχέδιό του να μεταβεί στη Λάμπη σαφώς και υπονοεί κάποια οικειότητα μεταξύ των δύο ανδρών, κάτι που σημαίνει πως δεν θα ήταν η πρώτη φορά που θα συναντιούνταν, αν ασφαλώς ο Φράγκος πολέμαρχος είχε επιτύχει την απόδρασή του.
Ο Ατταλειάτης λέει πως ο Ουρσέλιος κρατείτο φυλακισμένος σε έναν σκοτεινό πύργο, εντελώς απομονωμένος από τον έξω κόσμο. Ως εκ τούτου, συμπεραίνουμε πως δεν ήταν σε θέση να γνωρίζει τις πολιτικές εξελίξεις στην Κωνσταντινούπολη, καθότι οι συμμαχίες μπορεί να είχαν αλλάξει ενόσω παρέμενε έγκλειστος. Πόσο σίγουρος ήταν λοιπόν ότι ο Βοτανειάτης δεν θα τον πρόδιδε και θα τον παρέδιδε παρέδιδε στον αυτοκράτορας; Αυτό ενισχύει την πιθανότητα πως ο Ουρσέλιος και ο Βοτανειάτης συνδέονταν από το κοινό συμφέρον τους εναντίον του Μιχαήλ Ζ’ Δούκα.
Η σπουδαιότητα της μάχης στη γέφυρα του Ζόμπου έχει γενικώς υποτιμηθεί και παραγκωνισθεί. Όπως όμως εξελίχθηκε, φαίνεται πως υπήρξε ακόμη πιο καίρια από αυτήν του Μαντζικέρτ, αφού η εντυπωσιακή νίκη του Ουρσελίου οδήγησε στην πλήρη αποδιοργάνωση του αυτοκρατορικού στρατού και την κατάρρευση της άμυνας των ανατολικών στρατιωτικών θεμάτων, πράγμα που επέφερε την απώλεια της επιρροής και κυριαρχίας του Βυζαντίου στη Μικρά Ασία.
Βασικό επίκεντρο της ασυμφωνίας των αφηγήσεων του Ατταλειάτη και του Βρυεννίου είναι οι λόγοι γύρω από την ήττα. Μερικοί ιστορικοί πιστεύουν πως αυτή επήλθε κατόπιν μυστικών συννενοήσεων μεταξύ του Ουρσελίου και κάποιων Βυζαντινών αξιωματικών, εγείροντας σοβαρά ερωτήματα για τον πραγματικό ρόλο του Ιωάννη Δούκα, υποδεικνύοντάς τον ως συνωμότη. Ο αντίστοιχος όμως του Βοτανειάτη δεν έχει αξιολογηθεί. Η απόσυρση της οπισθοφυλακής εμφαίνεται ως προδοτική ενέργεια. Ο Βρυέννιος το δηλώνει ανοιχτά όταν γράφει πως ο Βοτανειάτης έπρεπε να είχε ενισχύσει τους προπορευομένους που βρισκόταν σε δεινή θέση. Αν και απουσιάζουν αδιάσειστα, ή έστω περισσότερο διαφωτιστικά στοιχεία, που θα βοηθούσαν στην εξαγωγή ενός πολύ πιο ασφαλούς συμπεράσματος, η πράξη της απομακρύνσεώς του, που έριξε απότομα το ηθικό του στρατού, δείχνει να ήταν σκόπιμη και να σχετίζεται με την ικανοποίηση πολιτικών προσωπικών του φιλοδοξιών. Κατά πάσα πιθανότητα, από τότε ακόμη, αν όχι νωρίτερα, φιλοδοξούσε και προγραμμάτιζε την παντί τρόπω ανάρρησή του στο βυζαντινό θρόνο.